Pages

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (άρθρα 200Α-380)


Άρθρο 200Α. - Ανάλυση DNA.



1. Όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ένα πρόσωπο έχει τελέσει κακούργημα με χρήση βίας ή

έγκλημα που στρέφεται κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή πράξεις συγκρότησης ή συμμετοχής

σε οργάνωση, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα, το αρμόδιο δικαστικό

συμβούλιο μπορεί να διατάξει ανάλυση του δεοξυριβονουκλεϊκού οξέος (Deoxyribonucleic Acid -

D.N.A.) προς το σκοπό της διαπίστωσης της ταυτότητας του δράστη του εγκλήματος αυτού. Η

ανάλυση περιορίζεται αποκλειστικά στα δεδομένα που είναι απολύτως αναγκαία για τη

διαπίστωση αυτή και διεξάγεται σε κρατικό ή πανεπιστημιακό εργαστήριο. Την ανάλυση του

D.N.A. του κατηγορουμένου δικαιούται να ζητήσει ο ίδιος για την υπεράσπιση του. 2. Αν η κατά

την προηγούμενη παράγραφο ανάλυση αποβεί θετική, το πόρισμα της κοινοποιείται στο

πρόσωπο από το οποίο προέρχεται το γενετικό υλικό, που έχει δικαίωμα να ζητήσει επανάληψη

της ανάλυσης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 204 έως

208. Το δικαίωμα επανάληψης της ανάλυσης έχει και ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας σε κάθε

περίπτωση. Αν η ανάλυση αποβεί αρνητική, το γενετικό υλικό και τα γενετικά αποτυπώματα

καταστρέφονται αμέσως, ενώ σε διαφορετική περίπτωση το μεν γενετικό υλικό καταστρέφεται

αμέσως, τα δε γενετικά αποτυπώματα παραμένουν μόνο για τις ανάγκες της ποινικής δίκης στη

δικογραφία. 3. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο καταστροφή διατάσσεται με βούλευμα του

δικαστικού συμβουλίου που διέταξε την ανάλυση. Ειδικά την καταστροφή των γενετικών

αποτυπωμάτων που παρέμειναν στη δικογραφία τη διατάσσει το Συμβούλιο Εφετών με

βούλευμα του, αμέσως μετά την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής δίκης. Σε εξαιρετικές

περιπτώσεις, η καταστροφή του γενετικού υλικού ή των γενετικών αποτυπωμάτων αναβάλλεται

για τον απολύτως απαραίτητο χρόνο, αν το Συμβούλιο κρίνει με ειδική αιτιολογία ότι η διατήρηση

τους είναι αναγκαία για τη διαλεύκανση και άλλων αξιόποινων πράξεων που προβλέπονται στην

παράγραφο 1. 4. Αν διατάχθηκε κατά τις προηγούμενες παραγράφους η καταστροφή του

γενετικού υλικού ή και των γενετικών αποτυπωμάτων, αυτή γίνεται με επιμέλεια του εισαγγελέα

αμέσως μετά την κοινοποίηση του βουλεύματος σε αυτόν και πάντως μέσα στις επόμενες δέκα

εργάσιμες ημέρες. Στην καταστροφή καλείται να παραστεί με συνήγορο και τεχνικό σύμβουλο το

πρόσωπο από το οποίο λήφθηκε το γενετικό υλικό. (Όπως το άρθρο προστέθηκε με το άρθρο 5

του ν. 2928/2001 ΦΕΚ Α 141/27-06-2001)



Άρθρο 201. - Κυρώσεις σε πραγματογνώμονες που αμελούν.



1. Ο πραγματογνώμονας που δεν παρέδωσε την έκθεσή του μέσα στην προθεσμία που του

ορίστηκε, καθώς και εκείνος που έδειξε αμέλεια κατά τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης,

απειλούνται με πρόστιμο 2,90 - 59 ευρώ, καθώς και με την πληρωμή των εξόδων και των τυχόν

ζημιών. 2. Η καταδίκη σε πρόστιμο και η πληρωμή των εξόδων και ζημιών που καθορίζονται στην

προηγούμενη παράγραφο επιβάλλονται με διάταξη εκείνου που διόρισε τον αμελή

πραγματογνώμονα, ο οποίος καλείται πριν από εικοσιτέσσερις ώρες να εμφανιστεί για να εκθέσει

τις εξηγήσεις του είτε ο ίδιος είτε διαμέσου του συνηγόρου του. Κατά της διάταξης που εκδόθηκε

επιτρέπεται προσφυγή μέσα σε οκτώ ημέρες από την επίδοσή της στο δικαστικό συμβούλιο, που

αποφασίζει ανεκκλήτως. 3. Το συμβούλιο πλημμελειοδικών μπορεί να διαγράψει από τον πίνακα

του άρθρου 185 όποιον τιμωρήθηκε σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους. Ο

διαγραμμένος δεν μπορεί να περιληφθεί πάλι στον πίνακα, πριν περάσει τριετία. (ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα

χρηματικά ποσά σε δραχμές του παρόντος άρθρου έχουν μετατραπεί σε ευρώ σύμφωνα με τα

άρθρα 3 έως 5 του ν. 2943/2001 ΦΕΚ 203Α/12-09-2001, 2 του ν. 2842/2000 ΦΕΚ 207Α/27-09-

2000 και τον Καν1103/1997ΕΕ).



Άρθρο 202. - Κυρώσεις σε πραγματογνώμονες που διορίστηκαν στο ακροατήριο.



1. Αν οι πραγματογνώμονες που διορίστηκαν στο ακροατήριο δεν εμφανίζονται από απείθεια για

να ενεργήσουν την πραγματογνωμοσύνη, διατάσσεται η βίαιη προσαγωγή τους, που εκτελείται

και κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, και τους επιβάλλεται ποινή σύμφωνα με όσα ορίζονται

ειδικά στο άρθρο 231. Αν κάποιος αρνηθεί να αποδεχτεί το διορισμό, εφαρμόζεται εναντίον του η

διάταξη του άρθρου 189. 2. Αν ο πραγματογνώμονας που διορίστηκε δείξει αμέλεια για την

ενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, το δικαστήριο του επιβάλλει τις ποινές που προβλέπει το

άρθρο 201 αμέσως και στη συνεδρίαση που έπρεπε να γίνει η πραγματογνωμοσύνη, αφού

προηγουμένως ακούσει τις εξηγήσεις του υπαιτίου ή του συνηγόρου του. Η απόφαση δεν

προσβάλλεται με ένδικο μέσο.









Άρθρο 203. - Μάρτυρες με ειδικές γνώσεις.



Αν είναι αναγκαία η κρίση προσώπων που έχουν εντελώς ειδικές γνώσεις για να διαγνώσουν

κατάσταση πραγμάτων που δεν υπάρχει πια, καλούνται και εξετάζονται ως μάρτυρες πρόσωπα

που έχουν τέτοιες γνώσεις και ιδίως από αυτούς που υπηρετούν στο εργαστήριο (άρθρο 184) ή

που έχουν περιληφθεί στον πίνακα (άρθρο 185). αν τα πρόσωπα αυτά δεν υπάρχουν ή

αδυνατούν, η πρόσληψη γίνεται από άλλη πηγή.



Β) Τεχνικοί σύμβουλοι.

Άρθρο 204. - Διορισμός τεχνικού συμβούλου.



1. Όταν γίνεται ανάκριση για κακούργημα, εκείνος που ενεργεί την ανάκριση και διορίζει

πραγματογνώμονες γνωστοποιεί συγχρόνως το διορισμό στον κατηγορούμενο, στον πολιτικώς

ενάγοντα και στον αστικώς υπεύθυνο σύμφωνα με το άρθρο 192. Αυτοί, μέσα σε προθεσμία που

ορίζεται από εκείνον που ενεργεί την ανάκριση, μπορούν να διορίσουν με δικές τους δαπάνες

τεχνικό σύμβουλο, που επιλέγεται μεταξύ όσων έχουν την ικανότητα να διοριστούν σύμφωνα με

το νόμο πραγματογνώμονες στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εκείνοι που έκαναν το διορισμό

οφείλουν να ειδοποιήσουν εγγράφως αυτόν που διέταξε την πραγματογνωμοσύνη για το

διορισμό του τεχνικού συμβούλου. Η διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης δεν εμποδίζεται από

τη μη εμπρόθεσμη άσκηση του παραπάνω δικαιώματος. 2. Η γνωστοποίηση που προβλέπεται

στην παρ.1 δεν είναι υποχρεωτική στην περίπτωση που επιβάλλεται η άμεση ενέργεια της

πραγματογνωμοσύνης, καθώς και στην περίπτωση της προκαταρκτικής πραγματογνωμοσύνης

που προβλέπει το άρθρο 187. Αυτό δεν εμποδίζει πάντως το διορισμό τεχνικών συμβούλων από

τους διαδίκους. 3. Όσα προβλέπονται στην παρ.1 εφαρμόζονται και όταν η πραγματογνωμοσύνη

πρόκειται να διεξαχθεί στο ακροατήριο, εκτός αν το δικαστήριο με αιτιολογημένη απόφασή του

κρίνει ότι εξαιτίας αυτού μπορεί να σημειωθεί αξιόλογη καθυστέρηση στην εκδίκαση της

υπόθεσης.



Άρθρο 205. - Αριθμός τεχνικών συμβούλων.



Κατηγορούμενοι περισσότεροι από έναν δεν μπορούν να διορίσουν συνολικά περισσότερους από

δύο τεχνικούς συμβούλους. Αν τα συμφέροντά τους συγκρούονται, κάθε ομάδα κατηγορουμένων

που έχει κοινό συμφέρον δεν μπορεί να διορίσει περισσότερους από δύο τεχνικούς συμβούλους.

Το ίδιο ισχύει και όταν οι πολιτικώς ενάγοντες ή οι αστικώς υπεύθυνοι είναι περισσότεροι από

ένας. Εκείνος που ενεργεί την ανάκριση με διάταξή του ή το δικαστήριο με απόφασή του

μπορούν να ρυθμίζουν αμετακλήτως για κάθε περίπτωση τις λεπτομέρειες εφαρμογής του

άρθρου.



Άρθρο 206. - Ποιοί δεν διορίζονται.



Οι διατάξεις του άρθρου 188 ως προς τους πραγματογνώμονες που δεν διορίζονται

εφαρμόζονται ανάλογα και για τους τεχνικούς συμβούλους.



Άρθρο 207. - Δικαιώματα του τεχνικού συμβούλου.



1.Εκείνος που διορίστηκε τεχνικός σύμβουλος έχει το δικαίωμα να παρίσταται κατά τις εργασίες

των πραγματογνωμόνων και να λαμβάνει υπόψη του όσα έγγραφα μπορούν να έχουν υπόψη

τους και οι πραγματογνώμονες ή να ζητεί πληροφορίες στις περιπτώσεις που δικαιούνται και

εκείνοι (άρθρο 196). Επίσης μπορεί να ζητήσει και να λάβει με δαπάνες εκείνου που τον διόρισε

αντίγραφα της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης και των εγγράφων που τη συνοδεύουν. 2. Έχει το

δικαίωμα επίσης με γραπτή αίτησή του να ζητήσει από εκείνον που ενεργεί την ανάκριση ή από

το δικαστήριο να του επιτρέψει να εξετάσει το πρόσωπο ή το πράγμα που ήταν αντικείμενο της

πραγματογνωμοσύνης, μεριμνώντας όμως ώστε να μην προκληθεί καθυστέρηση στην ανάκριση

από την εξέταση αυτή. Εκείνος που διεξάγει την ανάκριση ή το δικαστήριο αποφασίζει

αμετάκλητα για την αίτηση και, αν τη δεχτεί, ορίζει το χρόνο και τον τόπο της εξέτασης και έναν ή

περισσότερους από τους πραγματογνώμονες ή έναν ανακριτικό υπάλληλο ή ένα δικαστή για να

παρευρεθούν κατά την εξέταση αυτή.



Άρθρο 208. - Παρατηρήσεις του τεχνικού συμβούλου.



Ο τεχνικός σύμβουλος παραδίδει τις γραπτές του παρατηρήσεις για την πραγματογνωμοσύνη

που έγινε, είτε ο ίδιος είτε διαμέσου του συνηγόρου του διαδίκου που τον διόρισε, στον αρμόδιο

εισαγγελέα ή σ' εκείνον που διενεργεί την ανάκριση, και συντάσσεται χωριστή έκθεση. Η

παράδοση πρέπει να γίνει το αργότερο τρεις ημέρες πριν από τη δικάσιμο που ορίζεται στην

κλήτευση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο• διαφορετικά, είναι απαράδεκτη. Ο τεχνικός

σύμβουλος που διορίστηκε στο ακροατήριο οφείλει να αναπτύξει τις παρατηρήσεις του αμέσως

μετά την έκθεση των πραγματογνωμόνων• τηρούνται σχετικά οι διατυπώσεις του άρθρου 198.



ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Μάρτυρες.

Άρθρο 209. - Υποχρέωση για μαρτυρία.



Αν κάποιος καλείται νόμιμα για μαρτυρία, δεν μπορεί να την αρνηθεί, εκτός από τις εξαιρέσεις

που ρητά αναγράφονται στον κώδικα.



Άρθρο 210. - Μάρτυρες διανοητικά ασθενείς.



Όποιος διενεργεί ανάκριση ή και το δικαστήριο μπορεί να μην εξετάσει κάποιον μάρτυρα που

είναι παράφρονας ή βλάκας ή βρίσκεται προφανώς σε τέτοια διανοητική κατάσταση, ώστε να

μην είναι σε θέση να παραστήσει τα γεγονότα όπως έχουν συμβεί.



Άρθρο 211. - Μη εξεταζόμενοι ως μάρτυρες στο ακροατήριο.



Με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο: α) όσοι

άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέα της ανάκρισης στην ίδια

υπόθεση. β) όσοι κηρύχθηκαν ένοχοι για την πράξη που εκδικάζεται, και αν ακόμα δεν τους

επιβλήθηκε ποινή.



Άρθρο 211Α. -Μαρτυρία συγκατηγορούμενου.



Μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη

δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου. (Όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2

παρ.8 του Ν. 2408/1996).



Άρθρο 212. - Επαγγελματικό απόρρητο των μαρτύρων.



1. Η διαδικασία ακυρώνεται, αν εξεταστούν στην προδικασία ή στην κύρια διαδικασία: α) οι

κληρικοί σχετικά με όσα έμαθαν από την εξομολόγηση. β) οι συνήγοροι, οι τεχνικοί σύμβουλοι και

οι συμβολαιογράφοι σχετικά με όσα τους εμπιστεύτηκαν οι πελάτες τους. οι συνήγοροι και οι

τεχνικοί σύμβουλοι κρίνουν σύμφωνα με τη συνείδησή τους αν και σε ποιο μέτρο πρέπει να

καταθέτουν όσα άλλα έμαθαν με αφορμή την άσκηση του λειτουργήματός τους. γ) οι γιατροί, οι

φαρμακοποιοί και οι βοηθοί τους, καθώς και οι μαίες σχετικά με όσα εμπιστευτικά

πληροφορήθηκαν κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους, εκτός όπου ειδικός νόμος τους

υποχρεώνει να τα αναγγείλουν στην αρχή. και δ) οι δημόσιοι υπάλληλοι, όταν πρόκειται για

στρατιωτικό ή διπλωματικό μυστικό ή μυστικό που αφορά την ασφάλεια του κράτους, εκτός αν ο

αρμόδιος υπουργός με αίτηση της δικαστικής αρχής ή κάποιου από τους διαδίκους ή και

αυτεπαγγέλτως τους εξουσιοδοτήσει σχετικά. 2. Η απαγόρευση της παρ.1 στις περιπτώσεις α, β

και γ ισχύει, ακόμη και αν τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται απαλλάχθηκαν από την

υποχρέωση να τηρήσουν το επαγγελματικό απόρρητο από μέρους εκείνου που τους το

εμπιστεύτηκε. 3. Όλοι οι παραπάνω μάρτυρες έχουν υποχρέωση να δηλώσουν ενόρκως σ' αυτόν

που εξετάζει ότι, αν κατέθεταν, θα παραβίαζαν τα απόρρητα που μνημονεύονται, στην παρ.1.

Ψευδής δήλωση τιμωρείται με τις ποινές που ο ποινικός κώδικας προβλέπει για την ψευδορκία.



Άρθρο 213. - Κλήτευση των μαρτύρων.



1. Στην προδικασία και στο ακροατήριο οι μάρτυρες κλητεύονται εγγράφως σε ορισμένη ημέρα

και ώρα. Η κλήση υπογράφεται από τον εκπρόσωπο της αρχής που καλεί και από το γραμματέα,

και φέρει την επίσημη σφραγίδα της• επίσης πρέπει να περιέχει συνοπτική ένδειξη της

υπόθεσης για την οποία πρόκειται να εξεταστεί ο μάρτυρας, να μνημονεύει τη δικαστική αρχή

στην οποία αυτός καλείται και να αναγράφει περιληπτικά τις συνέπειες που προβλέπονται αν ο

μάρτυρας δεν εμφανιστεί. Η κλήση επιδίδεται στο μάρτυρα, σύμφωνα με τα άρθρα 155-161,

είκοσι τέσσερις ώρες τουλάχιστον πριν από την ημέρα για την οποία καλείται αν πρόκειται για την

προδικασία, και σύμφωνα με τις προθεσμίες που ορίζονται στο άρθρο 166, αν πρόκειται για το

ακροατήριο. 2. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις και κατά την κρίση εκείνου που ενεργεί την

ανάκριση οι μάρτυρες μπορούν να κληθούν στην προδικασία και προφορικά• προφορική

κλήτευση στο ακροατήριο μπορεί να γίνει μόνο στις περιπτώσεις που ο νόμος την επιτρέπει ρητά.

Η βεβαίωση της κλήτευσης γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 165 παρ.1. 3. Στο στάδιο της

προδικασίας μπορεί και αυθόρμητα να προσέλθει κάποιος για να εξεταστεί ως μάρτυρας. Το

γεγονός όμως αυτό πρέπει να μνημονεύεται στην έκθεση της εξέτασής του. 4. Αν ο εισαγγελέας,

ο ανακριτής ή ο ανακριτικός υπάλληλος δεν εξετάσει, χωρίς να υπάρχει νόμιμος λόγος, το

μάρτυρα ή τον κατηγορούμενο που κλήτευσε και αυτός εμφανίστηκε την ημέρα και την ώρα που

είχε οριστεί, τιμωρείται πειθαρχικά. 5. Οι διατάξεις του εδαφίου ε' της παραγράφου 1 του

άρθρου 273 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας εφαρμόζονται αναλόγως και στον πολιτικώς

ενάγοντα.



Άρθρο 214. - Εξέταση μελών Βασιλικής Οικογένειας.



1. Βασιλόπαιδες ή άλλα μέλη της Βασιλικής Οικογένειας εξετάζονται κατά την προδικασία στη

κατοικία τους και η ένορκη κατάθεσή τους διαβάζεται στο ακροατήριο. 2. Για να επιτραπεί η

εμφάνισή τους στο ακροατήριο χρειάζεται να εκδοθεί διάταγμα που να καθορίζει και τον τρόπο

κατά τον οποίο πρέπει να προσκληθούν και να εξεταστούν στη δημόσια συνεδρίαση.

(Σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 10/1975 όπου σε διατάξεις αναφέρεται Βασιλέας νοείται ο

Πρόεδρος της Δημοκρατίας - Η εξέταση γίνεται στην κατοικία του)



Άρθρο 215. - Εξέταση υπουργών, αρχιερέων και όσων δεν μπορούν να εμφανιστούν.



1. Ο Πρόεδρος και οι αντιπρόεδροι της Βουλής, οι υπουργοί και οι αρχιερείς εξετάζονται στην

κατοικία τους, και η ένορκη κατάθεσή τους διαβάζεται στο ακροατήριο. Αν όμως πρόκειται για

κακούργημα, είναι δυνατό να κληθούν να εμφανιστούν στο ακροατήριο, οπότε εξετάζονται

πρώτοι• κατόπιν μπορούν να αποχωρήσουν, εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά. Τα

παραπάνω πρόσωπα μπορούν να παραιτηθούν από αυτά τα πλεονεκτήματα. 2. Στην κατοικία

τους εξετάζονται οι μάρτυρες που λόγω ασθένειας ή γηρατειών δεν μπορούν να εμφανιστούν,

οπότε η ένορκη κατάθεσή τους διαβάζεται στο ακροατήριο σύμφωνα με την παρ.1. 3. Αν η

κατηγορία αφορά πλημμέλημα ή πταίσμα, δημόσιοι γενικά υπάλληλοι και υπάλληλοι

σιδηροδρομικών, ατμοπλοϊκών και αεροπορικών επιχειρήσεων, οι οποίοι δεν κατοικούν στην έδρα

του δικαστηρίου, καθώς και ναυτικοί ναυτολογημένοι σε εμπορικά πλοία, δεν καλούνται να

εμφανιστούν στο ακροατήριο. Στην περίπτωση αυτή διαβάζεται η ένορκη κατάθεση που έχει

ληφθεί στην προδικασία. Ο εισαγγελέας, ο δημόσιος κατήγορος και το δικαστήριο μπορούν να

παραγγείλουν την κλήτευσή τους αν η εξέτασή τους στο ακροατήριο είναι αναγκαία για την

ασφαλή διάγνωση της κατηγορίας. 4. Μάρτυρες κρατούμενοι σε φυλακές και σε άλλα

σωφρονιστικά καταστήματα τα οποία βρίσκονται έξω από την έδρα του δικαστηρίου δεν

κλητεύονται στο ακροατήριο, αλλά διαβάζεται η ένορκη κατάθεσή τους που έχει ληφθεί στην

προδικασία. Ο εισαγγελέας, ο δημόσιος κατήγορος και το δικαστήριο μπορούν να παραγγείλουν

την κλήτευσή τους, αν η εξέτασή τους στο ακροατήριο είναι αναγκαία για την ασφαλή διάγνωση

της κατηγορίας.



Άρθρο 216. - Εξέταση πρεσβευτών και μαρτύρων στο εξωτερικό.



1. Οι πρεσβευτές και οι άλλοι διπλωματικοί υπάλληλοι ξένου κράτους που είναι επιφορτισμένοι

με διπλωματική αποστολή εξετάζονται στην κατοικία τους, και η ένορκη κατάθεσή τους

διαβιβάζεται στο ακροατήριο. 2. Οι μάρτυρες που διαμένουν στο εξωτερικό εξετάζονται στις

επιτόπιες προξενικές αρχές• αν αυτό είναι ανέφικτο, εξετάζονται από τις ανακριτικές αρχές του

τόπου της διαμονής τους, ύστερα από αίτηση του αρμόδιου εισαγγελέα προς το Υπουργείο της

Δικαιοσύνης με την προϋπόθεση της αμοιβαιότητας και της τήρησης των διεθνών συνθηκών και

εθίμων (άρθρο 457).



Άρθρο 217. - Εξακρίβωση της ταυτότητας του μάρτυρα.



Ο μάρτυρας, πριν καταθέσει, καλείται να δηλώσει το όνομα και το επώνυμό του, τον τόπο της

γέννησης και της κατοικίας του, την ηλικία και τη θρησκεία του. Επίσης καλείται να δηλώσει αν

τυχόν είναι συγγενής με τον κατηγορούμενο ή με όποιον αδικήθηκε και, αν υπάρχει ανάγκη, του

υποβάλλονται ερωτήσεις για κάθε περιστατικό που θα μπορούσε να διαφωτίσει εκείνον που

διεξάγει την εξέταση για τις σχέσεις του μάρτυρα προς τα παραπάνω πρόσωπα και για το βαθμό

εμπιστοσύνης που θα μπορούσε να δοθεί στη μαρτυρία του.



Άρθρο 218. - Όρκος των μαρτύρων στο ακροατήριο.



1. Κάθε μάρτυρας οφείλει, πριν εξεταστεί στο ακροατήριο, να ορκιστεί δημόσια, θέτοντας το

δεξιό του χέρι στο ιερό ευαγγέλιο, τον εξής όρκο: «Ορκίζομαι στο Θεό να πω με ευσυνειδησία όλη

την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, χωρίς να προσθέσω ούτε να αποκρύψω τίποτε». Αν δεν

τηρηθεί η διάταξη αυτή, η διαδικασία είναι άκυρη. 2. Ο άλαλος μάρτυρας που γνωρίζει να

γράφει ορκίζεται γράφοντας και υπογράφοντας τον όρκο και ύστερα θέτει το δεξιό του χέρι στο

ευαγγέλιο. Αν δεν ξέρει να γράφει, ορκίζεται με τη βοήθεια του διερμηνέα. 3. Οι κληρικοί ή οι

ιερωμένοι που η θρησκεία τους απαγορεύει τον όρκο δεν ορκίζονται. Αντί γι' αυτό, δίνουν κατά

την παρ.1 διαβεβαίωση στην ιεροσύνη τους και σύμφωνα με τους κανονισμούς από τους

οποίους διέπονται.





Άρθρο 219. - Όρκος των μαρτύρων στη προδικασία.



1. Στην προδικασία οι μάρτυρες δίνουν πάντοτε τον όρκο του άρθρου 218 τηρώντας τις διατάξεις

των άρθρων 221 και 222. 2. Αν κατά τη διάρκεια της κύριας ανάκρισης ο ανακριτής θεωρεί

πιθανώς αδύνατη την εμφάνιση κάποιου μάρτυρα στο ακροατήριο, οφείλει να καλέσει τον

κατηγορούμενο και τον πολιτικώς ενάγοντα ή τους συνηγόρους τους να παραστούν στην ένορκη

εξέταση του μάρτυρα. Η κλήση πρέπει να γίνει μέσα στην προθεσμία που κρίνει ο ανακριτής

αναγκαία για την εμφάνισή τους.



Άρθρο 220. - Όρκοι αλλοθρήσκων.



1. Αν ο μάρτυρας πιστεύει σε θρησκεία αναγνωρισμένη ή απλώς ανεκτή από το κράτος και σ'

αυτήν υπάρχει γνωστός τύπος όρκου, ο τύπος αυτός είναι έγκυρος στην ποινική διαδικασία. 2. Αν

ο μάρτυρας πιστεύει σε θρησκεία που δεν επιτρέπει τον όρκο, καθώς και αν εκείνος που

ανακρίνει ή το δικαστήριο πειστεί ύστερα από σχετική δήλωση του μάρτυρα ότι αυτός δεν

πιστεύει σε καμία θρησκεία, ο όρκος που δίνεται είναι ο ακόλουθος: «Δηλώνω επικαλούμενος την

τιμή μου και τη συνείδησή μου ότι θα πω όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, χωρίς να

προσθέσω ούτε να αποκρύψω τίποτε».



Άρθρο 221. - Εξέταση χωρίς όρκο.



Χωρίς όρκο εξετάζονται στην ανάκριση και στην κύρια διαδικασία όσοι: α) κατά την κρίση εκείνου

που διενεργεί την ανάκριση ή του δικαστηρίου δεν συμπλήρωσαν το δέκατο έβδομο έτος της

ηλικίας τους. β) έχουν προφανώς εξασθενημένη τη διάνοια. γ) στερήθηκαν τα πολιτικά τους

δικαιώματα εξαιτίας καταδίκης. δ) επιδιώκουν ως πολιτικώς ενάγοντες στο ποινικό δικαστήριο

απαιτήσεις για αποζημίωση, καθώς και οι αστικώς υπεύθυνοι σύμφωνα με τα άρθρα 89 κ ε.. ε)

δικαιούνται χρηματική αμοιβή για την καταμήνυση.



Άρθρο 222. - Μάρτυρες συγγενείς του κατηγορουμένου.



Σύζυγος και συγγενείς εξ αίματος του κατηγορουμένου έως και το δεύτερο βαθμό έχουν δικαίωμα

να αρνηθούν τη μαρτυρία τους και στην προδικασία και στο ακροατήριο. Η διάταξη εφαρμόζεται

και όταν μόνο ένας από τους κατηγορουμένους που μαζί δικάζονται έχει την παραπάνω σχέση με

το μάρτυρα. Όταν κατηγορείται ανήλικος, η μαρτυρία των συγγενών που αναφέρονται στο πρώτο

εδάφιο του άρθρου είναι υποχρεωτική.



Άρθρο 223. - Πώς εξετάζονται οι μάρτυρες.



1. Ο μάρτυρας εξετάζεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 239, και δεν του απευθύνονται

ερωτήσεις για προσωπικές κρίσεις παρά μόνο όταν αυτές συνδέονται αναπόσπαστα με τα

γεγονότα που καταθέτει. 2. Όταν ο μάρτυρας καταθέτοντας δεν απομακρύνεται από το θέμα, δεν

πρέπει να διακόπτεται. 3. Στο μάρτυρα απευθύνονται ερωτήσεις αφού τελειώσει την κατάθεσή

του και αν είναι αναγκαία η συμπλήρωσή της. 4. Ο μάρτυρας δεν είναι υποχρεωμένος να

καταθέσει περιστατικά από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη

πράξη. 5. Παραπειστικές ερωτήσεις δεν επιτρέπεται να απευθύνονται στους μάρτυρες.



Άρθρο 224. - Πώς έμαθε ο μάρτυρας όσα καταθέτει.



1.Ο μάρτυρας πρέπει να αποκαλύπτει πώς έμαθε όσα καταθέτει. Αν πρόκειται για γεγονότα που

άκουσε από άλλους, πρέπει σε κάθε περίπτωση να κατονομάσει ταυτόχρονα και εκείνους από

τους οποίους τα άκουσε. 2. Αν ο μάρτυρας δεν κατονομάζει την πηγή των πληροφοριών του, η

κατάθεση του δεν λαμβάνεται υπόψη. (Όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ.9 του Ν.

2408/1996).



Άρθρο 225. - Εξετάσεις και αναγνωρίσεις που γίνονται κατά αντιπαράσταση.



1.Οι μάρτυρες εξετάζονται ο καθένας χωριστά. Πάντως επιτρέπεται, όταν αυτό είναι αναγκαίο, να

εξετάζονται κατ' αντιπαράσταση προς τον κατηγορούμενο ή άλλο μάρτυρα. 2. Ο μάρτυρας, όταν

πρόκειται να αναγνωρίσει πρόσωπα ή πράγματα, προσκαλείται προηγουμένως να τα περιγράψει

με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια



Άρθρο 226. - Διατυπώσεις των μαρτυρικών καταθέσεων.



1. Οι μάρτυρες έχουν δικαίωμα να υπαγορεύουν στην ανάκριση τις καταθέσεις τους, αν κατά την

κρίση εκείνου που εξετάζει δεν υπάρχουν λόγοι που να επιβάλλουν το αντίθετο. Στην έκθεση

πρέπει να γίνεται μνεία της υπαγόρευσης και, αν δεν γίνει υπαγόρευση, όσα κατατέθηκαν θα

πρέπει να αναγραφούν, αν είναι δυνατό, κατά λέξη. Ο εξεταζόμενος δεν μπορεί να χρησιμοποιεί

σημειώσεις, εκτός αν πρόκειται για λογιστικά ζητήματα ή αν αυτός που διεξάγει την ανάκριση ή

το δικαστήριο το επιτρέψει για ειδικούς λόγους. 2. Αν ο μάρτυρας είναι κάτω από δεκαεπτά ετών,

εκείνος που ανακρίνει αναγράφει κατά λέξη στην έκθεση και τις ερωτήσεις που του απευθύνει.



Άρθρο 227. - Μάρτυρες κουφοί και άλαλοι.



1. Αν ένας κουφός ή άλαλος ή κωφάλαλος πρόκειται να εξεταστεί ως μάρτυρας η ως

κατηγορούμενος, η εξέταση του γίνεται ως εξής: Όλες οι ερωτήσεις και οι τυχόν παρατηρήσεις

δίνονται στον κουφό, αφού καταγραφούν από το γραμματέα της ανάκρισης ή του δικαστηρίου,

ενώ οι απαντήσεις δίνονται από αυτόν προφορικά. Στον άλαλο οι ερωτήσεις και οι παρατηρήσεις

δίνονται προφορικά και αυτός απαντά γραπτώς. Στον κωφάλαλο οι ερωτήσεις και οι

παρατηρήσεις δίνονται γραπτώς και αυτός απαντά με τον ίδιο τρόπο. Στο ακροατήριο οι γραπτές

απαντήσεις που δόθηκαν από τον άλαλο ή από τον κωφάλαλο, αφού μονογραφηθούν από τον

πρόεδρο και το γραμματέα, καταγράφονται στα πρακτικά και συνοδεύουν τη δικογραφία. 2. Αν ο

κουφός ή ο άλαλος ή ο κωφάλαλος δεν ξέρει να διαβάζει ή να γράφει, όποιος διεξάγει την

ανάκριση ή διευθύνει τη συζήτηση διορίζει έναν η δύο διερμηνείς, που, αν είναι δυνατό,

εκλέγονται κατά προτίμηση μεταξύ των προσώπων που συνήθισαν να συνεννοούνται με τον

κουφό, τον άλαλο ή τον κωφάλαλο. Κατά τα άλλα τηρούνται αν είναι δυνατόν οι διατάξεις του

κώδικα που αναφέρονται στους διερμηνείς.



Άρθρο 228. - Αποζημίωση των μαρτύρων.



1. Οι μάρτυρες αποζημιώνονται για τα έξοδα της πορείας και της διαμονής τους• η αποζημίωση

προσδιορίζεται από την αρχή που τους καλεί όταν εκδίδει την κλήση• κάτω από την κλήση

σημειώνονται με αριθμούς και ολογράφως τα χιλιόμετρα για τη μετάβαση του μάρτυρα και τα

δικαιώματα που πρέπει να του καταβληθούν για την πορεία και την αποζημίωση ημεραργιών

σύμφωνα με τις διατάξεις της ποινικής διατίμησης. Ύστερα από την εξέταση του μάρτυρα, ή αν

αυτή θεωρήθηκε περιττή και μετά τη διαπίστωση του γεγονότος, εκείνος που διενεργεί την

ανάκριση ή διευθύνει τη συζήτηση και που ενώπιόν του κλήθηκε και εμφανίσθηκε ο μάρτυρας,

αναγράφει κάτω από την πράξη προσδιορισμού των δικαιωμάτων τις λέξεις "θεωρήθηκε -

εκτελεστή" και υπογράφει• υπογράφει επίσης ο γραμματέας που ήταν παρών όταν εμφανίστηκε

ο μάρτυρας• κατόπιν η κλήση καταχωρίζεται, από το γραμματέα στο βιβλίο που τηρεί γι' αυτό το

σκοπό και παραδίδεται στο δικαιούχο, στον οποίο καταβάλλεται αμέσως το προσδιορισμένο ποσό

από τον αρμόδιο για την πληρωμή υπάλληλο. 2. Αν δεν εκδόθηκε γραπτή κλήση ή αυτή που

εκδόθηκε χάθηκε, εκδίδεται από εκείνον που διενεργεί την ανάκριση ή διευθύνει τη συζήτηση με

την προσυπογραφή του οικείου γραμματέα γραπτή εντολή πληρωμής, που περιέχει, το

ονοματεπώνυμο του κατηγορουμένου, στη δίκη του οποίου κλήθηκε ο μάρτυρας, την ημέρα της

εμφάνισης, τα χιλιόμετρα της μετάβασης, τις ημεραργίες και το ποσό που πρέπει να καταβληθεί

για τα δικαιώματα πορείας και για την αποζημίωση των ημεραργιών.



Άρθρο 229. - Λιπομαρτυρία στην ανάκριση.



Εκείνος που προσκαλεί το μάρτυρα, αν η πρόσκληση είναι νόμιμη (άρθρο 213) και ο μάρτυρας

δεν εμφανίζεται, εκδίδει εναντίον του ένταλμα βίαιης προσαγωγής. Αν αυτός είναι εισαγγελέας,

ανακριτής, ειρηνοδίκης ή πταισματοδίκης, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει το μάρτυρα που δεν

εμφανίστηκε από απείθεια την ορισμένη ημέρα σε πρόστιμο πενήντα εννέα λεπτών έως πέντε

ευρώ και ενενήντα λεπτών και στην πληρωμή των τελών. Στην ίδια ποινή υπόκειται και ο

μάρτυρας που εμφανίστηκε, αρνείται όμως, χωρίς να υπάρχει νόμιμος λόγος, τη μαρτυρία του ή

τον όρκο της μαρτυρίας του, με την επιφύλαξη και της βαρύτερης ποινής κατά τον ποινικό

κώδικα. (ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα χρηματικά ποσά σε δραχμές του παρόντος άρθρου έχουν μετατραπεί σε

ευρώ σύμφωνα με τα άρθρα 3 έως 5 του ν. 2943/2001 ΦΕΚ 203Α/12-09-2001, 2 του ν. 2842/2000

ΦΕΚ 207Α/27-09-2000 και τον Καν1103/1997ΕΕ).



Άρθρο 230. - Ανάκληση της καταδίκης για λιπομαρτυρία κατά την ανάκριση.



Αν εκείνος που καταδικάστηκε για λιπομαρτυρία παρουσιαστεί για να εξεταστεί και αποδείξει ότι

από κάποιο νόμιμο κώλυμα δεν εμφανίστηκε την ημέρα που είχε οριστεί, η καταδίκη ανακαλείται

από αυτόν που την επέβαλε. Νόμιμα κωλύματα είναι οι περιπτώσεις ανώτερης βίας ή άλλων

εμποδίων, που αιτιολογούνται ειδικά στην ανακλητική απόφαση.



Άρθρο 231. - Λιπομαρτυρία στο ακροατήριο.



1. Αν κάποιος από τους μάρτυρες ή τους πραγματογνώμονες που κλητεύθηκε νόμιμα στο

ακροατήριο δεν εμφανιστεί, καταδικάζεται από το δικαστήριο με πρόταση του εισαγγελέα ή του

δημόσιου κατήγορου ή και αυτεπαγγέλτως σε πρόστιμο 15 έως 59 ευρώ, εάν κλητεύθηκε σε

μονομελές δικαστήριο, 29 έως 120 ευρώ, εάν κλητεύθηκε σε πολυμελές δικαστήριο που δικάζει

πλημμελήματα και 59 έως 150 ευρώ, εάν κλητεύθηκε σε άλλο δικαστήριο, ως και στην πληρωμή

των τελών της αποφάσεως ανεξάρτητα από την αναβολή ή όχι της δίκης. Αν η απουσία του

μάρτυρα ή πραγματογνώμονα, που καταδικάσθηκε κατά τον τρόπο αυτόν αποτελέσει λόγο

αναβολής της δίκης, καταδικάζεται επί πλέον στις δαπάνες που προκλήθηκαν από την αναβολή

και οι οποίες εκκαθαρίζονται και ορίζονται σ' αυτήν την απόφαση. Αν καταδικάστηκαν

περισσότεροι, ο καθένας ενέχεται να πληρώσει εξολοκλήρου όλες τις δαπάνες.2. Το δικαστήριο,

αν πειστεί ότι ο μάρτυρας ή ο πραγματογνώμονας επίτηδες απουσίασε για να αναβληθεί ή να

ματαιωθεί η εκδίκαση της υπόθεσης, τον καταδικάζει επιπλέον και στην ποινή για απείθεια που

ορίζεται στον ποινικό κώδικα. Η διάταξη αυτής της παραγράφου δεν έχει εφαρμογή, αν πρόκειται

για πταισματοδικεία. 3. Θεωρούνται λιπομάρτυρες και τιμωρούνται με τις ίδιες ποινές και οι

μάρτυρες που, μολονότι εμφανίστηκαν, αρνούνται χωρίς νόμιμο λόγο να ορκιστούν ή να

καταθέσουν, με την επιφύλαξη να τους επιβληθούν και βαρύτερες ποινές προβλεπόμενες από

τον ποινικό κώδικα. 4. Διατάσσεται συγχρόνως και η βίαιη προσαγωγή κατά τη νέα δικάσιμο του

μάρτυρα ή του πραγματογνώμονα που δεν εμφανίστηκε• η βίαιη προσαγωγή μπορεί να

διαταχθεί και κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, αν είναι δυνατό (άρθρα 353 και 375). 5. Αν

ωσότου αρχίσει η διαδικασία στο ακροατήριο, ανακλήθηκε νόμιμα η έγκληση και συνεπώς

έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη, οι λιπομάρτυρες δεν τιμωρούνται από το δικαστήριο.

(ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα χρηματικά ποσά σε δραχμές του παρόντος άρθρου έχουν μετατραπεί σε ευρώ

σύμφωνα με τα άρθρα 3 έως 5 του ν. 2943/2001 ΦΕΚ 203Α/12-09-2001, 2 του ν. 2842/2000 ΦΕΚ

207Α/27-09-2000 και τον Καν1103/1997ΕΕ).



Άρθρο 232. - Ανάκληση καταδίκης για λιπομαρτυρία στο ακροατήριο.



1. Ο μάρτυρας ή ο πραγματογνώμονας που καταδικάστηκε σύμφωνα με τις παρ.1 και 2 του

άρθρου 231 μπορεί να ασκήσει ανακοπή ο ίδιος ή με πληρεξούσιο κατά της καταδικαστικής

απόφασης μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την επίδοσή της σ' αυτόν. Στην περίπτωση αυτή

συντάσσεται έκθεση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση. Στην έκθεση

πρέπει να αναφέρεται για ποιο νόμιμο λόγο δεν εμφανίστηκε. Νόμιμα κωλύματα είναι μόνο

περιπτώσεις ανώτερης βίας ή άλλων ανυπέρβλητων εμποδίων. Η έκθεση για την ανακοπή μπορεί

να συνταχθεί και ενώπιον του γραμματέα του πταισματοδικείου ή του ειρηνοδικείου της

κατοικίας ή της διαμονής εκείνου που ασκεί την ανακοπή. Σ' αυτή την περίπτωση ο γραμματέας

έχει υποχρέωση να στείλει την έκθεση την ίδια ημέρα στο γραμματέα του δικαστηρίου που

εξέδωσε την απόφαση κατά της οποίας ασκήθηκε ανακοπή• διαφορετικά τιμωρείται

πειθαρχικώς. Εκπρόθεσμη ανακοπή δεν είναι παραδεκτή σε καμία περίπτωση. 2. Ο εισαγγελέας

ή ο δημόσιος κατήγορος ή ο πταισματοδίκης φροντίζει να εισαχθεί για συζήτηση η ανακοπή στην

ίδια δικάσιμο με την κύρια υπόθεση για την οποία καλείται ο μάρτυρας να εμφανιστεί. Η

ανακοπή εκδικάζεται, ακόμη και αν αναβληθεί εκ νέου η κύρια δίκη. Αν αυτή περατώθηκε ήδη ή

έπαυσε η διαδικασία με άλλο τρόπο, η ανακοπή εισάγεται για εκδίκαση αφού κλητευθεί εκείνος

που την άσκησε (άρθρο 166 παρ.1). 3. Όποιος ασκεί την ανακοπή εμφανίζεται αυτοπροσώπως

και οφείλει να αποδείξει ότι έλειψε εξαιτίας του νόμιμου κωλύματος που αναφέρεται στην

ανακοπή, και μόνο τότε, αφού ακουστεί ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος, γίνεται δεκτή η

ανακοπή και εξαφανίζεται η απόφαση κατά της οποίας αυτή ασκήθηκε, με απόφαση του

δικαστηρίου• η απόφαση περιέχει ειδική αιτιολογία για την ύπαρξη του παραπάνω νόμιμου

κωλύματος• διαφορετικά, απορρίπτεται η ανακοπή. Απορρίπτεται επίσης και στην περίπτωση

που δεν εμφανίζεται εκείνος που την άσκησε. Το δικαστήριο μπορεί πάντως και σε περίπτωση

που θα δεχτεί την ανακοπή να ερευνήσει, είτε ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα ή του

δημόσιου κατηγόρου είτε και αυτεπαγγέλτως, μήπως το νόμιμο κώλυμα ήταν αποτέλεσμα

προηγούμενης αμέλειας εκείνου που δεν εμφανίστηκε, οπότε πρέπει να επιβάλει σ' αυτόν

ανάλογα ελαττωμένο πρόστιμο. Μπορεί επίσης το δικαστήριο, στην περίπτωση της παρ.2 του

άρθρου 231, να δεχτεί εν μέρει την ανακοπή και να επιβάλει μόνο πρόστιμο. Τα ανωτέρω γίνονται

πάντοτε στην ίδια συνεδρίαση, και δεν επιτρέπεται αναβολή σε καμία περίπτωση. Η απόφαση

αυτή, καθώς και αυτή που απορρίπτει την ανακοπή, δεν προσβάλλονται σε καμία περίπτωση

ούτε με ανακοπή, ούτε με άλλο ένδικο μέσο. Αν δεν ασκηθεί εμπρόθεσμα ανακοπή ή αν

απορριφθεί αυτή που ασκήθηκε, η απόφαση εκτελείται. 4. Και αν δεν γίνει ανακοπή, το

δικαστήριο ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα ή του δημόσιου κατηγόρου ή και

αυτεπαγγέλτως ανακαλεί την καταδικαστική του απόφαση εν όλω ή εν μέρει σύμφωνα με όσα

ορίζονται στην παρ.3, αν πειστεί ότι εξαιτίας κάποιου από τα κωλύματα της παρ.1 δεν

εμφανίστηκε ο μάρτυρας ή ο πραγματογνώμονας που καταδικάστηκε. Η απόφαση μετά την

εκτέλεσή της δεν επιτρέπεται να ανακληθεί.



ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Διερμηνείς.

Άρθρο 233. - Διορισμός διερμηνέα.



1. Όταν πρόκειται να εξεταστεί κατηγορούμενος, αστικώς υπεύθυνος ή μάρτυρας που δεν

γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα, εκείνος που διενεργεί την ανάκριση ή εκείνος που

διευθύνει τη συζήτηση διορίζει διερμηνέα. 2. Ο διορισμός του διερμηνέα γίνεται από πίνακα που

καταρτίζεται από το συμβούλιο πλημμελειοδικών, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα του μέσα

στο τρίτο δεκαήμερο του μηνός Σεπτεμβρίου κάθε χρόνου από πρόσωπα που διαμένουν ή

εργάζονται στην έδρα του και κατά προτίμηση από δημοσίους υπαλλήλους. Ο πίνακας

υποβάλλεται στον εισαγγελέα εφετών, που έως το τέλος Οκτωβρίου έχει το δικαίωμα να ζητήσει

από το συμβούλιο εφετών τη μεταρρύθμισή του. Το συμβούλιο των εφετών αποφαίνεται σχετικά

έως το τέλος Νοεμβρίου. Ο πίνακας, αφού οριστικοποιηθεί, τοιχοκολλάται στο ακροατήριο του

πλημμελειοδικείου και ανακοινώνεται έως το τέλος Δεκεμβρίου κάθε χρόνου από τον εισαγγελέα

πλημμελειοδικών στους ανακριτικούς υπαλλήλους της περιφέρειας. Κάθε χρόνο ισχύει, ωσότου

συνταχθεί νέος πίνακας, ο πίνακας που συντάχθηκε το προηγούμενο έτος. Σε εξαιρετικά

επείγουσες περιπτώσεις και εφόσον δεν είναι δυνατό να διορισθεί διερμηνέας από εκείνους που

είναι εγγεγραμμένοι στο σχετικό πίνακα, μπορεί να διορισθεί διερμηνέας και πρόσωπο που δεν

περιλαμβάνεται σ' αυτόν. (Όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ.10 του Ν. 2408/1996).



Άρθρο 234. - Ποιοι δεν μπορούν να διοριστούν διερμηνείς.



Με συνέπεια να ακυρωθεί η διαδικασία, δεν μπορεί να διοριστεί διερμηνέας: α) ο

κατηγορούμενος, ο πολιτικώς ενάγων, ο συνήγορος, ο μάρτυρας, ή ο πραγματογνώμονας ή ο

τεχνικός σύμβουλος ή εκείνος που ασκεί στην ίδια δίκη καθήκοντα δικαστή, εισαγγελέα ή

γραμματέα. β) όποιος υπάγεται σε μια από τις περιπτώσεις των άρθρων 188 στοιχ. α'-δ', 210

,211 και 222.



Άρθρο 235. - Υποχρέωση αποδοχής των καθηκόντων διερμηνέα.



Ο διερμηνέας που διορίστηκε νόμιμα είναι υποχρεωμένος να αποδεχτεί την εντολή, εκτός αν

συντρέχει ένας από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 190. Εναντίον εκείνου που χωρίς

εύλογη αιτία αρνείται την εντολή εφαρμόζονται αναλόγως οι κυρώσεις των άρθρων 201 και 202

που προβλέπονται για τους πραγματογνώμονες.



Άρθρο 236. - Όρκος του διερμηνέα.



1. Ο διερμηνέας, πριν αναλάβει τα καθήκοντα του, οφείλει να ορκιστεί στο ιερό ευαγγέλιο

ενώπιον εκείνου που τον διόρισε, ότι θα μεταφράσει με ακρίβεια και πιστότητα όλα όσα θα

ειπωθούν κατά τη συζήτηση ή, αν πρόκειται για την περίπτωση του άρθρου 237, τα έγγραφα. 2.

Για τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 220, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του

άρθρου εκείνου.



Άρθρο 237. - Μετάφραση εγγράφου και γραπτές καταθέσεις σε ξένη γλώσσα.



1. Όταν πρόκειται να γίνει μετάφραση εγγράφων που απαιτεί οπωσδήποτε μακρόχρονη

απασχόληση, ορίζεται προθεσμία στην οποία ο διερμηνέας θα πρέπει να παραδώσει τη

μετάφραση. η προθεσμία μπορεί να παραταθεί. Αν περάσει άπρακτη, παύεται ο διερμηνέας που

είχε διοριστεί και διορίζεται άλλος. Το ίδιο ισχύει και όταν εκείνος που διορίστηκε ασκεί τα έργα

του κατά τρόπο ανεπαρκή ή αμελή. 2. Κατ' εξαίρεση, όταν ένας μάρτυρας ή κατηγορούμενος

αγνοεί την ελληνική γλώσσα και αποδεικνύεται ότι δεν είναι εύκολος ο διορισμός κατάλληλου

διερμηνέα, μπορεί κατά την ανάκριση να δώσει γραπτή κατάθεση ή απολογία σε ξένη γλώσσα• η

κατάθεση εντάσσεται στη δικογραφία μαζί με τη μετάφραση, που γίνεται αργότερα σύμφωνα με

την παρ.1



Άρθρο 238. - Διερμηνέας του διερμηνέα.



Όταν η γλώσσα είναι ελάχιστα γνωστή, μπορεί στην ανάγκη να διοριστεί διερμηνέας του

διερμηνέα.



ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ - ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ

ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ – ΑΝΑΚΡΙΣΗ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Γενικοί ορισμοί.



Άρθρο 239. - Σκοπός της ανάκρισης.



1.Σκοπός της ανάκρισης είναι η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να

βεβαιωθεί η τέλεση εγκλήματος και να αποφασιστεί αν πρέπει να εισαχθεί κάποιος σε δίκη γι'

αυτό. 2. Κατά την ανάκριση γίνεται καθετί που μπορεί να βοηθήσει την εξακρίβωση της

αλήθειας, εξετάζεται και βεβαιώνεται αυτεπαγγέλτως όχι μόνο η ενοχή, αλλά και η αθωότητα του

κατηγορουμένου, καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητά του και επηρεάζει την

επιμέτρηση της ποινής. Αν ο κατηγορούμενος είναι ανήλικος, γίνεται ειδική έρευνα για την

υγιεινή, την ηθική και τη διανοητική του κατάσταση, για την προηγούμενη ζωή του, για τις

οικογενειακές συνθήκες και γενικά για το περιβάλλον του. Γι' αυτό το σκοπό όποιος ενεργεί την

ανάκριση μπορεί να αναθέσει τη συλλογή των απαιτούμενων πληροφοριών σε έναν από τους

επιμελητές που υπηρετούν στην επιτόπια εταιρία προστασίας ανηλίκων.



Άρθρο 240. - Τόπος και χρόνος της ανάκρισης.



Ως προς τον τόπο και το χρόνο της ανάκρισης δεν υπάρχει κανένας περιορισμός• δεν πρέπει

όμως να γίνεται σε ακατάλληλο τόπο και χρόνο. Η ανάκριση μπορεί να γίνει και κατά τη διάρκεια

της νύχτας και Κυριακές και γιορτές.



Άρθρο 241. - Η ανάκριση είναι έγγραφη.



Η ανάκριση γίνεται πάντοτε εγγράφως και χωρίς δημοσιότητα• διενεργείται με την παρουσία

δικαστικού γραμματέα ή δεύτερου ανακριτικού υπαλλήλου ή, αν δεν υπάρχουν αυτοί, με

παρουσία δύο μαρτύρων που έχουν τις προϋποθέσεις του άρθρου 150. Αν δεν είναι δυνατό να

βρεθούν τέτοιοι μάρτυρες, όποιος διενεργεί την ανάκριση είναι υποχρεωμένος να την

ολοκληρώσει και μόνος του. Για κάθε ανακριτική πράξη συντάσσεται έκθεση σύμφωνα με τους

νόμιμους τύπους.



Άρθρο 242. - Αυτόφωρο έγκλημα.



1. Αυτόφωρο είναι το έγκλημα την ώρα που γίνεται ή το έγκλημα που έγινε πρόσφατα. Η πράξη

θεωρείται ότι έγινε πρόσφατα, ιδίως όταν αμέσως ύστερα από αυτήν ο δράστης καταδιώκεται

από τη δημόσια δύναμη ή από τον παθόντα ή με δημόσια κραυγή, όπως και όταν

συλλαμβάνεται οπουδήποτε να έχει αντικείμενα ή ίχνη από τα οποία συμπεραίνεται ότι διέπραξε

το έγκλημα σε πολύ πρόσφατο χρόνο. 2. Ποτέ δεν θεωρείται ότι συντρέχει μία από τις παραπάνω

περιπτώσεις, αν πέρασε όλη η επόμενη ημέρα από την τέλεση της πράξης. 3. Τα εγκλήματα που

τελούνται δια του τύπου θεωρούνται πάντοτε αυτόφωρα.



ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Προανάκριση.

Άρθρο 243. - Πότε και από ποιόν ενεργείται.


1. Η προανάκριση ενεργείται από οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο μετά γραπτή παραγγελία

του εισαγγελέα• από τον ανακριτή ενεργείται στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος. 2. Αν από την

καθυστέρηση απειλείται άμεσος κίνδυνος ή αν πρόκειται για αυτόφωρο κακούργημα ή

πλημμέλημα, όλοι οι κατά τα άρθρα 33 και 34 ανακριτικοί υπάλληλοι είναι υποχρεωμένοι να

επιχειρούν όλες τις προανακριτικές πράξεις που είναι αναγκαίες για να βεβαιωθεί η πράξη και να

ανακαλυφθεί ο δράστης, έστω και χωρίς προηγούμενη παραγγελία του εισαγγελέα. στην

περίπτωση αυτή ειδοποιούν τον εισαγγελέα με το ταχύτερο μέσο και του υποβάλλουν χωρίς

χρονοτριβή τις εκθέσεις που συντάχθηκαν. Ο εισαγγελέας, αφού λάβει τις εκθέσεις, ενεργεί

σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 43 κ.ε.) (η παρ. 2 του άρθρου 243 αντικαταστάθηκε από

τις διατάξεις του ν.3160/2003 για την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας (ΦΕΚ Α165 30.6.2003)

3. ΟΙ ανακριτικοί υπάλληλοι καλούν τους μάρτυρες για να εξεταστούν και τους κατηγορουμένους

για να απολογηθούν ενώπιόν τους (έτσι όπως αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις του ν. 3160/2003

για την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας (ΦΕΚ Α165 30.6.2003) • σε αντίθετη περίπτωση,

αφού ειδοποιήσουν ταυτόχρονα τον οικείο εισαγγελέα, αναθέτουν την εξέταση μαρτύρων και τη

λήψη απολογιών κατηγορουμένων, που είναι κάτοικοι άλλων περιφερειών, στον αρμόδιο

ανακριτικό υπάλληλο, ο οποίος πρέπει να εκτελέσει την παραγγελία μέσα σε δέκα ημέρες. Τα

ειρηνοδικεία που έχουν την έδρα τους στην περιοχή της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης

θεωρούνται γειτονικά.


4. Η διάρκεια της προανάκρισης δεν μπορεί να υπερβεί τους έξι μήνες. Αν συντρέχουν εξαιρετικοί

λόγοι, ο χρόνος αυτός μπορεί να παραταθεί για τέσσερις μήνες με έγκριση του εισαγγελέα

εφετών. (η παρ. 4 προστέθηκε με τις διατάξεις του ν.3160/2003 για την επιτάχυνση της ποινικής

διαδικασίας (ΦΕΚ Α165 30.6.2003)



Άρθρο 244. - Πότε η προανάκριση δεν είναι αναγκαία.



Η προανάκριση δεν είναι αναγκαία για τα πταίσματα ή για τα πλημμελήματα που υπάγονται στην

αρμοδιότητα του μονομελούς πλημμελειοδικείου, καθώς και για τα πλημμελήματα που

δικάζονται κατά τη διαδικασία των αυτόφωρων σύμφωνα με τα άρθρα 417 κ.ε. Δεν είναι επίσης

αναγκαία και για τα άλλα πλημμελήματα, αν έγινε προκαταρκτική εξέταση (άρθρο 31 παρ. 1α'). Σε

όλες αυτές τις περιπτώσεις ο εισαγγελέας μπορεί αμέσως να καλέσει τον κατηγορούμενο

απευθείας στο ακροατήριο.





Άρθρο 245. - Πώς τελειώνει η προανάκριση.


1. Η προανάκριση είναι συνοπτική και, αφού κληθεί ο κατηγορούμενος να απολογηθεί πριν από

σαράντα οκτώ τουλάχιστον ώρες, περατώνεται: α) με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο

ακροατήριο στις περιπτώσεις του προηγούμενου άρθρου ή β) με πρόταση του εισαγγελέα στο

δικαστικό συμβούλιο, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην επόμενη παράγραφο, σε πλημμελήματα

αρμοδιότητας του τριμελούς πλημμελειοδικείου, γ) σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο

4 σε πλημμελήματα αρμοδιότητας του μονομελούς πλημμελειοδικείου ή δ) με παραγγελία του

εισαγγελέα στον ανακριτή, εφόσον προκύπτει τέλεση κακουργήματος. Στην τελευταία περίπτωση

η προανάκριση
μπορεί και να διακοπεί κατά τον ίδιο τρόπο.

2. Πρόταση στο συμβούλιο γίνεται μόνο στα πλημμελήματα αρμοδιότητας τριμελούς

πλημμελειοδικείου και εφόσον ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την

παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Αν υπάρχουν περισσότεροι κατηγορούμενοι

και δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος μερικών από αυτούς ή πρέπει να κηρυχθεί

απαράδεκτη ή να παύσει οριστικά ή προσωρινά η ποινική δίωξη, ο εισαγγελέας μπορεί να

χωρίσει την υπόθεση και να την εισάγει μόνο ως προς αυτούς στο δικαστικό συμβούλιο,). (οι

παρ. 1 και 2 του άρθρου 245 αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις του ν. 3160/2003 για την

επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας (ΦΕΚ Α165 30.6.2003)



3. Αν από την προανάκριση δεν προέκυψε η ταυτότητα του δράστη ορισμένου εγκλήματος, η

δικογραφία τίθεται με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα στο αρχείο. Το ίδιο μπορεί να πράξει ο

εισαγγελέας και αν ο δράστης παραμένει άγνωστος μετά από προανάκριση κατά το άρθρο 243

παρ.2 εδ.α'. Στην περίπτωση αυτήν η κατά το άρθρο 43 ποινική δίωξη θεωρείται ότι ασκήθηκε με

την έκδοση της πιο πάνω πράξης του εισαγγελέα, η οποία πρέπει να περιέχει και το

χαρακτηρισμό του αδικήματος και το χρόνο τέλεσής του. Αν ακολούθως αποκαλυφθεί ο δράστης,

η δικογραφία ανασύρεται από το αρχείο και συνεχίζεται η ποινική διαδικασία. Αν οι

κατηγορούμενοι είναι περισσότεροι, η αρχειοθέτηση γίνεται μόνον ως προς αυτόν που παρέμεινε

άγνωστος.


4. Στα πλημμελήματα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του μονομελούς πλημμελειοδικείου, αν

από την προανάκριση ή από την προκαταρκτική εξέταση που τυχόν διατάχθηκε δεν προέκυψαν

επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή προέκυψε ότι η

κατηγορία είναι νομικά αβάσιμη, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών αρχειοθετεί την υπόθεση με

αιτιολογημένη διάταξή του, την οποία υποβάλλει για έγκριση στον εισαγγελέα εφετών, μαζί με τη

σχετική δικογραφία. Αν ο εισαγγελέας εφετών δεν εγκρίνει την αρχειοθέτηση, παραγγέλλει στον

εισαγγελέα πλημμελειοδικών την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Αν η ποινική

δίωξη κινήθηκε ύστερα από έγκληση του παθόντος, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών επιδίδει την

ανωτέρω διάταξη στον εγκαλούντα, ο οποίος έχει το δικαίωμα να προσφύγει κατ' αυτής στον

εισαγγελέα εφετών μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών από την επίδοση. Αν η προσφυγή

γίνει δεκτή ο εισαγγελέας εφετών παραγγέλλει στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών την

παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται κατά τα

λοιπά αναλόγως το άρθρο 48 του Κ.Π.Δ..

5. Αν μετά την αρχειοθέτηση και πριν από την παραγραφή της πράξης προκύψουν νέα

περιστατικά ή στοιχεία που κατά την κρίση του εισαγγελέα δικαιολογούν την επανεξέταση της

υπόθεσης, αυτός την ανασύρει από το αρχείο με έγκριση του εισαγγελέα εφετών και ενεργεί

σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 έως 3. Όσο χρόνο ισχύει η αρχειοθέτηση, η

διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών παράγει τα έννομα αποτελέσματα της παραγράφου 1

του άρθρου 57. (οι παρ. 4 και 5 προστέθηκαν με τις διατάξεις του ν. 3160/2003 για την

επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας (ΦΕΚ Α165 30.6.2003)



Άρθρο 246. - Ποιος ενεργεί την κύρια ανάκριση.



1. Την κύρια ανάκριση την ενεργεί μόνο ο ανακριτής, μετά γραπτή παραγγελία του εισαγγελέα, η

οποία καθορίζει και εξειδικεύει την αξιόποινη πράξη και την ποινική διάταξη που την προβλέπει.
2. Ο εισαγγελέας μπορεί να δώσει την παραγγελία προς τον ανακριτή, σε οποιοδήποτε στάδιο της

προανάκρισης και αμέσως μετά την κίνηση της ποινικής δίωξης. 3. Τέτοια παραγγελία δίνει ο

εισαγγελέας: α) σε κακουργήματα, β) σε πλημμελήματα στα οποία κατά την κρίση του συντρέχει

περίπτωση να επιβληθούν περιοριστικοί όροι στον κατηγορούμενο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο

282. (οι παρ. 2 και 3 έτσι όπως αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις του ν. 3160/2003 για την

επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας (ΦΕΚ Α165 30.6.2003)




Άρθρο 247. - Διαφωνία του ανακριτή.



1. Ο ανακριτής έχει το δικαίωμα να μην εκτελέσει την παραγγελία του Εισαγγελέα για την

ενέργεια κύριας ανάκρισης, μόνο αν θεωρεί τον εαυτό του αναρμόδιο ή αν η πράξη δεν έχει

αξιόποινο χαρακτήρα ή αν παραγράφηκε το αξιόποινο ή αν υπάρχουν λόγοι που εμποδίζουν ή

αναστέλλουν την ποινική δίωξη. 2. Στις περιπτώσεις αυτές, για τη διαφωνία αποφασίζει το

δικαστικό συμβούλιο.



Άρθρο 248. - Ενέργειες του ανακριτή.



1. Μόλις ο ανακριτής λάβει την παραγγελία του εισαγγελέα, ενεργεί όλες τις ανακριτικές πράξεις

που θεωρεί κατά την κρίση του αναγκαίες για να εξακριβωθούν το έγκλημα και οι υπαίτιοι• τις

τυχόν προτάσεις του εισαγγελέα τις λαμβάνει υπόψη του μόνο αν το κρίνει σκόπιμο. 2. Ο

ανακριτής οφείλει επίσης να βεβαιώσει τη ζημία που προκλήθηκε από το έγκλημα, αν αυτό είναι

αναγκαίο για τη δικαστική κρίση σχετικά με το έγκλημα ή κάποια από τις περιστάσεις του ή αν

παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων εκείνος που αδικήθηκε. 3. Αν προηγήθηκε προανάκριση, ο

ανακριτής ενεργεί και πάλι τις ανακριτικές πράξεις που έχουν ήδη γίνει, όταν αυτές χρειάζονται

συμπλήρωση ή δεν έγιναν νομότυπα ή όταν το κρίνει σκόπιμο. 4. Ο ανακριτής οφείλει να

περατώσει την κύρια ανάκριση μέσα σε ένα έτος και τη συμπληρωματική ανάκριση μέσα σε

τρεις μήνες αφότου η δικογραφία περιέλθει σ' αυτόν. Οι προθεσμίες αυτές μπορούν να

παραταθούν τμηματικά μέχρι έξι (6) μήνες και δύο (2) μήνες, με αιτιολογημένη σε κάθε

περίπτωση απόφαση του οικείου δικαστικού συμβουλίου στο οποίο ο ανακριτής απευθύνεται

πριν από την συμπλήρωση των πιο πάνω προθεσμιών. Κατ' εξαίρεση για τα Πρωτοδικεία

Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, η παράταση μπορεί να δοθεί με τις προϋποθέσεις του

προηγούμενου εδαφίου, για ένα (1) έτος και έξι (6) μήνες, αντίστοιχα. (Όπως προστέθηκε παρ. 4

με το άρθρο 18 παρ. 4 του ν. 2721/1999).



Άρθρο 249. - Επιτόπια μετάβαση του ανακριτή.



1. Ο ανακριτής μπορεί να μεταβαίνει, για να διενεργήσει ανάκριση, έξω από την έδρα του με

σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα πλημμελειοδικείου, ή και σε άλλη δικαστική περιφέρεια, αν το

εγκρίνει ο εισαγγελέας του εφετείου. Στην τελευταία περίπτωση ειδοποιείται ο εισαγγελέας

εφετών της περιφέρειας όπου πρόκειται να γίνει η ανάκριση, ο οποίος και ασκεί από το χρόνο της

ειδοποίησης την εποπτεία που αναφέρει το άρθρο 35. 2. Ο ανακριτής μπορεί να αναθέσει σε

άλλον ανακριτικό υπάλληλο τις πράξεις που πρόκειται να διενεργηθούν έξω από την έδρα του,

μέσα όμως στη δική του δικαστική περιφέρεια• επίσης αναθέτει στον αρμόδιο ανακριτή ή

ανακριτικό υπάλληλο εκείνες που πρόκειται να γίνουν έξω από την περιφέρειά του, ειδοποιώντας

συγχρόνως τον οικείο εισαγγελέα. 3. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις ο ανακριτής μπορεί να αναθέσει

τη διενέργεια ορισμένων πράξεων σε άλλον ανακριτή ή σε οποιονδήποτε προανακριτικό

υπάλληλο της έδρας του, ειδοποιώντας συγχρόνως τον οικείο εισαγγελέα εφετών.



Άρθρο 250. - Εξουσία του ανακριτή.



1. Ο ανακριτής έχει το δικαίωμα και οφείλει να επεκτείνει τη δίωξη σε όλους όσοι συμμετείχαν

στην ίδια πράξη. Δεν μπορεί όμως να επεκτείνει την ποινική δίωξη και σε άλλη πράξη, έστω και

αν είναι συναφής. 2. Αν κατά την πορεία της ανάκρισης ανακαλυφθούν και άλλες αξιόποινες

πράξεις που διώκονται αυτεπαγγέλτως, ο ανακριτής τις ανακοινώνει στον εισαγγελέα, χωρίς εν τω

μεταξύ να εμποδίζεται να ενεργεί τις κατεπείγουσες ανακριτικές πράξεις για τη βεβαίωσή τους.

Στην περίπτωση αυτή ο εισαγγελέας ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 43 του

κώδικα.



ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ - ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Γενικές διατάξεις.

Άρθρο 251. - Καθήκοντα εκείνου που ενεργεί την ανάκριση.



Ο ανακριτής και οι ανακριτικοί υπάλληλοι που αναφέρονται στα άρθρα 33 και 34 όταν λάβουν

παραγγελία του εισαγγελέα, και στις περιπτώσεις του άρθρου 243 παρ.2 αυτεπαγγέλτως,

οφείλουν χωρίς χρονοτριβή να συγκεντρώνουν πληροφορίες για το έγκλημα και τους υπαιτίους

του, να εξετάζουν μάρτυρες και κατηγορουμένους, να μεταβαίνουν επί τόπου για ενέργεια

αυτοψίας, αφού πάρουν μαζί τους, αν υπάρχει ανάγκη, ιατροδικαστές ή άλλους

πραγματογνώμονες, να διεξάγουν έρευνες, να καταλαμβάνουν πειστήρια και γενικά να ενεργούν

οτιδήποτε είναι αναγκαίο για τη συλλογή και τη διατήρηση των αποδείξεων, καθώς και για την

εξασφάλιση των ιχνών του εγκλήματος.



Άρθρο 252. - Δικαιώματα εκείνου που ανακρίνει. Θορυβοποιοί.



1. Όταν γίνεται αυτοψία, έρευνα και κατάσχεση, οι αναφερόμενοι στο προηγούμενο άρθρο έχουν

δικαίωμα να κλείνουν κατοικίες ολικά ή μερικά, να θέτουν σφραγίδες, να διορίζουν φύλακες και

γενικά να παίρνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε να μην υπεξαιρεθούν, υπεξαχθούν ή

μεταβληθούν αντικείμενα χρήσιμα στην ανάκριση ούτε να απομακρυνθούν ή να ξεφύγουν από

τις έρευνές τους άνθρωποι ύποπτοι. 2. Μπορούν επίσης να διατάξουν να μην απομακρυνθεί

κανένας πριν από το τέλος της έρευνας και να έρθουν πάλι όσοι απομακρύνθηκαν. 3. Αν κάποιος,

όσο γίνονται οι παραπάνω ή άλλες ανακριτικές πράξεις, διαταράσσει με οποιονδήποτε τρόπο την

ησυχία και την τάξη ή εναντιώνεται στα μέτρα που διατάχθηκαν, όσοι αναφέρονται στο

προηγούμενο άρθρο έχουν δικαίωμα να διατάξουν την απομάκρυνσή του• αν αυτός επιμένει να

θορυβεί ή να εναντιώνεται, μπορούν να διατάξουν την κράτησή του έως είκοσι τέσσερις ώρες. Το

γεγονός αυτό αναφέρεται στην έκθεση της ανάκρισης. Όταν εκείνος που θορυβεί ή εναντιώνεται

είναι συνήγορος διάδικου, όσοι ενεργούν την ανάκριση έχουν δικαίωμα να διατάξουν μόνο την

απομάκρυνσή του, που εκτελείται βίαια αν αρνείται να απομακρυνθεί. Σ' αυτή την περίπτωση οι

παραπάνω οφείλουν να διορίσουν για τον κατηγορούμενο άλλο συνήγορο, όπου ο νόμος το

επιβάλλει.



ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Έρευνες.

Άρθρο 253. - Προϋποθέσεις για τη διενέργεια έρευνας.



Αν διεξάγεται ανάκριση για κακούργημα ή πλημμέλημα, έρευνα διενεργείται όταν μπορεί βάσιμα

να υποτεθεί ότι η βεβαίωση του εγκλήματος, η αποκάλυψη ή η σύλληψη των δραστών ή τέλος η

βεβαίωση ή η αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί ή

να διευκολυνθεί μόνο με αυτήν.



Άρθρο 253Α. - Ανακριτικές πράξεις επί εγκληματικών οργανώσεων.



1. Ειδικά για τις αξιόποινες πράξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 187 του Ποινικού

Κώδικα η έρευνα μπορεί να συμπεριλάβει και τη διενέργεια: α) ανακριτικής διείσδυσης, με την

τήρηση των εγγυήσεων και τις διαδικασίες των επόμενων παραγράφων και όπως κατά τα λοιπά η

διείσδυση προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 25Β του ν. 1729/1987 "Καταπολέμηση

της διάδοσης των ναρκωτικών, προστασία των νέων και άλλες διατάξεις" όπως ισχύει, και στην

παράγραφο 1 του άρθρου 5 του ν. 2713/1999 "Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής

Αστυνομίας και άλλες διατάξεις", εφόσον η ανακριτική διείσδυση περιορίζεται στις πράξεις που

είναι απολύτως αναγκαίες για τη διακρίβωση εγκλημάτων, την τέλεση των οποίων τα μέλη της

οργάνωσης είχαν προαποφασίσει, β) ελεγχόμενων μεταφορών, με την τήρηση των ίδιων

εγγυήσεων και διαδικασίες, όπως κατά τα λοιπά οι μεταφορές αυτές προβλέπονται στο άρθρο 38

του ν. 2145/1993 "Ρύθμιση θεμάτων εκτελέσεων ποινών επιταχύνσεως και εκσυγχρονισμού των

διαδικασιών απονομής της δικαιοσύνης και άλλων θεμάτων", όπως ισχύει, γ) άρσης του

απορρήτου, με την τήρηση των ίδιων εγγυήσεων και διαδικασίες, όπως κατά τα λοιπά η άρση

αυτή προβλέπεται στα άρθρα 4 και 5 του ν. 2225/1994 "Για την προστασία της ελευθερίας της

ανταπόκρισης και επικοινωνίας και άλλες διατάξεις", δ) καταγραφής δραστηριότητας ή άλλων

γεγονότων εκτός κατοικίας με συσκευές ήχου ή εικόνας ή με άλλα ειδικά τεχνικά μέσα με την

τήρηση των ίδιων εγγυήσεων και διαδικασίες, όπως κατά τα λοιπά η καταγραφή προβλέπεται

στην παράγραφο 4 του άρθρου 6 του παραπάνω ν. 2713/1999 και ε) συσχέτισης ή συνδυασμού

δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, με την τήρηση των ίδιων εγγυήσεων και διαδικασίες και υπό

τους ουσιαστικούς όρους και προϋποθέσεις του ν. 2472/1997 "Προστασία του ατόμου από την

επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα." 2. Οι ανακριτικές πράξεις της προηγούμενης

παραγράφου διεξάγονται μόνο: α) αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ότι έχει τελεσθεί αξιόποινη

πράξη των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα και β) αν η εξάρθρωση της

εγκληματικής οργάνωσης είναι διαφορετικά αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερής. 3. Για τη διενέργεια

των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 ανακριτικών πράξεων, καθώς και για το απολύτως

αναγκαίο χρονικό διάστημα που απαιτείται για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού

αποφαίνεται με ειδικά αιτιολογημένο βούλευμα του το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο μετά από

πρόταση του εισαγγελέα. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις την έρευνα μπορεί να διατάξει ο

εισαγγελέας ή ο ανακριτής. Στην περίπτωση αυτή ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής είναι

υποχρεωμένοι να εισαγάγουν το ζήτημα στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο μέσα σε προθεσμία

τριών ημερών. Διαφορετικά η ισχύς της σχετικής διάταξης παύει αυτοδικαίως με τη λήξη της

τριήμερης προθεσμίας. 4. Κάθε στοιχείο ή γνώση που αποκτήθηκε κατά τη διενέργεια των

αναφερόμενων στην παράγραφο 1 ανακριτικών πράξεων μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για

τους λόγους που όρισε το δικαστικό συμβούλιο. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται τα στοιχεία αυτά ή οι

αποκτηθείσες γνώσεις να χρησιμοποιηθούν για τη βεβαίωση εγκλήματος, τη σύλληψη δραστών

και την εξάρθρωση άλλης εγκληματικής οργάνωσης, εφόσον το δικαστικό συμβούλιο αποφανθεί

ειδικώς περί αυτού. 5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και κατά τη διενέργεια

των αντίστοιχων ερευνών που προβλέπονται σε ειδικούς ποινικούς νόμους των οποίων οι

ρυθμίσεις εξακολουθούν να ισχύουν, εφόσον δεν έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις του

παρόντος. (Όπως το άρθρο προστέθηκε με το άρθρο 6 του ν. 2928/2001 ΦΕΚ Α 141/27-06-2001)









Άρθρο 254. - Νυχτερινή έρευνα σε κατοικία.



1. Η νυχτερινή έρευνα σε κατοικία επιτρέπεται στις παρακάτω περιπτώσεις και μόνο στον

εισαγγελέα, στον ανακριτή, στους ειρηνοδίκες ή στους πταισματοδίκες και, αν αυτοί δεν

υπάρχουν ή κωλύονται, στους αξιωματικούς της χωροφυλακής και της αστυνομίας πόλεων: α) αν

πρόκειται να συλληφθεί πρόσωπο που διώκεται νόμιμα. β) αν κάποιος συλλαμβάνεται επ'

αυτοφώρω να διαπράττει μέσα στην κατοικία κακούργημα ή πλημμέλημα. γ) αν γίνεται

συγκέντρωση σε κατοικία που παίζονται κατ' επάγγελμα τυχερά παιχνίδια ή η κατοικία

χρησιμοποιείται ως τόπος κατ' επάγγελμα ακολασίας. δ) αν πρόκειται για χώρους που είναι σ'

όλους προσιτοί τη νύχτα. 2. Η διάρκεια της νύχτας ορίζεται: από τις 8 το βράδυ έως τις 6 το πρωί

για το διάστημα από την 1η Οκτωβρίου έως τις 31 Μαρτίου, και από τις 9 το βράδυ έως τις 5 το

πρωί για το διάστημα από την 1η Απριλίου έως τις 30 Σεπτεμβρίου.



Άρθρο 255. - Διατυπώσεις για την έρευνα σε κατοικία.



1. Όποιος στις περιπτώσεις των άρθρων 253 και 254 ενεργεί την έρευνα σε κατοικία

προσλαμβάνει και άλλον ανακριτικό υπάλληλο, με τον οποίο συμπράττει, εκτός αν αυτός έχει

προσληφθεί σύμφωνα με το άρθρο 150. Αν βρει την πόρτα κλειστή και ο ένοικος αρνείται να την

ανοίξει, μπορεί να την παραβιάσει παρουσία του ανακριτικού υπαλλήλου με τον οποίο

συμπράττει. 2. Αν την έρευνα την ενεργούν αξιωματικός ή υπαξιωματικός της χωροφυλακής ή

αξιωματικός της αστυνομίας πόλεων, ως δεύτερος ανακριτικός υπάλληλος προσλαμβάνεται

δικαστικός λειτουργός, αν υπάρχει στον τόπο όπου πρόκειται να γίνει η έρευνα• διαφορετικά,

προσλαμβάνεται ο πρόεδρος της κοινότητας. 3. Αντίγραφο της έκθεσης για την έρευνα δίνεται

ατελώς στον ένοικο της κατοικίας όπου έγινε αυτή, με προφορική αίτησή του.



Άρθρο 256. - Τρόπος διεξαγωγής.



Στις έρευνες των κατοικιών πρέπει να αποφεύγεται με επιμέλεια κάθε περιττή δημοσιότητα και

κάθε ενόχληση των ενοίκων που δεν είναι απόλυτα αναγκαία• πρέπει επίσης να καταβάλλεται

μέριμνα για τη διαφύλαξη της υπόληψης και των ατομικών μυστικών που δεν έχουν σχέση με

την πράξη της κατηγορίας, καθώς και να διεξάγεται η ενέργεια με κάθε ευπρέπεια και

κοσμιότητα. Όποιος διεξάγει την έρευνα πρέπει να προσκαλεί τον ένοικο των διαμερισμάτων που

θα ερευνηθούν να παρευρίσκεται κατά τη διεξαγωγή της. Σε περίπτωση απουσίας του,

προσκαλείται να παρευρεθεί ένας γείτονας.



Άρθρο 257. - Σωματικές έρευνες.



1. Στους κατηγορουμένους γίνεται σωματική έρευνα, όταν εκείνος που διεξάγει την ανάκριση

κρίνει ότι εξαιτίας σπουδαίων λόγων είναι χρήσιμη για την εξακρίβωση της αλήθειας• σε τρίτα

πρόσωπα γίνεται, όταν υπάρχει σοβαρή και βάσιμη υπόνοια ή απόλυτη ανάγκη. Πάντως η

έρευνα θα πρέπει να ενεργείται οπωσδήποτε με τρόπο που να μη θίγει, όσο είναι δυνατό, το

αίσθημα ντροπής του προσώπου. 2. Η σωματική έρευνα σε γυναίκα πρέπει να γίνεται μπροστά

στον ανακριτικό υπάλληλο που τη διεξάγει και από γυναίκα της εκλογής του, η οποία δίνει τον

όρκο του πραγματογνώμονα. Κατά τα άλλα, εφαρμόζονται αναλόγως όσα ορίζει το άρθρο 109. 3.

Η σωματική έρευνα πρέπει να γίνεται ιδιαιτέρως και χωριστά για κάθε πρόσωπο. Αν αναζητείται

ορισμένο πράγμα ή έγγραφο, εκείνος που ενεργεί την έρευνα καλεί προηγουμένως τον κάτοχό

του να το παραδώσει.



Άρθρο 258. - Σύνταξη της έκθεσης και μεσεγγύηση.



Μόλις τελειώσει μία έρευνα, συντάσσεται έκθεση κατά τα άρθρα 149 κ.ε. Τα πράγματα που

βρέθηκαν κατάσχονται και υποβάλλονται σε μεσεγγύηση με την τήρηση των άρθρων 259 και

264-266.



Άρθρο 259. - Μεσεγγύηση.



Όποιος ενεργεί την ανάκριση μπορεί να προβαίνει οποτεδήποτε σε μεσεγγύηση πραγμάτων ή

εγγράφων που σχετίζονται με το έγκλημα, ακόμη και όταν δεν κατασχέθηκαν αλλά απλώς

παραδόθηκαν σ' αυτόν.



ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Κατάσχεση.

Άρθρο 260. - Κατάσχεση στις τράπεζες και σε άλλα ιδρύματα.



1. Όσοι αναφέρονται στο άρθρο 251 μπορούν αυτοπροσώπως να κατάσχουν τίτλους αξιών, στις

τράπεζες ή σε άλλα ιδρύματα δημόσια ή ιδιωτικά, σε ποσότητες που είναι κατατεθειμένες σε

τρεχούμενο λογαριασμό και κάθε άλλο κατατεθειμένο πράγμα ή έγγραφο και όταν αυτά

περιέχονται σε κιβωτίδια ασφάλειας, έστω και αν δεν ανήκουν στον κατηγορούμενο ή δεν είναι

γραμμένα στο όνομά του, αρκεί να σχετίζονται με το έγκλημα. 2. Τα πρόσωπα αυτά έχουν το

δικαίωμα να εξετάσουν την αλληλογραφία και όλες τις πράξεις της τράπεζας ή του ιδρύματος για

να βρουν τα πράγματα που πρέπει να κατασχεθούν ή για να βεβαιώσουν άλλες περιστάσεις

χρήσιμες για την εξακρίβωση της αλήθειας. Σε περίπτωση άρνησης προβαίνουν σε έρευνα και

κατάσχεση των χρήσιμων εγγράφων και πραγμάτων.



Άρθρο 261. - Υποχρέωση για παράδοση εγγράφων.



Οι δημόσιοι υπάλληλοι γενικά στους οποίους έχει ανατεθεί έστω και προσωρινά δημόσια

υπηρεσία και τα άλλα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 212 οφείλουν, αν διαταχθούν από

εκείνον που κάνει την ανάκριση, να παραδώσουν στη δικαστική αρχή τα έγγραφα και στο

πρωτότυπό τους ακόμα, καθώς και κάθε άλλο αντικείμενο που βρίσκεται στην κατοχή τους λόγω

των καθηκόντων τους, του λειτουργήματος ή του επαγγέλματός τους, εκτός αν δηλώσουν

εγγράφως, έστω και αναιτιολόγητα, ότι πρόκειται για διπλωματικό ή στρατιωτικό μυστικό που

ανάγεται στην ασφάλεια του κράτους ή μυστικό που σχετίζεται με το λειτούργημα ή το

επάγγελμά τους.



Άρθρο 262. - Κατάσχεση των εγγράφων.



1. Αν εκείνος που εκτελεί την κατάσχεση νομίζει ότι η δήλωση που έγινε σύμφωνα με το άρθρο

261 δεν είναι αληθής και πρόκειται σύμφωνα με αυτήν για μυστικό του κράτους από τα

αναφερόμενα στο άρθρο 261, σφραγίζει το έγγραφο ή το εξασφαλίζει με άλλον τρόπο χωρίς να

μάθει το περιεχόμενό του και αναφέρεται στον εισαγγελέα εφετών που ειδοποιεί σχετικά τον

Υπουργό Δικαιοσύνης• ο Υπουργός έχει δικαίωμα είτε να επιτρέψει την κατάσχεση είτε όχι, με

την επιφύλαξη της ποινικής και κάθε άλλης ευθύνης αν η δήλωση αποδειχθεί ψευδής. 2.

Οποιαδήποτε έρευνα και κατάσχεση κάθε εγγράφου που έχει κατατεθεί στο Υπουργείο

Εξωτερικών επιτρέπεται μόνο με άδεια των Υπουργών Εξωτερικών και Δικαιοσύνης, οι οποίοι την

παρέχουν αν κατά την κρίση τους δεν βλάπτονται τα εθνικά συμφέροντα. 3. Αν ο κάτοχος

δηλώσει ότι πρόκειται για μυστικό του λειτουργήματος ή του επαγγέλματος των προσώπων που

αναφέρονται στο άρθρο 212 και εκείνος που κάνει την κατάσχεση νομίζει ότι η δήλωση δεν είναι

αληθής, σφραγίζει το έγγραφο ή το εξασφαλίζει με άλλον τρόπο, χωρίς να μάθει το περιεχόμενό

του και ζητεί από το διοικητικό συμβούλιο του οικείου συλλόγου, δικηγορικού, ιατρικού ή

φαρμακευτικού, ή από τον οικείο μητροπολίτη να κρίνει αν το έγγραφο περιέχει επαγγελματικό

απόρρητο ή εξομολόγηση. Σε περίπτωση που σ' αυτό το ζήτημα θα δοθεί αρνητική απάντηση, το

έγγραφο κατάσχεται, με επιφύλαξη της ποινικής και κάθε άλλης ευθύνης αν η δήλωση

αποδειχθεί ψευδής.



Άρθρο 263. - Κατάσχεση μετά το τέλος της ανάκρισης.



1. Αν κατά την πορεία της ανάκρισης δεν έγινε δυνατή ή δεν θεωρήθηκε αναγκαία η κατάσχεση

πραγμάτων ή εγγράφων σχετικών με το έγκλημα, η κατάσχέση μπορεί να διαταχθεί από το

δικαστήριο σε κάθε στάδιο της δίκης και αυτεπαγγέλτως, οπότε ενεργείται από τον εντελλόμενο

γι' αυτήν ανακριτικό υπάλληλο μόλις γίνει δυνατή η διενέργειά της. 2. Σε περίπτωση αμετάκλητης

καταδίκης η κατάσχεση, οποτεδήποτε θεωρηθεί ότι μπορεί να γίνει και ανεξάρτητα αν η ποινή

εκτίθηκε ή αποσβέστηκε με άλλον τρόπο, διατάσσεται από τον εισαγγελέα και αυτεπαγγέλτως.

Για την τύχη των πραγμάτων ή των εγγράφων που κατασχέθηκαν αποφασίζει το δικαστήριο

σύμφωνα με το άρθρο 373.



Άρθρο 264. - Αντίγραφα των εγγράφων που κατασχέθηκαν.



1. Εκείνος που έκανε την κατάσχεση μπορεί να επιτρέπει να χορηγούνται ατελώς αντίγραφα σ

αυτούς που κατείχαν τα έγγραφα πριν από την κατάσχεση• μπορεί επίσης να κρατήσει και ο ίδιος

αντίγραφο από τα έγγραφα που είχαν παραδοθεί, επιστρέφοντας τα πρωτότυπα. 2. Οι δημόσιοι

υπάλληλοι και οι δικηγόροι μπορούν να εκδίδουν αντίγραφα, αποσπάσματα και πιστοποιητικά

από τα έγγραφα που τους αποδόθηκαν, σε πρωτότυπο ή σε αντίγραφο, από τον ανακριτικό

υπάλληλο• αν όμως έγινε κατάσχεση, πρέπει να μνημονεύουν την εκτέλεσή της. 3. Σε κάθε

περίπτωση το πρόσωπο ή το ίδρυμα ή το γραφείο, όπου έγινε η κατάσχεση έχει δικαίωμα να

πάρει ατελώς πιστοποιητικό σχετικό με αυτήν.



Άρθρο 265. - Δικαστική παρακατάθεση των εγγράφων.



1. Αν το έγγραφο που πρέπει να κατασχεθεί αποτελεί μέρος τόμου ή βιβλίου, από το οποίο δεν

μπορεί να αποσπαστεί, και εκείνος που διενεργεί την ανάκριση νομίζει ότι δεν είναι αρκετό να

πάρει αντίγραφο, ολόκληρος ο τόμος ή το βιβλίο παραδίδεται για φύλαξη στο γραμματέα του

δικαστηρίου• αυτός με άδεια του ανακριτή ή του εισαγγελέα εκδίδει για τους ενδιαφερομένους,

ύστερα από αίτησή τους, αντίγραφα, αποσπάσματα ή πιστοποιητικά μερών του τόμου ή του

βιβλίου, μνημονεύοντας τη μερική κατάσχεση. Στον πριν από την κατάσχεση κάτοχο παρέχονται

ατελώς τέτοιου είδους αντίγραφα, αποσπάσματα ή πιστοποιητικά. 2. Σ' αυτή την περίπτωση

δίνεται στον κάτοχο ατελώς αντίγραφο της έκθεσης για την κατάσχεση.



Άρθρο 266. - Φύλαξη των πραγμάτων που κατασχέθηκαν.



1. Τα πράγματα που κατασχέθηκαν παραδίδονται για φύλαξη στο γραμματέα του δικαστηρίου,

εκτός αν δεν είναι δυνατή η φύλαξη από αυτόν, οπότε όποιος ενεργεί την ανάκριση διατάσσει να

φυλαχθούν αλλού και διορίζει φύλακα ικανό και φερέγγυο. Χρήματα ή άλλα τιμαλφή

καταθέτονται στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τη

λειτουργία του. 2. Στην έκθεση για την παράδοση μνημονεύεται η υποχρέωση του φύλακα να

διαφυλάξει τα πράγματα και να τα παραδώσει οποτεδήποτε το ζητήσει η δικαστική αρχή• ο

ανακριτικός υπάλληλος μπορεί να επιβάλει στο φύλακα και την καταβολή εγγύησης, που

παραδίδεται στο γραμματέα του πρωτοδικείου ή του ειρηνοδικείου της κατοικίας. 3. Τα κατά την

παράγραφο 1 πράγματα, εφόσον παρήλθε πενταετία από την κατάσχεση τους χωρίς να εκδοθεί

αμετάκλητη δικαστική απόφαση για την τύχη τους, καταστρέφονται, αν είναι άχρηστα, άνευ

αξίας ή ευτελούς αξίας. Η καταστροφή αποφασίζεται, αφού διαπιστωθεί ότι δεν έχουν

αποδεικτική αξία και ενεργείται από επιτροπή που αποτελείται: α) από έναν εισαγγελέα ή

αντεισαγγελέα πρωτοδικών, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του από τον εισαγγελέα που

διευθύνει την οικεία εισαγγελία και β) από έναν υπάλληλο της γραμματείας του πρωτοδικείου και

έναν της εισαγγελίας, που ορίζονται με τους αναπληρωτές τους από τον πρόεδρο και τον

εισαγγελέα πρωτοδικών, αντίστοιχα. Ρυπαρά ή επιβλαβή για τη δημόσια υγεία πράγματα

καταστρέφονται και αν δεν έχει παρέλθει πενταετία από την κατάσχεση τους. Όπλα και

πυρομαχικά παραδίδονται στην αρμόδια στρατιωτική υπηρεσία μετά από την έγγραφη

πρόσκληση του εισαγγελέα. Για την παράδοση συντάσσεται σχετικό πρωτόκολλο. (Όπως

τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 παρ. 3 του Ν.2298/1995).



Άρθρο 267. - Σφράγιση.



Αν υπάρχει ανάγκη, όποιος ενεργεί την κατάσχεση ασφαλίζει τα πράγματα ή τα έγγραφα που

κατασχέθηκαν είτε θέτοντας τη σφραγίδα της υπηρεσίας είτε με άλλον τρόπο• επίσης σε όσους

έχουν συμφέρον επιτρέπεται να θέσουν και τη δική τους σφραγίδα, αν παρίστανται και το

ζητήσουν. Η αποσφράγιση γίνεται μπροστά τους, αν αυτό είναι δυνατό, αφού προηγουμένως

βεβαιωθεί ότι δεν έχουν παραβιαστεί οι σφραγίδες.



Άρθρο 268. - Αντίγραφα και φωτογραφίες των πραγμάτων που κατασχέθηκαν. Αρχή της

κατάσχεσης.



1. Εκείνος που ενεργεί την ανάκρίση εφοδιάζεται, αν είναι δυνατό, με αντίγραφα των εγγράφων

που κατασχέθηκαν και με φωτογραφίες ή άλλες αναπαραστάσεις των πραγμάτων που

κατασχέθηκαν και μπορούν να αλλοιωθούν ή είναι δύσκολο να φυλαχθούν. 2. Για τα πράγματα

που μπορούν να φθαρούν διατάσσεται από εκείνον που ενεργεί την ανάκριση η πώληση κατά

προτίμηση με δημόσιο πλειστηριασμό, ή η καταστροφή, αν ο νόμος απαγορεύει την κατοχή τους.

3. Σε κάθε περίπτωση το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο μπορεί να διατάξει να αρθεί η

κατάσχεση, αν δεν είναι πιθανόν ότι από αυτό το λόγο θα δημιουργηθούν δυσχέρειες στην

εξακρίβωση της αλήθειας.



Άρθρο 269. - Κατάσχεση εντύπων.



Για την κατάσχεση εφημερίδων και άλλων εντύπων τηρούνται οι σχετικές διατάξεις του

Συντάγματος και του νόμου "περί τύπου".



ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Απολογία του κατηγορουμένου.

Άρθρο 270. - Αναγκαίος όρος για να περατωθεί η ανάκριση.



1. Η κύρια ανάκριση δεν μπορεί να θεωρηθεί τελειωμένη, αν δεν απολογηθεί ο κατηγορούμενος.

Μπορεί όμως να θεωρηθεί τελειωμένη, ακόμη και αν ο κατηγορούμενος δεν παρουσιάστηκε για

να απολογηθεί ύστερα από κλήτευση που του έγινε, αν δεν προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις

εναντίον του. 2. Αν ο κατηγορούμενος κλήθηκε σε απολογία, από απείθεια όμως δεν

παρουσιάζεται και ο ανακριτής κρίνει ότι υπάρχουν ενδείξεις εναντίον του, τότε η ανάκριση

μπορεί να θεωρηθεί τελειωμένη με την έκδοση εντάλματος σύλληψης ή βίαιης προσαγωγής,

σύμφωνα με τα άρθρα 272 και 276.







Άρθρο 271. - Κλήση κατηγορουμένου.



1. Κλήση προς τον κατηγορούμενο μπορεί να εκδοθεί και στις περιπτώσεις που συγχωρείται

προσωρινή κράτηση. 2. Η κλήση γίνεται εγγράφως και πρέπει να αναφέρει την αξιόποινη πράξη

για την οποία διεξάγεται ανάκριση, να έχει την επίσημη σφραγίδα και να έχει υπογραφεί από τον

ανακριτή και το γραμματέα• η επίδοσή της γίνεται στον κλητευόμενο είκοσι τέσσερις τουλάχιστον

ώρες πριν από την ημέρα που ορίζεται για την εμφάνισή του.



Άρθρο 272. - Ένταλμα βίαιης προσαγωγής.



Αν ο κατηγορούμενος που κλήθηκε δεν εμφανίστηκε, μπορεί να εκδοθεί εναντίον του ένταλμα

βίαιης προσαγωγής αν δεν συντρέχει περίπτωση να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης σύμφωνα με το

άρθρο 276.



Άρθρο 273. - Εξέταση κατηγορουμένου.


1. α) Όταν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί ενώπιον του ανακριτή ή του εισαγγελέα, του
πταισματοδίκη ή του ειρηνοδίκη που ενεργεί την προανάκριση ή των ανακριτικών υπαλλήλων

που προβλέπουν τα άρθρα 33 και 34, αυτοί είναι υποχρεωμένοι να εξακριβώσουν τα στοιχεία της

ταυτότητάς του από το δελτίο της αστυνομικής του ταυτότητας ή από το διαβατήριό του,

προσκαλώντας τον ταυτόχρονα να δηλώσει την τωρινή διεύθυνση της κατοικίας του ή της

διαμονής του (πόλη, χωριό, συνοικία, οδό, αριθμό). Τα στοιχεία αυτά καταχωρίζονται στην

έκθεση της απολογίας. (έτσι όπως αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις του ν. 3160/2003 για την

επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας (ΦΕΚ Α165 30.6.2003). β) Αν ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται

ότι δεν έχει δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο και δεν αμφισβητεί την ταυτότητα που του

αποδίδεται, όποιος ενεργεί την εξέταση καταχωρίζει στην έκθεση της απολογίας το γεγονός αυτό,

καθώς και τα κατά τη δήλωση του κατηγορουμένου στοιχεία της ταυτότητάς του, αποστέλλοντας

αμέσως απόσπασμα του μέρους αυτού της έκθεσης στον εισαγγελέα που άσκησε την ποινική

δίωξη. Ο εισαγγελέας ελέγχει την ακρίβεια των στοιχείων της ταυτότητας που δηλώθηκαν και

ασκεί ποινική δίωξη, αν υπάρχει περίπτωση παράβασης του άρθρου 225 παρ.2 του ΠΚ ή των

διατάξεων του ν.δ. 127/1969 ή του ν. 1975/1991, όπως ισχύουν. γ) Τέτοια δήλωση ως προς τη

μεταβολή της κατοικίας ή της διαμονής, μαζί με την ακριβή διεύθυνση, πρέπει να γίνεται

εγγράφως στον εισαγγελέα που άσκησε την ποινική δίωξη ή, αν η υπόθεση έχει παραπεμφθεί

στο ακροατήριο, στον εισαγγελέα του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί. Αν ο κατηγορούμενος

δήλωσε διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής που είναι ανύπαρκτη ή ελλιπής ή αρνήθηκε να δηλώσει

τα πιο πάνω στοιχεία, οι επιδόσεις γίνονται στο γραμματέα της εισαγγελίας πλημμελειοδικών

όπου ασκήθηκε η ποινική δίωξη ή στον εισαγγελέα του δικαστηρίου όπου εκκρεμεί η υπόθεση.

Αν έχει διοριστεί αντίκλητος, οι επιδόσεις γίνονται μόνο σε αυτόν. (έτσι όπως αντικαταστάθηκε με

τις διατάξεις του ν. 3160/2003 για την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας (ΦΕΚ Α165

30.6.2003).

δ) Εκείνος που ενεργεί την ανάκριση ή την προανάκριση υπενθυμίζει στον κατηγορούμενο την

υποχρέωσή του, κατά το προηγούμενο εδάφιο και τις συνέπειες σε περίπτωση παράλειψης,

μνημονεύοντας ρητά το γεγονός αυτό στην έκθεση της απολογίας. ε) Αν ο κατηγορούμενος

δηλώσει αρχικά ή μεταγενέστερα διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής στην αλλοδαπή, οι επιδόσεις

που αναφέρονται στο εδ. γ' της παραγράφου αυτής, γίνονται μόνο στο συνήγορο που διορίστηκε

κατά το άρθρο 96 παρ.1, και αν οι συνήγοροι είναι περισσότεροι, σε έναν από αυτούς. Αν ο

κατηγορούμενος δεν έχει διορίσει συνήγορο, οφείλει στις περιπτώσεις του προηγούμενου

εδαφίου να διορίσει αντίκλητο έναν από τους δικηγόρους της έδρας του οικείου

πλημμελειοδικείου, στον οποίο και μόνον γίνονται όλες οι παραπάνω επιδόσεις. Αν ο

κατηγορούμενος παραλείψει το διορισμό αντικλήτου ή η επίδοση στον αντίκλητο είναι αδύνατη ή

έπαυσε η ιδιότητά του ως αντικλήτου, οι επιδόσεις αυτές γίνονται στο γραμματέα της

εισαγγελίας του πλημμελειοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου ενεργείται ή έχει ενεργηθεί η

ανάκριση ή η προανάκριση. Ο γραμματέας της εισαγγελίας φυλάσσει τα επιδιδόμενα έγγραφα

σε ιδιαίτερο για κάθε κατηγορούμενο φάκελο, το περιεχόμενο του οποίου μπορούν οποτεδήποτε

να πληροφορηθούν ο κατηγορούμενος και ο συνήγορός του. Ο αντίκλητος δικηγόρος διατηρεί την

ιδιότητά του αυτή, εκτός αν δηλώσει στον προαναφερόμενο γραμματέα ότι έληξε η σχέση

εντολής με τον κατηγορούμενο. Η διάταξη του εδαφίου δ' της παραγράφου αυτής εφαρμόζεται

αναλόγως και στο ακροατήριο. Την υπόμνηση οφείλει να κάνει ο διευθύνων τη συζήτηση και

γίνεται σχετική μνεία στα πρακτικά. 2. Αφού εξακριβωθεί η ταυτότητα του κατηγορουμένου και

του εξηγηθούν τα δικαιώματά του, σύμφωνα με το άρθρο 103, εκείνος που ενεργεί την εξέταση

του εκθέτει με πληρότητα και σαφήνεια την πράξη για την οποία κατηγορείται και τον προσκαλεί

να απολογηθεί και να υποδείξει τα μέσα της υπεράσπισής του. Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα

να αρνηθεί να απαντήσει. Επίσης έχει δικαίωμα να παραδώσει την απολογία του γραπτή. Σε

αυτήν την περίπτωση όποιος ενεργεί την ανάκριση απευθύνει στον κατηγορούμενο τις

απαραίτητες ερωτήσεις για να αποσαφηνιστεί το περιεχόμενο της έγγραφης απολογίας. Οι

ερωτήσεις πρέπει να αναγράφονται ρητά στην έκθεση. 3. Οι διατάξεις των άρθρων 223 παρ.2, 3

και 5 και 225 εφαρμόζονται και για την εξέταση κατηγορουμένων. (Όπως τροποποιήθηκε με το

άρθρο 34 παρ.4 του Ν.2172/1993)



Άρθρο 274. - Έρευνα των μέσων της υπεράσπισης.



Ο κατηγορούμενος πρέπει να καλείται να εκθέτει πλήρως τους λόγους που συμβάλλουν στην

υπεράσπισή του. Όποιος ενεργεί την εξέταση, πρέπει να ερευνά με επιμέλεια κάθε περιστατικό

που επικαλέστηκε υπέρ αυτού ο κατηγορούμενος, αν αυτό είναι χρήσιμο για να εξακριβωθεί η

αλήθεια.



ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Σύλληψη και προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου.

Άρθρο 275. - Στα αυτόφωρα εγκλήματα.


1. Προκειμένου για αυτόφωρα κακουργήματα και πλημμελήματα οι ανακριτικοί υπάλληλοι των

άρθρων 33 και 34, καθώς και κάθε αστυνομικό όργανο, έχουν υποχρέωση, ενώ οποιοσδήποτε

πολίτης το δικαίωμα, να συλλάβουν το δράστη, τηρώντας τις διατάξεις του Συντάγματος και του

άρθρου 279 του Κώδικα για την άμεση προσαγωγή του στον εισαγγελέα. (έτσι όπως

αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις του ν. 3160/2003 για την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας

(ΦΕΚ Α165 30.6.2003)



2. Στα εγκλήματα που διώκονται με έγκληση δεν επιτρέπεται η σύλληψη, εκτός αν προηγουμένως

υποβληθεί η έγκληση, έστω και προφορικά, σ' εκείνον που έχει δικαίωμα να συλλάβει το δράστη

(άρθρα 42 και 46). 3. Στα αυτόφωρα κακουργήματα και πλημμελήματα ο αρμόδιος εισαγγελέας

πλημμελειοδικών έχει το δικαίωμα να εκδίδει εναντίον του δράστη που διώκεται ένταλμα

σύλληψής του σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 276 και 277• το ένταλμα αυτό μπορεί ο

εισαγγελέας να το ανακαλεί ή να το καταργεί.



Άρθρο 276. - Σύλληψη με ένταλμα.



1. Εκτός από την περίπτωση του άρθρου 275, κανείς δεν συλλαμβάνεται χωρίς ειδικά και

εμπεριστατωμένα αιτιολογημένο ένταλμα του ανακριτή ή βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου,

που πρέπει να κοινοποιούνται κατά τη στιγμή της σύλληψης. Κοινοποίηση θεωρείται και η

επίδειξη σ' αυτόν που συλλαμβάνεται του σχετικού μέρους του Δελτίου Εγκληματολογικών

Αναζητήσεων ή της ειδικής εγκυκλίου για την αναζήτηση, όταν αυτά μνημονεύουν τα στοιχεία

της ταυτότητας του προσώπου που διώκεται, τον αριθμό και τη χρονολογία του βουλεύματος ή

του εντάλματος σύλληψης, τον ανακριτή που το εξέδωσε και την αξιόποινη πράξη την οποία

αφορούν, και επίσης έχουν τυπωμένη στο τέλος την υπογραφή του διευθυντή του Κεντρικού

Γραφείου Εγκληματολογικών Υπηρεσιών και τη σφραγίδα του. 2. Ο ανακριτής εκδίδει το ένταλμα

σύλληψης αφού προηγουμένως διατυπώσει γνώμη ο εισαγγελέας, και μόνο στις περιπτώσεις

όπου επιτρέπεται προσωρινή κράτηση κατά το άρθρο 282. Στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να

διαταχθεί η σύλληψη και η προσωρινή κράτηση και από το δικαστικό συμβούλιο. 3. Το ένταλμα

σύλληψης περιέχει το όνομα, το επώνυμο, την κατοικία και την ακριβέστερη δυνατή περιγραφή

του προσώπου που συλλαμβάνεται, σημείωση για το έγκλημα για το οποίο κατηγορείται και

μνεία του άρθρου που το προβλέπει. Έχει επίσης την επίσημη σφραγίδα και την υπογραφή του

ανακριτή και του γραμματέα.



Άρθρο 277. - Εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης.



1. Το ένταλμα σύλληψης που εκδίδεται με το νόμιμο τύπο είναι εκτελεστό σε όλη την επικράτεια.

Η εκτέλεσή του γίνεται με τη φροντίδα του εισαγγελέα από τις αρχές στις οποίες έχει ανατεθεί η

εκτέλεση ενταλμάτων. 2. Αν ο κατηγορούμενος βρίσκεται σε άλλη δικαστική περιφέρεια, ο

εισαγγελέας μπορεί να αποστείλει το ένταλμα σύλληψης απευθείας στην επιτόπια αρχή στην

οποία έχει ανατεθεί η εκτέλεση ενταλμάτων. 3. Όλες οι πολιτικές και οι στρατιωτικές αρχές, μόλις

τους επιδειχθεί το ένταλμα, οφείλουν να βοηθήσουν για τη σύλληψη χωρίς αναβολή και μέσα

στα όρια της αρμοδιότητάς τους. 4. Η εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης που αφορά

στρατιωτικό γίνεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα.



Άρθρο 278. - Πώς γίνεται η σύλληψη.



1. Σύλληψη δεν μπορεί να γίνει : α) όσο διαρκεί η ιερουργία, σε οίκημα που προορίζεται για τη

θεία λατρεία. β) τη νύχτα σε ιδιωτική κατοικία, εκτός αν αυτός που διαμένει εκεί το ζητήσει ρητά

ή αν τηρηθούν οι διατυπώσεις του άρθρου 254. Αν δεν τηρηθεί η διάταξη αυτή, επιβάλλεται

πειθαρχική ποινή στα όργανα που εκτελούν τη σύλληψη. 2. Τα αρμόδια για τη σύλληψη όργανα

οφείλουν να συμπεριφέρονται με κάθε δυνατή ευγένεια σ' αυτόν που συλλαμβάνουν και να

σέβονται την τιμή του. Γι' αυτό δεν πρέπει να μεταχειρίζονται βία παρά μόνο αν υπάρχει ανάγκη,

και δεν επιτρέπεται να τον δεσμεύουν παρά μόνο όταν ο συλλαμβανόμενος αντιστέκεται ή είναι

ύποπτος φυγής.



Άρθρο 279. - Προσαγωγή του κατηγορουμένου.



1. Ο συλλαμβανόμενος επ' αυτοφώρω ή με ένταλμα οδηγείται χωρίς αναβολή στον αρμόδιο

εισαγγελέα, το αργότερο μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες από τη σύλληψή του και, αν η σύλληψη

έγινε έξω από την έδρα του, στον απολύτως αναγκαίο χρόνο για τη μεταφορά του. Αν πρόκειται

για κακούργημα ή αν η σύλληψη έγινε με ένταλμα του ανακριτή, ο εισαγγελέας παραπέμπει στον

ανακριτή εκείνον που έχει συλληφθεί και αν πρόκειται για πλημμέλημα, ενεργεί σύμφωνα με όσα

ορίζονται στα άρθρα 43,47, 246 παρ. 3 και 417 κ.ε. (έτσι όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις

του ν. 3160/2003 για την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας (ΦΕΚ Α165 30.6.2003)2. Αν ο

συλλαμβανόμενος αμφισβητεί την ταυτότητα που του αποδίδεται ή ισχυρίζεται ότι έπαυσε να

ισχύει το ένταλμα σύλληψης ή το βούλευμα, οδηγείται σε έναν από τους ανακριτικούς

υπαλλήλους του τόπου της σύλληψης που αναφέρονται στο άρθρο 33• ο ανακριτικός υπάλληλος

εξετάζει την ταυτότητα και ζητεί πληροφορίες με το ταχύτερο μέσο για την ισχύ του εντάλματος ή

του βουλεύματος. Αν η ταυτότητα δεν αποδείχτηκε ή έχει παύσει να ισχύει το ένταλμα

σύλληψης ή το βούλευμα, ή δεν εκδόθηκε το ένταλμα σύμφωνα με τον τύπο που απαιτείται,

εκείνος που έχει συλληφθεί απολύεται αμέσως. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ο ανακριτικός

υπάλληλος τον στέλνει μαζί με την έκθεση που έχει συντάξει στην αρχή που ζήτησε τη σύλληψή

του, η οποία μπορεί επίσης να εξετάσει και αυτή την ταυτότητά του.



Άρθρο 280. - Κατάσχεση πειστηρίων.



Όλα τα έγγραφα και τα άλλα αντικείμενα που βρέθηκαν σ' αυτόν που έχει συλληφθεί και έχουν

σχέση με το έγκλημα κατάσχονται και παραδίδονται με αυτόν και τη σχετική έκθεση στον

αρμόδιο εισαγγελέα ή ανακριτή.



Άρθρο 281. - Κράτηση του προσώπου που συλλαμβάνεται.



Όποιος έχει συλληφθεί κρατείται στις φυλακές για υποδίκους ή στο αστυνομικό κρατητήριο ή,

κατά τις περιστάσεις, στο σπίτι του υπό φρούρηση, στην περίπτωση όμως αυτή με δικά του

έξοδα, ωσότου εκδοθεί το ένταλμα προσωρινής κράτησης ή απολυθεί.



Άρθρο 282. - Προσωρινή κράτηση και περιοριστικοί όροι.



1. Όσο διαρκεί η προδικασία, αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για

κακούργημα ή πλημμέλημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών, είναι

δυνατό να διαταχθούν περιοριστικοί όροι, εφόσον αυτό κρίνεται απολύτως αναγκαίο για την

επίτευξη των αναφερόμενων στο άρθρο 296 σκοπών. 2. Περιοριστικοί όροι είναι ιδίως η παροχή

εγγύησης, η υποχρέωση του κατηγορουμένου να εμφανίζεται κατά διαστήματα στον ανακριτή ή

σε άλλη αρχή, η απαγόρευση να μεταβαίνει ή να διαμένει σε ορισμένο τόπο ή στο εξωτερικό, η

απαγόρευση να συναναστρέφεται ή να συναντάται με ορισμένα πρόσωπα. 3. Προσωρινή

κράτηση μπορεί να επιβληθεί αντί για περιοριστικούς όρους, εφόσον συντρέχουν οι

προϋποθέσεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου αυτού, μόνο αν ο κατηγορούμενος διώκεται

για κακούργημα και δεν έχει γνωστή διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές

ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή

κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής ή κρίνεται

αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από ειδικά

μνημονευόμενα περιστατικά της προηγούμενης ζωής του ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα

χαρακτηριστικά της πράξης για την οποία κατηγορείται, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Μόνο

η κατά το νόμο βαρύτητα της πράξης δεν αρκεί για την επιβολή προσωρινής κράτησης. 4. Οι

περιοριστικοί όροι που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο για κακούργημα ή πλημμέλημα, εάν

παραβιασθούν από αυτόν, είναι δυνατόν να αντικατασταθούν με προσωρινή κράτηση κατά το

άρθρο 298. 5. Η παράγραφος 3 του παρόντος εφαρμόζεται και για τον έφηβο κατηγορούμενο,

εφόσον η πράξη που τέλεσε τιμωρείται στο νόμο με ποινή κάθειρξης κατ' ελάχιστο όριο δέκα

ετών. (Όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ.11 του Ν. 2408/1996).



Άρθρο 283. – Ένταλμα προσωρινής κράτησης.



1.Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 282 ο ανακριτής, αμέσως μετά την απολογία του

κατηγορουμένου, μπορεί να τον αφήσει ελεύθερο ή να εκδώσει διάταξη που να του θέτει

περιοριστικούς ή άλλους όρους ή, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του προηγούμενου άρθρου,

να εκδώσει εναντίον του ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένο ένταλμα προσωρινής

κράτησης, αφού προηγουμένως και σε κάθε περίπτωση λάβει τη γραπτή σύμφωνη γνώμη του

εισαγγελέα. Σε περίπτωση διαφωνίας για την προσωρινή κράτηση ή για τους όρους που πρέπει

να τεθούν, αποφαίνεται το δικαστικό συμβούλιο (άρθρο 305 και 307 στοιχ. στ΄). «Ο Εισαγγελέας

πριν εκφράσει τη γνώμη του υποχρεούται να ακούσει τον κατηγορούμενο και το συνήγορό του».

2.Το ένταλμα για την προσωρινή κράτηση ή η διάταξη που ορίζει τους όρους που αναφέρονται

στο άρθρο 282, περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που αναγράφονται στο άρθρο 276 παρ. 3,

την ακριβή σημείωση για το κακούργημα ή το πλημμέλημα¨ το ένταλμα προσωρινής κράτησης

εκτελείται με τη φροντίδα του εισαγγελέα από τις αρχές που σύμφωνα με το άρθρο 277 τους έχει

ανατεθεί η εκτέλεση ενταλμάτων¨ για τους στρατιωτικούς τηρούνται και οι σχετικές διατάξεις του

Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα.



Άρθρο 284. - Προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου.



1. Εκείνος που εναντίον του εκδόθηκε ένταλμα προσωρινής κράτησης οδηγείται στις φυλακές

των υποδίκων και παραδίδεται στον διευθυντή τους μαζί με το ένταλμα προσωρινής κράτησης•

η σχετική έκθεση που συντάσσεται εντάσσεται στη δικογραφία. Από την ημέρα που έγινε η

παράδοση αρχίζει η διάρκεια της προσωρινής κράτησης. Αν όμως ο κρατούμενος είχε κρατηθεί

πριν από την ημέρα αυτή επειδή είχε συλληφθεί επ' αυτοφώρω ή με ένταλμα, η διάρκεια της

προσωρινής κράτησης θεωρείται ότι άρχισε από την ημέρα που κρατήθηκε• η ημέρα αυτή

καθορίζεται ειδικά στο ένταλμα προσωρινής κράτησης. Επίσης έκθεση συντάσσεται και κατά την

απόλυση εκείνου που προσωρινά κρατήθηκε. 2. Ο διευθυντής των φυλακών δεν μπορεί να δεχτεί

κανέναν σ' αυτές, αν προηγουμένως δεν του παραδοθεί το ένταλμα προσωρινής κράτησης ή

βούλευμα δικαστικού συμβουλίου που τη διατάσσει.



Άρθρο 285. - Προσφυγή του προσωρινώς κρατουμένου.



1. Κατά του εντάλματος για την προσωρινή κράτηση και της διάταξης του ανακριτή που επέβαλε

περιοριστικούς όρους επιτρέπεται στον κατηγορούμενο να προσφύγει στο συμβούλιο των

πλημμελειοδικών. Η προσφυγή γίνεται μέσα σε πέντε ημέρες από την προσωρινή κράτηση, και

συντάσσεται έκθεση από το γραμματέα των πλημμελειοδικών ή από εκείνον που διευθύνει τις

φυλακές, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο άρθρο 474 παρ. 1• η προσφυγή διαβιβάζεται στον

εισαγγελέα των πλημμελειοδικών και εισάγεται από αυτόν χωρίς χρονοτριβή μαζί με την πρότασή

του στο συμβούλιο, το οποίο και αποφασίζει αμετάκλητα. 2. Η προσφυγή δεν έχει ανασταλτική

δύναμη. 3. Αν το ένταλμα προσωρινής κράτησης εκδόθηκε ύστερα από βούλευμα δικαστικού

συμβουλίου που έκρινε σε σχετική διαφωνία του ανακριτή και του εισαγγελέα, δεν επιτρέπεται

προσφυγή. 4. Το συμβούλιο των πλημμελειοδικών όταν ασχολείται με την προσφυγή μπορεί να

άρει την προσωρινή κράτηση ή να την αντικαταστήσει με τους περιοριστικούς όρους που

επιβάλλονται κατά την κρίση του ή να αντικαταστήσει με άλλους τους όρους που έχουν τεθεί. 5.

Και μετά την άσκηση της προσφυγής ο ανακριτής εξακολουθεί την ανάκριση χωρίς διακοπή.



Άρθρο 286. - Άρση ή αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης και των περιοριστικών όρων.



1. Αν στη διάρκεια της ανάκρισης προκύψει ότι δεν υπάρχει πλέον ο λόγος για τον οποίο

διατάχθηκε η προσωρινή κράτηση ή επιβλήθηκαν οι περιοριστικοί όροι, μπορεί ο ανακριτής

αυτεπαγγέλτως ή με πρόταση του εισαγγελέα να άρει αυτά τα μέτρα ή να υποβάλει στο

συμβούλιο αίτηση για την άρση τους. Εναντίον αυτής της απόφασης ο κατηγορούμενος μπορεί

να προσφύγει στο συμβούλιο των εφετών. 2. Εκείνος που προσωρινά κρατείται ή εκείνος στον

οποίο έχουν επιβληθεί περιοριστικοί όροι μπορεί να υποβάλει αίτηση στον ανακριτή για την

άρση των μέτρων αυτών ή για την αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς

όρους ή για την αντικατάσταση των περιοριστικών όρων με άλλους. Εναντίον της διάταξης του

ανακριτή επιτρέπεται προσφυγή στο συμβούλιο μέσα σε πέντε ημέρες από τότε που

κοινοποιήθηκε η ανακριτική διάταξη σ' εκείνον που υπέβαλε την αίτηση. Νέα αίτηση του

κατηγορουμένου είναι απαράδεκτη αν δεν περάσουν 30 ημέρες από την απόρριψη της

προηγούμενης. 3. Ο ανακριτής, με γραπτή γνώμη του εισαγγελέα, μπορεί με αιτιολογημένη

διάταξή του να αντικαταστήσει την προσωρινή κράτηση με περιοριστικούς όρους ή αυτούς με

προσωρινή κράτηση (άρθρο 298)• στην τελευταία αυτή περίπτωση ο ανακριτής εκδίδει και

ένταλμα σύλληψης. Επίσης ο ανακριτής μπορεί με τις ίδιες διατυπώσεις να αλλάξει τους όρους

που έχουν επιβληθεί με άλλους δυσμενέστερους ή επιεικέστερους. Εναντίον αυτής της διάταξης

του ανακριτή επιτρέπεται και στον εισαγγελέα και στον κατηγορούμενο να προσφύγουν στο

συμβούλιο πλημμελειοδικών μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών• η προθεσμία αρχίζει από την

έκδοση της διάταξης αν πρόκειται για τον εισαγγελέα και από την επίδοση της διάταξης αν

πρόκειται για τον κατηγορούμενο. Η προσφυγή και η προθεσμία για την άσκησή της δεν

αναστέλλουν την εκτέλεση.



Άρθρο 287. - Διάρκεια της προσωρινής κράτησης.



1. Αν η προσωρινή κράτηση διαρκέσει έξι μήνες, το δικαστικό συμβούλιο αποφαίνεται με ειδικά

αιτιολογημένο βούλευμά του, αν πρέπει να απολυθεί ο κατηγορούμενος από τις φυλακές ή να

εξακολουθήσει η προσωρινή κράτησή του. Για το σκοπό αυτόν α) Αν η ανάκριση συνεχίζεται,

πέντε ημέρες πριν από τη συμπλήρωση του χρονικού αυτού διαστήματος ο ανακριτής αναφέρει

στον εισαγγελέα εφετών με αιτιολογημένη έκθεσή του τους λόγους για τους οποίους δεν

περατώθηκε η ανάκριση και διαβιβάζει τη δικογραφία στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Ο

εισαγγελέας πλημμελειοδικών μέσα σε δέκα ημέρες εισάγει τη δικογραφία στο συμβούλιο

πλημμελειοδικών. Πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συνεδρίαση ειδοποιείται με

οποιοδήποτε μέσο (έγγραφο, τηλεγράφημα, τηλετύπημα, τηλεομοιοτύπημα) ο κατηγορούμενος,

ο οποίος μπορεί να εκθέσει τις απόψεις του με υπόμνημα που διαβιβάζεται αμέσως στο

δικαστικό συμβούλιο με επιμέλεια της διεύθυνσης της φυλακής. Το συμβούλιο μπορεί να

καλέσει με τον ίδιο τρόπο τον κατηγορούμενο να εμφανισθεί για να αναπτύξει προφορικά τις

απόψεις του, είτε αυτοπροσώπως είτε δια συνηγόρου, ο οποίος διορίζεται με απλό έγγραφο

θεωρημένο από το διευθυντή της φυλακής. Το συμβούλιο αποφαίνεται, αφού ακούσει και τον

εισαγγελέα. Αν η ανάκριση ενεργείται από εφέτη κατά το άρθρο 29, αρμόδιο να αποφανθεί είναι

το συμβούλιο των εφετών. β) Αν η ανάκριση έχει περατωθεί, ο εισαγγελέας του δικαστηρίου, στο

οποίο θα δικαστεί η υπόθεση ή ο εισαγγελέας εφετών, αν έχει ασκηθεί έφεση κατά

βουλεύματος, πέντε ημέρες πριν από τη συμπλήρωση του παραπάνω χρονικού διαστήματος

εισάγει τη δικογραφία με αιτιολογημένη πρότασή του στο αρμόδιο κατά την επόμενη παράγραφο

συμβούλιο. Κατά τα λοιπά ισχύουν όσα ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο ως προς την

κλήτευση και την παράσταση του κατηγορουμένου, καθώς και την ακρόαση του ίδιου και του

εισαγγελέα.



2. Σε κάθε περίπτωση έως και την έκδοση της οριστικής απόφασης, η προσωρινή κράτηση για το

ίδιο έγκλημα δεν μπορεί να υπερβεί το έτος. Σε εντελώς εξαιρετικές περιστάσεις η προσωρινή

κράτηση μπορεί να παραταθεί για έξι το πολύ μήνες με ειδικά αιτιολογημένο βούλευμα: α) του

συμβουλίου εφετών, αν η υπόθεση εκκρεμεί σε αυτό ύστερα από έφεση κατά βουλεύματος ή

έχει εισαχθεί στο ακροατήριο του εφετείου ή του μικτού ορκωτού δικαστηρίου ή αν το

συμβούλιο αυτό είναι αρμόδιο σε πρώτο και τελευταίο βαθμό και

β) του συμβουλίου πλημμελειοδικών σε κάθε άλλη περίπτωση. Αν η υπόθεση εκκρεμεί στον

ανακριτή και συνεχίζεται η προσωρινή κράτηση σύμφωνα με την παράγραφο 1, ο ανακριτής

τριάντα ημέρες πριν από τη συμπλήρωση του ανώτατου ορίου της σύμφωνα με αυτήν την

παράγραφο, διαβιβάζει τη δικογραφία στον εισαγγελέα, ο οποίος μέσα σε δεκαπέντε ημέρες την

εισάγει με πρότασή του στο συμβούλιο. Σε κάθε άλλη περίπτωση ο αρμόδιος εισαγγελέας, είκοσι

πέντε ημέρες τουλάχιστον πριν από τη συμπλήρωση του ανώτατου ορίου της προσωρινής

κράτησης σύμφωνα με αυτή την παράγραφο ή πριν από το τέλος της παράτασης που ήδη είχε

χορηγηθεί, υποβάλλει στο αρμόδιο συμβούλιο πρόταση για παράταση ή όχι της προσωρινής

κράτησης. Κατά τα λοιπά ισχύουν όσα ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο για την ακρόαση

του κατηγορούμενου και του εισαγγελέα. 3. Αν η προσωρινή κράτηση δεν παραταθεί μέσα σε

προθεσμία τριάντα (30) ημερών μετά τη συμπλήρωση των τριών (3) ή των έξι (6) μηνών που

προβλέπονται στην παρ.1, το ένταλμα ή το βούλευμα με το οποίο είχε διαταχθεί παύει να ισχύει

και ο αρμόδιος εισαγγελέας διατάσσει την απόλυση του προσωρινώς κρατουμένου. Η απόλυση

διατάσσεται και μετά τη λήξη του χρόνου παράτασης της προσωρινής κράτησης που

αποφασίστηκε με βούλευμα. 4. Όσα αναφέρονται στην παρ.5 του άρθρου 285 και στο άρθρο 282

για την επιβολή περιοριστικών ή άλλων όρων, εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις του άρθρου

αυτού. 5. Κάθε αμφιβολία ή αντίρρηση ως προς την παράταση ή τη συμπλήρωση των ανώτατων

ορίων της προσωρινής κράτησης επιλύεται από το κατά την παράγραφο 2 αρμόδιο δικαστικό

συμβούλιο, εφαρμόζονται δε και στην περίπτωση αυτήν όσα ορίζονται στην παράγραφο 1

στοιχείο α' για την ακρόαση του κατηγορουμένου και του εισαγγελέα. (Όπως αντικαταστάθηκε το

άρθρο αυτό με το άρθρο 2 παρ.3 του ν. 2207/94 , με το άρθρο 5 παρ.4 του ν 2298/1995 και όπως

τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ.12 του Ν. 2408/1996 και τις διατάξεις του ν. 3160/2003 για

την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας (ΦΕΚ Α165 30.6.2003 που κατήργησε τα τελευταία

εδάφια των παραγράφων 2 περ. β' και 5 του άρθρου 287 του Κ.Π.Δ.).



Άρθρο 288. - Προκειμένου για έγκλημα που συρρέει κατ ιδέαν ή τελέστηκε κατ εξακολούθηση.



1. Όταν το έγκλημα για το οποίο διατάχθηκε η προσωρινή κράτηση συρρέει κατ' ιδέαν με άλλο

έγκλημα ή αν το έγκλημα τελέστηκε κατ' εξακολούθηση, η προθεσμία που αναφέρεται στο άρθρο

287 υπολογίζεται από τότε που για πρώτη φορά κρατήθηκε ο κατηγορούμενος είτε για ένα από

τα εγκλήματα που συρρέουν κατ' ιδέαν είτε για μια από τις μερικότερες πράξεις που απαρτίζουν

το κατ' εξακολούθηση έγκλημα. 2. Από την επιβολή της προσωρινής κράτησης έως την έκδοση

οριστικής απόφασης δε μπορεί να διαταχθεί νέα προσωρινή κράτηση του ίδιου κατηγορουμένου

για άλλη πράξη για την οποία, με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας, ήταν δυνατό να ασκηθεί

ποινική δίωξη ή να απαγγελθεί κατηγορία, ταυτόχρονα με την ποινική δίωξη συνεπεία της οποίας

επιβλήθηκε η προηγούμενη προσωρινή κράτηση ή μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα από

αυτήν. Κατ' εξαίρεση μπορεί να διαταχθεί νέα προσωρινή κράτηση για άλλη πράξη, αν η ποινική

δίωξη γι' αυτήν δε μπορούσε να ασκηθεί παρά μόνο μέσα στους τρεις τελευταίους μήνες πριν

από την πάροδο του χρονικού ορίου της διάρκειας της προηγούμενης προσωρινής κράτησης ή

την τυχόν απόλυση του κρατούμενου. Στην περίπτωση αυτή η νέα προσωρινή κράτηση δε

μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από ένα έτος και δεν παρατείνεται. (Όπως τροποποιήθηκε με

το άρθρο 2 παρ.13 του Ν. 2408/1996).



Άρθρο 289.

Καταργήθηκε με το Άρθρο 10 παρ 2 ν.δ. 1160/72.



Άρθρο 290.

Καταργήθηκε με το Άρθρο 2 ν. 1128/81.



Άρθρο 291. - Αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης μετά το παραπεμπτικό βούλευμα.


1. Αν η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου συνεχίστηκε και μετά την παραπομπή του σε

δίκη, το αρμόδιο συμβούλιο οποτεδήποτε, ή το δικαστήριο σε περίπτωση που θα αναβληθεί ή

θα ματαιωθεί για οποιονδήποτε λόγο η εκδίκαση, μπορεί ύστερα από αίτηση του

κατηγορουμένου, του εισαγγελέα ή αυτεπαγγέλτως να διατάξει να επιβληθούν στον

κατηγορούμενο περιοριστικοί όροι αντί για προσωρινή κράτηση. Το δικαστήριο που αποφάσισε

την αναβολή αποφαίνεται και για την παράταση ή μη της προσωρινής κράτησης, αν, στις

επόμενες τριάντα ημέρες από την αναβολή, συμπληρώνεται το ανώτατο όριο της προσωρινής

κράτησης και εφόσον είναι παρών ο κατηγορούμενος. (το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε με τις

διατάξεις του ν. 3160/2003 για την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας (ΦΕΚ Α165 30.6.2003)

2. Αρμόδιο συμβούλιο σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο είναι το συμβούλιο εφετών και
αν ακόμη το συμβούλιο πλημμελειοδικών είχε ήδη αποφανθεί για την προσωρινή κράτηση, εκτός

αν η υπόθεση εκκρεμεί στο πλημμελειοδικείο. (έτσι όπως αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις του ν.

3160/2003 για την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας (ΦΕΚ Α165 30.6.2003)



Άρθρο 292. - [Πότε επιτρέπεται προσωρινή απόλυση.]



Καταργήθηκε με το άρθρο 2 ν. 1128/1981.



Άρθρο 293. - [Πότε διατάσσεται προσωρινή απόλυση.]



Καταργήθηκε με το άρθρο 2 ν. 1128/1981.



Άρθρο 294. - [Όροι προς τον απολυόμενο.]



Καταργήθηκε με το άρθρο 2 ν. 1128/1981.



Άρθρο 295. - [Από ποιον διατάσσεται η προσωρινή απόλυση.]



Καταργήθηκε με το άρθρο 2 ν. 1128/1981.



Άρθρο 296. - Σκοπός των περιοριστικών όρων.



Ο σκοπός των περιοριστικών όρων είναι να εξασφαλιστεί ότι εκείνος στον οποίο επιβλήθηκαν θα

παραστεί οποτεδήποτε στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της

απόφασης.



Άρθρο 297. - Διαδικασία της εγγυοδοσίας.



1. Αν ως περιοριστικός όρος τεθεί η καταβολή εγγύησης, το ύψος καθώς και το είδος και το

αξιόχρεο της εγγύησης, ορίζονται με ελεύθερη κρίση, αφού ληφθεί υπόψη η ποινή που

επιβάλλεται στην πράξη, καθώς και η οικονομική και η ηθική κατάσταση του κατηγορουμένου. 2.

Η εγγύηση δίνεται από τον κατηγορούμενο ή και από κάθε άλλον τρίτο• η ποσότητα που

ορίστηκε καταβάλλεται σε χρήματα ή με ενέχυρο πραγμάτων ή με αξιόχρεη υποθήκη ή με

εγγυητική επιστολή τράπεζας. Η εγγύηση δίνεται στο γραμματέα του δικαστηρίου, και

συντάσσεται σχετική έκθεση, που υπογράφεται από εκείνον που παρέχει την εγγύηση, τον

κατηγορούμενο, τον εισαγγελέα και τον γραμματέα. 3. Για κάθε αμφισβήτηση που προκύπτει ως

προς την παροχή της εγγύησης αποφασίζει ανέκκλητα εκείνος που τη διέταξε, είτε είναι ο

ανακριτής είτε το συμβούλιο ή το δικαστήριο.



Άρθρο 298. - Λόγοι για την αντικατάσταση των περιοριστικών όρων με προσωρινή κράτηση.



Οι περιοριστικοί όροι που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο είναι δυνατό να αντικατασταθούν με

προσωρινή κράτηση: α) αν, μολονότι προσκλήθηκε νόμιμα, δεν εμφανίζεται στον ανακριτή ή στο

δικαστήριο για να δικαστεί, χωρίς να συντρέχουν εύκολα κωλύματα που να κάνουν αδύνατη την

εμφάνισή του. β) αν φεύγει ή εκδηλώνει διάθεση φυγής. γ) αν παραβιάζει τους όρους που του

επιβλήθηκαν ή δεν δηλώσει τη μεταβολή της κατοικίας του σύμφωνα με το επόμενο άρθρο. δ) αν

εμφανιστούν σε βάρος του σοβαρές υπόνοιες για άλλο κακούργημα για το οποίο επιτρέπεται νέα

προσωρινή κράτηση. (Όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ.14 του Ν. 2408/1996).



Άρθρο 299. - Υποχρεώσεις του απολυομένου.



Ο κατηγορούμενος στον οποίο επιβλήθηκαν περιοριστικοί όροι κατά την απόλυσή του οφείλει να

δηλώσει στον ανακριτή την κατοικία του, προσδιορίζοντας με ακρίβεια τη διεύθυνσή του (πόλη,

συνοικία, χωριό, οδό, αριθμό) και να δηλώνει αμέσως κάθε μεταβολή της στον ανακριτή ή τον

εισαγγελέα. Οφείλει επίσης με την ίδια δήλωση να διορίσει αντίκλητο στον οποίο να γίνονται όλες

οι επιδόσεις εκτός από τα εισαγωγικά έγγραφα της δίκης.



Άρθρο 300. - [Ανάκληση της απόλυσης.]



Καταργήθηκε με το άρθρο 2 ν. 1128/1981.

Άρθρο 301. - ['Άρση της απόλυσης.]



Καταργήθηκε με το άρθρο 2 του ν. 1129/1981.



Άρθρο 302. - Η τύχη της εγγύησης.



1. Αν επιβληθεί στον κατηγορούμενο ο περιοριστικός όρος της εγγυοδοσίας, και αυτός, ενώ

προσκλήθηκε νόμιμα, δεν εμφανιστεί στον ανακριτή μέσα στην προθεσμία που του ορίστηκε ή

στο δικαστήριο κατά τη δικάσιμο που ορίστηκε ή παραβιάσει περιοριστικό όρο, το ποσό της

εγγύησης ανήκει αυτοδικαίως στο κράτος, αφού προηγουμένως αφαιρεθεί το ποσό της

αποζημίωσης ή της ικανοποίησης που επιδικάστηκε αμετάκλητα σ' αυτόν που αδικήθηκε• δεν

ισχύουν τα παραπάνω, αν αθωωθεί ο κατηγορούμενος, οπότε εφαρμόζεται η διάταξη της παρ.1

του άρθρου 303. 2. Το δικαστήριο που απασχολείται με την κατηγορία και στο οποίο

προσκλήθηκε ο κατηγορούμενος να δικαστεί αποφαίνεται για την τύχη της εγγύησης στην ίδια

δικάσιμο στην οποία κλήθηκε ο κατηγορούμενος. Όταν εκείνος που έδωσε την εγγύηση είναι

τρίτος, καλείται και αυτός στη δικάσιμο. Αν δεν υπάρχει νόμιμη περίπτωση να ασχοληθεί το

δικαστήριο με την κατηγορία, καθώς και κατά την διάρκεια της ανάκρισης, αποφαίνεται το

συμβούλιο των πλημμελειοδικών, αφού πρώτα προσκληθεί ο κατηγορούμενος και ο τρίτος που

έδωσε την εγγύηση πέντε τουλάχιστον ημέρες προτού εισαχθεί η υπόθεση στο συμβούλιο. 3.

Στον κατηγορούμενο και στον τρίτο που έδωσε την εγγύηση επιτρέπεται έφεση στο συμβούλιο

εφετών εναντίον του βουλεύματος του συμβουλίου των πλημμελειοδικών.



Άρθρο 303. - Απόδοση της εγγύησης.


1. 1. Αν ο κατηγορούμενος αθωωθεί ή παύσει η εναντίον του ποινική δίωξη, η εγγύηση

επιστρέφεται την απόδοση διατάσσει το δικαστήριο με την ίδια απόφαση. Διαφορετικά τη

διατάσσει το συμβούλιο πλημμελειοδικών, κατά του βουλεύματος του οποίου επιτρέπεται έφεση

στον κατηγορούμενο και στον τρίτο που είχε καταθέσει την εγγύηση. (έτσι όπως

αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις του ν. 3160/2003 για την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας

(ΦΕΚ Α165 30.6.2003)



2. Αν καταδικαστεί ο κατηγορούμενος, το δικαστήριο ή το συμβούλιο της προηγούμενης

παραγράφου διατάσσει την απόδοση της εγγύησης• η απόδοση εκτελείται από τον εισαγγελέα,

μόλις ο αμετάκλητα καταδικασμένος φυλακιστεί για να εκτίσει την ποινή του, εκτός αν

διατάχθηκε η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Από το ποσό της εγγύησης που επιστρέφεται

και όταν ακόμη έχει κατατεθεί από τρίτους αφαιρούνται η αποζημίωση και η χρηματική

ικανοποίηση που επιδικάστηκε σ' εκείνον που αδικήθηκε, οι οποίες και του δίνονται με εντολή

του εισαγγελέα, και κατόπιν αφαιρούνται τα δικαστικά έξοδα και οι χρηματικές ποινές. Στον

κατηγορούμενο και στον τρίτο που κατέθεσε την εγγύηση επιτρέπεται έφεση κατά του

βουλεύματος του συμβουλίου.







Άρθρο 304. - Πλειστηριασμός των πραγμάτων που υποθηκεύθηκαν ή δόθηκαν ως ενέχυρο.



Για τα κινητά πράγματα που τυχόν δόθηκαν ως ενέχυρα, καθώς και για τα ακίνητα που

υποθηκεύθηκαν, γίνεται δικαστικός πλειστηριασμός με την επιμέλεια του εισαγγελέα ύστερα από

την κατάπτωση της εγγύησης σύμφωνα με το άρθρο 303• το περίσσευμα που μένει από την

πώληση επιστρέφεται στον κατηγορούμενο ή σ' εκείνον που έδωσε την εγγύηση.



ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ - ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Συμβούλιο Πλημμελειοδικών.

Άρθρο 305. - Σύνθεση του Συμβουλίου.



1. Το συμβούλιο των πλημμελειοδικών συγκροτείται όπως ορίζει το άρθρο 5 παρ.1, εκτός αν

πρόκειται για κατηγορούμενο ανήλικο, οπότε συγκροτείται όπως ορίζει το άρθρο 7 παρ.3. η

διάταξη του άρθρου 12 παρ.3 εφαρμόζεται και σ' αυτή την περίπτωση. 2. Όταν πρόκειται να

κριθούν ζητήματα, που ανέκυψαν κατά τη διάρκεια της ανάκρισης (άρθρο 307) ή η περάτωσή

της (άρθρο 308), δεν επιτρέπεται η συμμετοχή του ανακριτή στη σύνθεση του συμβουλίου.

(Όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 34 παρ.5 του Ν.2172/1993)



Άρθρο 306. - Διαδικασία.



Οι συνεδριάσεις των δικαστικών συμβουλίων δεν είναι δημόσιες• οι αποφάσεις τους

λαμβάνονται με πλειοψηφία, και πάντοτε αφού ακουστεί και αποχωρήσει ο εισαγγελέας (άρθρο

138). Η απόφαση που λαμβάνεται βεβαιώνεται σε πρόχειρο σημείωμα επάνω στην πρόταση του

εισαγγελέα, χρονολογείται και υπογράφεται από τους δικαστές που μετείχαν στη διάσκεψη. Η

απόφαση που βεβαιώθηκε με τον τρόπο αυτόν ισχύει και σε περίπτωση που θα επέλθει

μεταβολή στο πρόσωπο των δικαστών που έλαβαν μέρος στη διάσκεψη πριν από την

καθαρογράφηση και την υπογραφή του βουλεύματος. Έπειτα ο πρόεδρος του δικαστικού

συμβουλίου αποστέλλει το βούλευμα για καθαρογραφή και υπογραφή, σύμφωνα με το άρθρο

142 παρ.2, στον αρμόδιο γραμματέα, ο οποίος υποχρεούται να καταχωρίσει τούτο σε ειδικό

βιβλίο που τηρείται για το σκοπό αυτόν. Αν περιέχονται διατάξεις αφορώσες τη σύλληψη ή τη

προσωρινή κράτηση του κατηγορούμενου ή άλλες που απαιτούν άμεση εκτέλεση, το βούλευμα,

με τη φροντίδα του εισαγγελέα είναι εκτελεστό και πριν από την καθαρογραφή του. Στις

περιπτώσεις αυτές, με την παράδοση της απόφασης στο γραμματέα, συντάσσεται περίληψη των

προς εκτέλεση διατάξεων που, αφού υπογραφεί από τον πρόεδρο και το γραμματέα παραδίδεται

στον εισαγγελέα. Αν πρόκειται για σύλληψη, επιβολή περιοριστικών όρων ή προσωρινή κράτηση

του κατηγορουμένου, η περίληψη αυτή πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που αναφέρονται στα

άρθρα 276 παρ.3 και 283 παρ.2. Για την άσκηση ένδικων μέσων η έκδοση του βουλεύματος

θεωρείται ότι έγινε μόλις καθαρογραφεί και υπογραφεί. (Όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5

παρ. 5 του Ν.2298/1995).



Άρθρο 307. - Αρμοδιότητα του συμβουλίου των πλημμελειοδικών κατά τη διάρκεια της

ανάκρισης.


Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης το συμβούλιο των πλημμελειοδικών με πρόταση του εισαγγελέα

ή ενός διαδίκου ή με αίτηση του ανακριτή αποφασίζει: α) όταν ο ανακριτής νομίζει ότι δεν πρέπει

να συμμορφωθεί με πρόταση των παραπάνω. β) όταν πρόκειται να κανονιστεί στην προδικασία

ένα δύσκολο ζήτημα, όπως η κατάσχεση κ.τ.λ.. γ) για όλες τις διαφορές που προκύπτουν στην

προδικασία μεταξύ των διαδίκων ή μεταξύ αυτών και του εισαγγελέα. δ) για την αποπεράτωση ή

την εξακολούθηση της ανάκρισης. ε) για την προσφυγή του κατηγορουμένου κατά του

εντάλματος προσωρινής κράτησης ή για την προσφυγή του κατηγορουμένου ή του εισαγγελέα

κατά της διάταξης του ανακριτή που αφορά την αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης με

περιοριστικούς όρους. (το εδ. ε) έτσι όπως αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις του ν. 3160/2003 για

την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας (ΦΕΚ Α165 30.6.2003)



και στ) για κάθε άλλο θέμα που προβλέπεται σε ειδικές διατάξεις.



Άρθρο 308. - Περάτωση της κύριας ανάκρισης.


1. 1. Το τέλος της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από το συμβούλιο πλημμελειοδικών. (έτσι όπως

αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις του ν. 3160/2003 για την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας

(ΦΕΚ Α165 30.6.2003). Για το σκοπό αυτό τα έγγραφα διαβιβάζονται αμέσως μετά την τελευταία

ανακριτική πράξη στον εισαγγελέα, ο οποίος αν κρίνει ότι δεν χρειάζεται να τα επιστρέψει στον

ανακριτή για να συμπληρωθεί η ανάκριση, υποβάλλει το συντομότερο πρόταση στο συμβούλιο

για να παύσει οριστικά ή προσωρινά η δίωξη ή για να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο

ακροατήριο ή για να μην απαγγελθεί κατηγορία εναντίον του. Στα εγκλήματα που προβλέπονται

από το άρθρο 1 του ν. 1608/1950, η περάτωση της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από το

συμβούλιο των εφετών. Για το σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την

τελευταία ανακριτική πράξη στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι η ανάκριση δε

χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρότασή του στο συμβούλιο εφετών, που αποφαίνεται

αμετακλήτως ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα. 2. Οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να

γνωστοποιήσουν και προφορικά στον εισαγγελέα, και πριν καταρτίσει την πρότασή του, ότι

επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενό της. Ο εισαγγελέας οφείλει σ' αυτή την περίπτωση να

ειδοποιήσει το διάδικο που άσκησε το δικαίωμα αυτό, αν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου,

διαφορετικά τον αντίκλητο που έχει διορίσει στην έδρα αυτή, για να προσέλθει και λάβει γνώση

της πρότασής του μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες. Η ειδοποίηση αυτή μπορεί να γίνει και

προφορικά ή τηλεφωνικά, οπότε αποδεικνύεται με βεβαίωση του αρμόδιου γραμματέα της

εισαγγελίας, που επισυνάπτεται στη δικογραφία. Αν ο διάδικος δεν κατοικεί στην έδρα του

δικαστηρίου και δεν διόρισε αντίκλητο, δεν ειδοποιείται, χωρίς πάντως να εμποδίζεται από τον

λόγο αυτό να γνωρίσει την πρόταση του εισαγγελέα και μετά την υποβολή της στο συμβούλιο.

Για το σκοπό αυτό κατατίθεται στο γραμματέα της εισαγγελίας αντίγραφο της πρότασης. Πριν

παρέλθει χρονικό διάστημα δέκα ημερών από την ειδοποίηση, η δικογραφία δεν εισάγεται στο

συμβούλιο αλλά παραμένει στη γραμματεία της εισαγγελίας, εκτός αν υπάρχει κίνδυνος

παραγραφής. (το τελευταίο εδ. αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις του ν. 3160/2003 για την

επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας (ΦΕΚ Α165 30.6.2003).
3. Στην περίπτωση της παραγράφου 1 ο ανακριτής οφείλει, πριν διαβιβάσει τη δικογραφία στov

εισαγγελέα, να γνωστοποιήσει στους διαδίκους ότι ολοκληρώθηκε η ανάκριση, ώστε να

ασκήσουν τα δικαιώματα που τους παρέχονται με τα άρθρα 101,106,107 και 108. (έτσι όπως

αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις του ν. 3160/2003 για την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας

(ΦΕΚ Α165 30.6.2003). Οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να διορίσουν αντίκλητο δικηγόρο από τους

διορισμένους στην έδρα του ανακριτή, και σ' αυτόν γίνεται η γνωστοποίηση. Αν όμως οι διάδικοι

κατοικούν έξω από την έδρα του ανακριτή, η γνωστοποίηση γίνεται μόνο αν έχουν διορίσει

αντίκλητο. 4. Αν από την ανάκριση δεν προέκυψε η ταυτότητα του δράστη ορισμένου

εγκλήματος, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των εδαφίων α', δ', και ε' της παραγράφου 3

του άρθρου 245. (έτσι όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του ν. 3160/2003 για την

επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας (ΦΕΚ Α165 30.6.2003).




Άρθρο 309. - Δικαιοδοσία του συμβουλίου πλημμελειοδικών μετά το τέλος της ανάκρισης.



1. Το συμβούλιο μπορεί: α) να αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία. β) να παύει οριστικά την

ποινική δίωξη. γ) να παύει προσωρινά την ποινική δίωξη μόνο όμως για τα κακουργήματα της

ανθρωποκτονίας με πρόθεση, της ληστείας, της εκβίασης, της κλοπής (και ζωοκλοπής) και του

εμπρησμού. δ) να διατάσσει περαιτέρω ανάκριση και ε) να παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο

ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου. 2. Το συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι

υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του με την παρουσία και του εισαγγελέα

για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Μπορεί ακόμα να επιτρέψει στους συνηγόρους και την

προφορική ανάπτυξη της υπόθεσης. Το συμβούλιο μπορεί να προβεί στις προηγούμενες

ενέργειες και αυτεπαγγέλτως. Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση,

όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Πάντοτε όμως, όταν

διατάσσει την εμφάνιση ενός από τους διαδίκους, οφείλει να καλέσει και να ακούσει συγχρόνως

και τους υπολοίπους. Αν μετά το τέλος της ανάκρισης και την υποβολή των εγγράφων στον

εισαγγελέα υποβλήθηκαν στο συμβούλιο από ένα διάδικο έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία

που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην κρίση του συμβουλίου, αυτό οφείλει αυτεπαγγέλτως να

καλέσει τους υπόλοιπους διαδίκους ή τους αντικλήτους σύμφωνα με την παρ.2 του άρθρου 309

ΚΠΔ, που εφαρμόζεται αναλόγως, για να ενημερωθούν και να γνωστοποιήσουν τις παρατηρήσεις

τους σε εύλογη προθεσμία, που την καθορίζει το ίδιο.



Άρθρο 310. - Απόφανση ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κ.τ.λ.


1. Το συμβούλιο αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να απαγγελθεί κατηγορία, όταν δεν υπάρχουν

καθόλου ενδείξεις ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι σοβαρές για την παραπομπή του

κατηγορουμένου στο ακροατήριο (εκτός αν στην τελευταία αυτή περίπτωση πρόκειται να παύσει

προσωρινά η δίωξη σύμφωνα με τα άρθρα 309 παρ.1 στοιχ.γ' και 311 παρ.1) ή όταν το γεγονός

δεν συνιστά αξιόποινη πράξη ή όταν υπάρχουν λόγοι που αποκλείουν τον άδικο χαρακτήρα της

πράξης ή τον καταλογισμό. Αν έγινε παραίτηση από το δικαίωμα της έγκλησης ή ανάκλησή της ή

αν η πράξη αμνηστεύθηκε ή παραγράφηκε το αξιόποινό της ή αν ο κατηγορούμενος πέθανε, το

συμβούλιο παύει οριστικά την ποινική δίωξη• στην περίπτωση που συντρέχει δεδικασμένο ή δεν

υπάρχει η έγκληση, η αίτηση ή η άδεια που απαιτείται για τη δίωξη (άρθρ. 55), το συμβούλιο

κηρύσσει την ποινική δίωξη απαράδεκτη. 2. Το συμβούλιο στις περιπτώσεις της προηγούμενης

παραγράφου έχει την υποχρέωση να διατάξει συγχρόνως την απόδοση σε ορισμένο πρόσωπο ως

ιδιοκτήτη των πραγμάτων που αφαιρέθηκαν και των πειστηρίων που κατασχέθηκαν ή

παραδόθηκαν στην ανάκριση σύμφωνα με το άρθρ. 259. Η διάταξη αυτή του βουλεύματος

απέναντι σε τρίτους που δεν είναι διάδικοι στην ποινική διαδικασία (άρθρ. 72, 82 κ.ε., 89 κ ε.) και

που δεν υπέβαλαν τις αξιώσεις τους στο δικαστικό συμβούλιο έχει προσωρινή ισχύ και δεν τους

εμποδίζει να προσφύγουν στο αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο. Αν από την ανάκριση προκύπτει ότι ο

ιδιοκτήτης είναι άγνωστο πρόσωπο, το συμβούλιο διατάσσει την εξακολούθηση της

μεσεγγύησης και της φύλαξης, που προβλέπονται στα άρθρα 259 και 266. Είναι δυνατό όμως και

να αντικαταστήσει συγχρόνως το φύλακα, ωσότου λυθεί το ζήτημα της κυριότητας από το

αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο. Επίσης το συμβούλιο διατάσσει τη δήμευση των πραγμάτων που

κατά το νόμο πρέπει να δημευτούν. Κατά της διάταξης του βουλεύματος για την απόδοση ή τη

δήμευση επιτρέπεται έφεση στους διαδίκους και στον τρίτο, του οποίου τις αξιώσεις έκρινε το

δικαστικό συμβούλιο. (τροποποίηση του ν. 3160/2003 για την επιτάχυνση της ποινικής

διαδικασίας (ΦΕΚ Α165 30.6.2003)


Άρθρο 311. - Προσωρινή παύση της ποινικής δίωξης.



1. Παύει προσωρινά η δίωξη, και ο προσωρινά κρατούμενος απολύεται, αν υπάρχουν ενδείξεις,

δεν είναι όμως επαρκείς για να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο. Σ' αυτή την

περίπτωση, τότε μόνο μπορεί να διωχθεί πάλι ο κατηγορούμενος για την ίδια πράξη, αν οι

ενδείξεις που υπήρχαν εναντίον του και που δεν κρίθηκαν επαρκείς ενισχυθούν με νέες, που δεν

είχαν υποβληθεί προηγουμένως στην κρίση του συμβουλίου. Ο εισαγγελέας συγκεντρώνει με

οποιονδήποτε τρόπο κρίνει σκόπιμο τις νέες ενδείξεις και οφείλει να τις υποβάλει προηγουμένως

στο συμβούλιο, περιμένοντας ωσότου το συμβούλιο επιτρέψει τη νέα δίωξη. 2. Αν η δίωξη

έπαυσε προσωρινά με βούλευμα του συμβουλίου εφετών ή με βούλευμα του συμβουλίου

πλημμελειοδικών, που επικυρώθηκε με βούλευμα του συμβουλίου εφετών, την άδεια για νέα

δίωξη την παρέχει το συμβούλιο εφετών• αν αυτό επιτρέψει τη νέα δίωξη και αφού γίνει η

ανάκριση στο πλημμελειοδικείο, το συμβούλιο εφετών αποφασίζει κατ' ουσίαν και στην

περίπτωση ακόμα που έχουν περιληφθεί στη νέα δίωξη πρόσωπα που αρχικά δεν είχαν διωχθεί.

3. Και όταν το συμβούλιο παύει προσωρινά την ποινική δίωξη, διατάσσει όσα ορίζονται στην

παρ.2 του προηγούμενου άρθρου, αν κρίνει ότι τα πράγματα που αφαιρέθηκαν ή τα πειστήρια

δεν είναι χρήσιμα για ενδεχόμενη νέα δίωξη.



Άρθρο 312. - Περαιτέρω ανάκριση.



Το συμβούλιο διατάσσει περαιτέρω ανάκριση, αν θεωρεί απαραίτητο να γίνουν ορισμένες

ανακριτικές πράξεις ή να απαγγελθεί κατηγορία εναντίον ορισμένου προσώπου που σε βάρος

του υπάρχουν υπόνοιες ότι ενέχεται για την πράξη για την οποία διεξάγεται η ανάκριση. Αν

διατάχθηκε περαιτέρω ανάκριση, ενεργείται από τον ανακριτή, μπορεί όμως κατά την κρίση του

συμβουλίου να γίνει και από ανακριτικό υπάλληλο, αν είχε προηγηθεί μόνο προανάκριση.



Άρθρο 313. - Παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο.



Το συμβούλιο αποφασίζει την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμόδιου

δικαστηρίου, όταν διαπιστώσει ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις που στηρίζουν κατηγορία

εναντίον του για ορισμένη πράξη.



Άρθρο 314. - Αποστολή των εγγράφων.



Αν η υπόθεση παραπεμφθεί στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου, τα έγγραφα

αποστέλλονται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο δημόσιο κατήγορο ή στον πταισματοδίκη

(άρθρο 27 παρ.2), και με τη φροντίδα του επιδίδεται το βούλευμα στους διαδίκους. Αν το

βούλευμα γίνει αμετάκλητο, ο κατηγορούμενος καλείται στο ακροατήριο σύμφωνα με το άρθρο

321.



Άρθρο 315. - Απόλυση ή προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου.



1. Αν ο κατηγορούμενος κρατείται προσωρινά, το συμβούλιο αποφασίζει ταυτόχρονα και για την

απόλυσή του ή για τη συνέχιση της προσωρινής του κράτησης, αν συντρέχει μια από τις

περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 282. 2. Αν είχε εκδοθεί εναντίον του κατηγορουμένου

ένταλμα σύλληψης και αυτός διέφυγε, το συμβούλιο διατάσσει ταυτόχρονα την κατάργηση ή τη

διατήρηση της ισχύος του εντάλματος, καθώς και την προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου

στην περίπτωση που θα συλληφθεί σύμφωνα με τις διακρίσεις της παρ.1. 3. Το συμβούλιο,

παραπέμποντας τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο, διατάσσει, αν συντρέχει νόμιμη περίπτωση

τη σύλληψη και προσωρινή κράτησή του, ακόμη και αν δεν έχει εκδοθεί ένταλμα σύλληψης ή

προσωρινής κράτησης. 4. Όταν η υπόθεση παραπέμπεται στο πταισματοδικείο, ο προσωρινά

κρατούμενος απολύεται, και διατάσσεται η κατάργηση του εντάλματος προσωρινής κράτησης.



Άρθρο 316. - Σύνθεση και διαδικασία.


1. Αν ο κατηγορούμενος είναι ανήλικος, στη σύνθεση του συμβουλίου εφετών συμμετέχει και ο

εφέτης ανηλίκων.

2. Ως προς τη διαδικασία στo συμβούλιο εφετών εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των

άρθρων 306,309 κ.ε. για το συμβούλιο πλημμελειοδικών.


Άρθρο 317. - Αρμοδιότητα.

1. Το συμβούλιο εφετών αποφασίζει: α) για τις εφέσεις που ασκούνται κατά των βουλευμάτων

του συμβουλίου πλημμελειοδικών σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 481 και β) για τις

προτάσεις του εισαγγελέα των εφετών να αναθεωρηθεί η κατηγορία σύμφωνα με όσα ορίζονται

στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού και στην παράγραφο 3 του άρθρου 322. (η παρ.1

αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 23 Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).
2. Ο εισαγγελέας εφετών, αφού παραλάβει τα έγγραφα σύμφωνα με όσα ορίζονται στο

άρθρο 314, αν δεν ασκήθηκε έφεση κατά του βουλεύματος, ελέγχει μέσα σε τρεις ημέρες

την κατηγορία. Αν δια-
πιστώσει ότι δεν υπάρχει κακούργημα ή ότι στο κακούργημα δεν δόθηκε ο χαρακτηρισμός που

έπρεπε ή ότι η κατηγορία δεν είναι για οποιονδήποτε λόγο βάσιμη ή δεν αποδείχθηκε ακόμα

όσο ήταν αναγκαίο ή ότι το δικαστήριο στο οποίο παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος δεν είναι

αρμόδιο, εισάγει την υπόθεση με αιτιολογημένη πρότασή του στο συμβούλιο του

δικαστηρίου των εφετών.






Άρθρο 318. - Δικαιοδοσία του συμβουλίου εφετών.



Το συμβούλιο εφετών στις περιπτώσεις του άρθρου 317 έχει το δικαίωμα να διατάσσει ό,τι και το

συμβούλιο πλημμελειοδικών κατά τα άρθρα 309 έως και 315. Η εξουσία αυτή του συμβουλίου

των εφετών δεν περιορίζεται καθόλου, ακόμη και όταν ασχολείται με την υπόθεση ύστερα από

έφεση του κατηγορουμένου.



Άρθρο 319. - Διατάξεις του βουλεύματος των εφετών.



1. Αν το συμβούλιο αποφανθεί να μη γίνει κατηγορία ή να παύσει οριστικά ή προσωρινά η

ποινική δίωξη ή να κηρυχθεί απαράδεκτη, διατάσσει συγχρόνως την κατάργηση του εντάλματος

σύλληψης ή προσωρινής κράτησης που έχει εκδοθεί και την απόλυση του κατηγορουμένου. 2.

Αν έχει διαταχθεί συνέχιση της ανάκρισης, ο εισαγγελέας εφετών στέλνει χωρίς αναβολή τα

έγγραφα στον αρμόδιο ανακριτή του πλημμελειοδικείου ή στον εφέτη στον οποίο έχει ανατεθεί

με βούλευμα η συνέχιση της ανάκρισης. Αφού γίνει η ανάκριση, το συμβούλιο εφετών

αποφασίζει κατά το άρθρο 318, και όταν ακόμη περιλαμβάνεται στη δίωξη και πρόσωπο για το

οποίο δεν είχε κρίνει το πρωτόδικο συμβούλιο. 3. Αν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για να

υποστηριχθεί η κατηγορία και χαρακτηρίζεται σωστά η πράξη, επικυρώνεται το βούλευμα του

συμβουλίου πλημμελειοδικών και συνεχίζεται η διαδικασία. 4. Αν μόνο ο χαρακτηρισμός της

πράξης ήταν λανθασμένος, δίνεται σωστά ο χαρακτηρισμός στο βούλευμα που εκδίδεται. 5. Το

βούλευμα του συμβουλίου εφετών που εκδόθηκε κατά τις παρ. 3 και 4 επιδίδεται με τον τρόπο

που ορίζει ο νόμος στον κατηγορούμενο και στους υπόλοιπους διαδίκους με τη φροντίδα του

εισαγγελέα εφετών ή πλημμελειοδικών. Μόλις καταστεί αμετάκλητο το βούλευμα, γίνεται η

κλήση του κατηγορουμένου κατά τα άρθρα 321 κ.ε.



Άρθρο 320. - Ορισμός δικασίμου και κλήτευση στο ακροατήριο.



1. Ο ορισμός δικασίμου στις περιπτώσεις κατηγορουμένων που κρατούνται προσωρινά γίνεται

κατ' απόλυτη προτεραιότητα. 2. Στις περιπτώσεις των άρθρων 244, 245 στοιχ.α' και 308 παρ.3, ο

κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο με κλητήριο θέσπισμα, και στις περιπτώσεις των

άρθρων 314 και 315 παρ.3 και 4 με κλήση. Με τον ίδιο τρόπο κλητεύεται και ο αστικώς

υπεύθυνος (άρθρο 89). Το κλητήριο θέσπισμα και η κλήση του κατηγορουμένου συντάσσονται

σε δύο αντίτυπα. Το ένα επιδίδεται στον κατηγορούμενο και το άλλο επισυνάπτεται στη

δικογραφία κατά τη συζήτηση της υποθέσεως. 3. Μετά την επίδοση της κλήσης ή του κλητήριου

θεσπίσματος ο εισαγγελέας δεν μπορεί να αποσύρει την υπόθεση από τη δικάσιμο που

ορίστηκε• εξαιρούνται οι περιπτώσεις των άρθρων 169 παρ.2 και 323. (Όπως τροποποιήθηκε με

το άρθρο 2 παρ.15 του Ν. 2408/1996).



Άρθρο 321. - Περιεχόμενο του κλητήριου θεσπίσματος και της κλήσης.



1. Το κλητήριο θέσπισμα πρέπει να περιέχει: α) το ονοματεπώνυμο και, αν υπάρχει ανάγκη, και

άλλα στοιχεία που καθορίζουν την ταυτότητα του κατηγορουμένου. β) τον προσδιορισμό του

δικαστηρίου στο οποίο καλείται. γ) τη χρονολογία, την ημέρα της εβδομάδας και την ώρα που

πρέπει να εμφανιστεί. δ) τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται και μνεία

του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει. και ε) τον αριθμό του, την επίσημη

σφραγίδα και την υπογραφή του εισαγγελέα, του δημόσιου κατηγόρου ή του πταισματοδίκη

(άρθρ. 27 παρ.2) που εξέδωσε το θέσπισμα. Τα ίδια στοιχεία πρέπει να περιέχει και το κλητήριο

θέσπισμα που επιδίδεται στον αστικώς υπεύθυνο (άρθρο 89). 2. Η κλήση για την εμφάνιση

(άρθρο 320) ως προς την αξιόποινη πράξη πρέπει να αναφέρεται στο παραπεμπτικό βούλευμα•

κατά τα λοιπά πρέπει επίσης να περιέχει όσα και το κλητήριο θέσπισμα. 3. Αντίγραφο του

κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης πρέπει να επιδίδεται σε κάθε περίπτωση στον πολιτικώς

ενάγοντα. 4. Η τήρηση των διατάξεων των παρ.1 και 2 επιβάλλεται με ποινή ακυρότητας του

κλητηρίου θεσπίσματος και της κλήσης. 5. Η έλλειψη στοιχείου του κύρους του κλητηρίου

θεσπίσματος ή της κλήσεως αποδεικνύεται από το κλητήριο θέσπισμα ή την κλήση που

επιδόθηκε στον κατηγορούμενο ή από το υπάρχον στη δικογραφία αντίτυπό του και σε έλλειψή

του από το αποδεικτικό επιδόσεως.





Άρθρο 322. - Προσφυγή κατά της απευθείας κλήσης.



1. Ο κατηγορούμενος που κλητεύθηκε απευθείας με κλητήριο θέσπισμα στο ακροατήριο του

τριμελούς πλημμελειοδικείου έχει δικαίωμα, αφού ενημερωθεί για την προανάκριση, να

προσφύγει στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών μέσα σε δέκα ημέρες από την επίδοση του

κλητήριου θεσπίσματος• η προθεσμία δεν παρεκτείνεται εξαιτίας της απόστασης• γι' αυτή την

προσφυγή συντάσσεται έκθεση ενώπιον του γραμματέα της εισαγγελίας πρωτοδικών ή του

γραμματέα του ειρηνοδικείου της διαμονής του, ο οποίος έχει υποχρέωση να το αναφέρει

τηλεγραφικά στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών υποβάλλοντας ταυτόχρονα την έκθεση που

συντάχθηκε. 2. Ο εισαγγελέας των εφετών έχει υποχρέωση να αποφασίσει μέσα σε δέκα ημέρες

από τότε που θα φτάσει σ' αυτόν η έκθεση προσφυγής, απορρίπτοντας την προσφυγή ή

διατάσσοντας προανάκριση ή και συμπλήρωση της προανάκρισης που προηγήθηκε, μετά την

ολοκλήρωση της οποίας ο εισαγγελέας εφετών ή απορρίπτει την προσφυγή ή διατάσσει την

υποβολή της υπόθεσης στο δικαστικό συμβούλιο. Μπορεί επίσης να διατάξει την ενέργεια

κύριας ανάκρισης, μετά την ολοκλήρωση της οποίας εφαρμόζονται όσα προβλέπονται στο άρθρο

308 παρ.3, χωρίς να επιτρέπεται όμως νέα προσφυγή. Η διάταξη του εισαγγελέα εφετών που

απορρίπτει την προσφυγή επιδίδεται στον κατηγορούμενο σύμφωνα με τα άρθρα 155 κ.ε.• αν

από την επίδοση έως τη δικάσιμο που ορίστηκε αρχικά μεσολαβεί τουλάχιστον το μισό της

προθεσμίας που χρειάζεται για την κλήτευση, ο κατηγορούμενος έχει υποχρέωση να εμφανιστεί

σ' αυτήν για να δικαστεί χωρίς άλλη κλήτευση. 3. Ο κατηγορούμενος που κλητεύθηκε με

κλητήριο θέσπισμα απευθείας στο ακροατήριο του πενταμελούς εφετείου σύμφωνα με τη

διάταξη της περίπτωσης 7 του άρθρου 111 έχει δικαίωμα, αφού ενημερωθεί για την

προανάκριση, να προσφύγει στο αρμόδιο συμβούλιο εφετών μέσα στην προθεσμία που ορίζεται

από την παρ.1• η προσφυγή υποβάλλεται στα όργανα που αναφέρονται στην ίδια παράγραφο ή

στο γραμματέα της εισαγγελίας εφετών. Το συμβούλιο εφετών έχει υποχρέωση να αποφασίσει

μέσα σε δέκα ημέρες από τότε που υποβλήθηκε η έκθεση προσφυγής μαζί με τη σχετική

πρόταση του εισαγγελέα εφετών, απορρίπτοντας την προσφυγή ή διατάσσοντας προανάκριση ή

συμπλήρωση της προανάκρισης που προηγήθηκε ή την ενέργεια κύριας ανάκρισης, μετά την

ολοκλήρωση των οποίων το ίδιο συμβούλιο, αφού επανεισαχθεί σ' αυτό η υπόθεση από τον

εισαγγελέα εφετών, ή απορρίπτει την προσφυγή ή αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία

ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη. Το συμβούλιο αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό. Το

βούλευμα του συμβουλίου εφετών που απορρίπτει την προσφυγή επιδίδεται σύμφωνα με τα

άρθρα 155 κ.ε. στον κατηγορούμενο• αν από την επίδοση του βουλεύματος έως τη δικάσιμο που

ορίστηκε αρχικά μεσολαβεί τουλάχιστον το μισό της προθεσμίας που ορίστηκε για την κλήτευση,

ο κατηγορούμενος έχει υποχρέωση να εμφανιστεί κατά τη δικάσιμο αυτή για να δικαστεί χωρίς

άλλη κλήτευση.



Άρθρο 323. - Ανάκληση της εισαγωγής που έγινε με απευθείας κλήση.



Ωσότου αρχίσει η συζήτηση στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να

αποσύρει την υπόθεση και να διατάξει κύρια ανάκριση, αν, από λόγους που εμφανίστηκαν μετά

την απευθείας κλήση στο ακροατήριο και δίνουν βαρύτερο χαρακτήρα στο πλημμέλημα, κρίνει

ότι επιβάλλεται να γίνει κύρια ανάκριση.



Άρθρο 324. - Εξαιρέσεις.



Οι διατάξεις του άρθρου 322 δεν εφαρμόζονται αν η προσφυγή ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή αν

απαγορεύεται με ειδική διάταξη• αν εκείνος που ασκεί την προσφυγή έχει αντιρρήσεις, μπορεί

να τις προβάλει μόνο στο δικαστήριο που δικάζει• αν το δικαστήριο δεχτεί τις αντιρρήσεις,

κηρύσσει απαράδεκτη την εισαγωγή της υπόθεσης, ωσότου αποφανθεί για την προσφυγή ο

εισαγγελέας εφετών.



Άρθρο 325. - Παραμονή των δικογραφιών στα γραφεία.



Από τη στιγμή που θα επιδοθεί στον κατηγορούμενο το κλητήριο θέσπισμα ή η κλήση για την

εμφάνιση οι δικογραφίες και τα πειστήρια πρέπει να παραμένουν κατά τις εργάσιμες ώρες στο

οικείο δικαστικό γραφείο. Ο παραβάτης τιμωρείται πειθαρχικά.



Άρθρο 326. - Γνωστοποίηση των μαρτύρων.



1. Ο αρμόδιος εισαγγελέας πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δημόσια συνεδρίαση επιδίδει

στον κατηγορούμενο που παραπέμπεται να δικαστεί σε οποιοδήποτε ποινικό δικαστήριο, εκτός

από το πταισματοδικείο και το μονομελές πλημμελειοδικείο, κατάλογο των μαρτύρων κατηγορίας

που θα εξεταστούν. Ο κατάλογος αυτός μπορεί να καταγραφεί στο σώμα και μάλιστα στο τέλος

του κλητήριου θεσπίσματος ή της κλήσης για εμφάνιση. Στις περιπτώσεις των άρθρων 353 παρ.1

και 365 δεν χρειάζεται η επίδοση καταλόγου σύμφωνα με αυτό το άρθρο. 2. Την ίδια υποχρέωση

έχει και ο πολιτικώς ενάγων για τους μάρτυρες που κλητεύει ο ίδιος. 3. Ο κατηγορούμενος δεν

έχει υποχρέωση να γνωστοποιήσει στον εισαγγελέα και στους διαδίκους τους μάρτυρες που

κλητεύει. Όταν όμως κατηγορείται για πράξη για την οποία ο νόμος επιτρέπει την απόδειξη της

αλήθειας, αν θέλει να αποδείξει την αλήθεια οφείλει να το δηλώσει εγγράφως και σ' αυτόν που

έκανε την έγκληση, και στον εισαγγελέα. στην έγγραφη αυτή δήλωση πρέπει να γνωστοποιεί

ταυτόχρονα, με ποινή αποκλεισμού του δικαιώματός του, και τους μάρτυρες που θα εξετάσει για

την απόδειξη της αλήθειας. Η δήλωση επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155 κ.ε. στον

εισαγγελέα και σ' αυτόν που έκανε την έγκληση, με δαπάνη εκείνου που κάνει τη δήλωση, τρεις

τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δίκη, εκτός από την περίπτωση του άρθρου 361.



Άρθρο 327. - Μάρτυρες που πρέπει να κλητευθούν.



1. Ο εισαγγελέας και ο δημόσιος κατήγορος οφείλουν να κλητεύουν στο ακροατήριο όλους τους

ουσιώδεις μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης. Εκτός από τις αποδείξεις που έχουν συλλεγεί

κατά την ανάκριση, μπορούν να προσκομίσουν στο ακροατήριο νέους μάρτυρες και άλλες

αποδείξεις. 2. Ο κατηγορούμενος, εκτός από τους μάρτυρες που προσκαλούνται από τον ίδιο με

δικές του δαπάνες, έχει δικαίωμα να ζητήσει από την αρμόδια αρχή να κλητεύσει υποχρεωτικά

έναν τουλάχιστον μάρτυρα της εκλογής του αν κατηγορείται για πλημμέλημα, και δύο αν

κατηγορείται για κακούργημα. Η αίτηση είναι απαράδεκτη, αν δεν αναφέρει την ακριβή

διεύθυνση των μαρτύρων που προτείνονται, καθώς και το θέμα για το οποίο κυρίως θα γίνει η

εξέταση. Η κλήτευση δεν είναι υποχρεωτική, αν το θέμα δεν έχει σχέση με την κατηγορούμενη

πράξη ή αν ο μάρτυρας κατοικεί ή διαμένει στην αλλοδαπή. 3. Η αίτηση που αναφέρεται στην

προηγούμενη παράγραφο υποβάλλεται στον αρμόδιο εισαγγελέα το αργότερο σε πέντε ημέρες

από την επίδοση της κλήσης ή του κλητήριου θεσπίσματος• διαφορετικά, είναι απαράδεκτη•

κατά την υποβολή της αίτησης συντάσσεται στο ίδιο έγγραφο έκθεση για την παράδοσή της. Η

κλήτευση των μαρτύρων που προτείνονται μπορεί να γίνει το αργότερο δύο ημέρες πριν από τη

δικάσιμο και με τηλεγράφημα, οπότε επέχει θέση αποδεικτικού η βεβαίωση του υπαλλήλου του

Ο.Τ Ε., για την κατάθεσή του, που γράφεται κάτω από το αντίγραφο του τηλεγραφήματος. Για την

τήρηση της προθεσμίας των δυο ημερών λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία καταθέσεως του

τηλεγραφήματος. 4. Οι διατάξεις των παρ.2 και 3 δεν εφαρμόζονται όταν ο κατηγορούμενος

παραπέμπεται στο μονομελές πλημμελειοδικείο. (Η παρ.5, που είχε συμπληρωθεί με το άρθρο 3

παρ.6 του ν. 2145/1993 καταργήθηκε με το άρθρο 34 παρ.18στ του ν. 2172/1993.)



Άρθρο 328. - Εξέταση των μαρτύρων που έχουν κώλυμα να εμφανιστούν.



Όταν ο εισαγγελέας ή ένας διάδικος, αφού παραπεμφθεί η υπόθεση στο ακροατήριο, θεωρεί ότι

εξαιτίας ασθένειας ή άλλου ανυπέρβλητου κωλύματος δεν είναι δυνατό να εμφανιστεί στο

δικαστήριο μάρτυρας που δεν εξετάστηκε στην ανάκριση, μπορεί να ζητήσει από τον πρόεδρο

του δικαστηρίου ή τον πταισματοδίκη την ένορκη εξέταση του μάρτυρα. Αν η αίτηση γίνει δεκτή,

η εξέταση γίνεται στον τόπο όπου αυτός βρίσκεται από ανακριτικό υπάλληλο, που τον διορίζει ο

δικαστής ο οποίος διέταξε την εξέταση• ο δικαστής ειδοποιεί τον εισαγγελέα και τους διαδίκους

να παραστούν στην εξέταση είτε οι ίδιοι είτε εκπροσωπούμενοι από συνήγορό τους. Ο

κατηγορούμενος, όταν βρίσκεται σε προσωρινή κράτηση έξω από τον τόπο της εξέτασης, δεν

προσάγεται, έχει όμως δικαίωμα να παραστεί δια συνηγόρου που διορίζει με απλή επιστολή, την

οποία βεβαιώνει ο διευθυντής του καταστήματος όπου κρατείται. Η έκθεση για την εξέταση

αυτή διαβάζεται στο ακροατήριο• διαφορετικά, η διαδικασία είναι άκυρη.



ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ - ΚΥΡΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Θεμελιώδεις αρχές της διαδικασίας.

Άρθρο 329. - Αρχή της δημοσιότητας.



1. Η συζήτηση στο ακροατήριο καθώς και η απαγγελία της απόφασης, γίνονται δημόσια σε όλα

τα ποινικά δικαστήρια, και επιτρέπεται στον καθένα να παρακολουθεί ανεμπόδιστα τις

συνεδριάσεις. Απαγορεύεται όμως η παρουσία στο ακροατήριο προσώπων που κατά την

ελεύθερη κρίση εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση δεν συμπλήρωσαν το 17ο έτος της ηλικίας

τους. 2. Αν πρόκειται, για δίκες που είναι πιθανό να προσελκύσουν μεγαλύτερο αριθμό ακροατών

από το συνηθισμένο, οι οποίοι μπορεί εξαιτίας της ανεπάρκειας του χώρου στον οποίο διεξάγεται

η δίκη να εμποδίσουν την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας, ο πρόεδρος του δικαστηρίου σε

συνεννόηση με τον εισαγγελέα ορίζουν τον αριθμό των ακροατών, οπότε επιτρέπεται χωρίς

διάκριση η είσοδος στον καθένα, ωσότου συμπληρωθεί αυτός ο αριθμός.



Άρθρο 330. - Συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών.



1. Αν η δημοσιότητα της συνεδρίασης θα είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή συντρέχουν ειδικοί

λόγοι να προστατευθεί ο ιδιωτικός ή οικογενειακός βίος των διαδίκων, ιδίως δε σε δίκη βιασμού

αν η δημοσιότητα θα έχει ως συνέπεια την ιδιαίτερη ψυχική ταλαιπωρία ή το διασυρμό του

θύματος, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη διεξαγωγή της ή ενός μέρους της χωρίς

δημοσιότητα και να απομακρύνει τους ακροατές. 2. Για τον αποκλεισμό της δημοσιότητας, κατά

την προηγούμενη παράγραφο, το δικαστήριο, αφού ακούσει τον εισαγγελέα ή το δημόσιο

κατήγορο και τους διαδίκους, εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση και την απαγγέλλει σε δημόσια

συνεδρίαση.



Άρθρο 331. – Προφορικότητα της διαδικασίας.



Η διαδικασία στο ακροατήριο γίνεται προφορικά. Για τη συζήτηση συντάσσονται πρακτικά, και η

απόφαση απαγγέλλεται προφορικά και διατυπώνεται εγγράφως σύμφωνα με όσα ορίζονται στα

άρθρα 140 έως 144.



Άρθρο 332. - Συμπεριφορά του δικαστή.



Αν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στο ακροατήριο ο δικαστής δεν μεταχειρίζεται τα πρόσωπα

που συμμετέχουν στη δίκη κατά τον απαθή και ψύχραιμο τρόπο που επιβάλλεται, διαπράττει

βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα.



ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Καθήκοντα και δικαιώματα εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση.

Άρθρο 333. - Γενική διεύθυνση της διαδικασίας.



1.Εκείνος που διευθύνει, τη συζήτηση δίνει την άδεια στον εισαγγελέα ή στο δημόσιο κατήγορο

και στους συνέδρους δικαστές να υποβάλουν ερωτήσεις. 2. Εκείνος που διευθύνει δίνει επίσης

την άδεια στους διαδίκους, όπως και στους συνηγόρους τους, να υποβάλουν ερωτήσεις στους

εξεταζόμενους μάρτυρες, πραγματογνώμονες ή τεχνικούς συμβούλους, και δεν επιτρέπει

ερωτήσεις άσκοπες ή έξω από το θέμα. Δίνει επίσης σ' αυτούς το λόγο για να αγορεύσουν ή,

όταν το ζητήσουν, για να κάνουν δηλώσεις, αιτήσεις ή ενστάσεις για οποιοδήποτε θέμα που

αφορά την υπόθεση που συζητείται, εξετάζει τους μάρτυρες, τους κατηγορούμενους και τους

αστικώς υπευθύνους και δημοσιεύει την απόφαση. 3. Όταν λάβει το λόγο ο εισαγγελέας ή ο

δημόσιος κατήγορος ή ένας από τους διαδίκους, έχουν δικαίωμα να λάβουν το λόγο και οι

υπόλοιποι διάδικοι• ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχουν το δικαίωμα να μιλούν πάντοτε

τελευταίοι.



Άρθρο 334. - Ανάκληση στην τάξη.



1. Εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση μπορεί να διακόπτει τον εισαγγελέα και τους διαδίκους

που έλαβαν το λόγο, όταν απομακρύνονται από το θέμα. Συνιστά επίσης στους διαδίκους και

στους συνηγόρους να τηρούν το απαραίτητο μέτρο στις εκφράσεις τους και ανακαλεί στην τάξη

όποιον από αυτούς χρησιμοποιεί απρεπείς εκφράσεις ή επιχειρεί προσωπικές επιθέσεις•

εξάλλου στον εισαγγελέα ή στο δημόσιο κατήγορο μπορεί να υποδεικνύει αυτό το άτοπο. Αν,

παρ' όλα αυτά, ένας από τους παραπάνω επιμένει σε τέτοιου είδους εκτροπή, είναι δυνατό να

του αφαιρέσει το λόγο. 2. Μπορεί επίσης να απορρίπτει όλες τις προτάσεις που δεν βοηθούν

καθόλου στην εξακρίβωση της αλήθειας και προκαλούν άσκοπη παράταση των συζητήσεων.



Άρθρο 335. - Επανόρθωση παραλείψεων. Προσφυγή στο δικαστήριο.



1.Εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση μπορεί, αν το κρίνει δικαιολογημένο, να επιτρέψει σε

εξαιρετικές περιπτώσεις να επανορθωθεί πριν από το τέλος της διαδικασίας κάποια παράλειψη

στην οποία υπέπεσε ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος ή ένας από τους διαδίκους. 2.

Εναντίον των διατάξεων που εκδίδονται από τον πρόεδρο κατά τα άρθρα 141 παρ.2, 333, 334, της

παρ.1 αυτού του άρθρου και των άρθρων 337 παρ.2 και 359 μπορεί να ασκηθεί αμέσως

προσφυγή σε ολόκληρο το δικαστήριο. 3. (Καταργήθηκε με το άρθρο 34 παρ 18ζ του ν.

2172/1993.)



Άρθρο 336. - Θόρυβος και ανυπακοή.



1. Αν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στο ακροατήριο δημιουργηθεί θόρυβος ή εκδηλωθεί

ανυπακοή σε μέτρα που αποφασίστηκαν ή σε διαταγές που δόθηκαν, εκείνος που διευθύνει τη

συζήτηση έχει τη διακριτική ευχέρεια να επιβάλει είτε χρηματική ποινή 0,59 έως 5,90 ευρώ είτε

αποβολή από το ακροατήριο είτε κράτηση έως 24 ωρών. 2. Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει

κατά του συνηγόρου που δημιουργεί θόρυβο ή δείχνει ανυπακοή σε μέτρα που αποφασίστηκαν

μόνο τις πειθαρχικές ποινές που προβλέπονται στον "Κώδικα περί δικηγόρων" .Αν απαγγελθεί

πειθαρχική κατηγορία κατά του συνηγόρου, γίνεται αμέσως σύντομη διακοπή της συνεδρίασης,

για να ετοιμάσει την υπεράσπισή του. 3. Την αστυνομική εξουσία της παρ.1 την ασκεί κατά τη

διάρκεια της διακοπής της συνεδρίασης ο εισαγγελέας, αν παρευρίσκεται στην αίθουσα των

συνεδριάσεων. (ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα χρηματικά ποσά σε δραχμές του παρόντος άρθρου έχουν

μετατραπεί σε ευρώ σύμφωνα με τα άρθρα 3 έως 5 του ν. 2943/2001 ΦΕΚ 203Α/12-09-2001, 2

του ν. 2842/2000 ΦΕΚ 207Α/27-09-2000 και τον Καν1103/1997ΕΕ).



Άρθρο 337. - Σύλληψη για ψευδορκία.



1. Αν κατά την διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας γεννηθεί εναντίον ενός μάρτυρα υπόνοια

ψευδορκίας, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση μπορεί με αίτηση του εισαγγελέα ή ενός

διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως να διατάξει να μην απομακρυνθεί ο μάρτυρας αυτός από το

ακροατήριο ωσότου τελειώσει η συζήτηση. 2. Αν ύστερα από το τέλος της συζήτησης εκείνος

που τη διεύθυνε νομίζει ότι δεν διαλύθηκαν οι υπόνοιες για ψευδορκία, διατάσσει τη σύλληψη

του υπόπτου και την παράδοσή του στον εισαγγελέα• ο εισαγγελέας μπορεί να τον παραπέμψει

αμέσως στο αρμόδιο δικαστήριο, για να δικαστεί σύμφωνα με τα άρθρα 417 κ.ε.



Άρθρο 338. - Πλαστότητα εγγράφου.



1. Αν κατά την ποινική δίκη προσβληθεί ως πλαστό κάποιο έγγραφο, το δικαστήριο ερευνά κατά

το δυνατό τη γνησιότητα αυτού και, αν παρουσιαστούν ενδείξεις κατά ορισμένου προσώπου,

αυτός που διευθύνει τη συζήτηση διατάσσει τη σύλληψη και την παραπομπή του στον αρμόδιο

εισαγγελέα. Αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, το δικαστήριο ενεργεί όσα

ορίζονται στο άρθρο 38 χωρίς, με την επιφύλαξη της επομένης παραγράφου, να ερευνήσει το

βάσιμο της κατηγορίας. 2. Αν κατά την κρίση του δικαστηρίου το έγγραφο είναι αναγκαίο για την

απόφαση στην κύρια υπόθεση, το δικαστήριο ερευνά σε κάθε περίπτωση τη γνησιότητα αυτού

και μόνο όταν κρίνει ότι υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι είναι πλαστό αναβάλλει με ειδικώς

αιτιολογημένη απόφασή του τη δίκη ωσότου περατωθεί η διαδικασία για την πλαστογραφία.



ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Έναρξη της διαδικασίας στο ακροατήριο.

Άρθρο 339. - Έναρξη της εκδίκασης.



1. Μόλις αρχίσει η εκδίκαση οι διάδικοι και οι συνήγοροί τους, καθώς και οι μάρτυρες που

κλητεύθηκαν, κάθονται στις ορισμένες γι' αυτούς θέσεις ή έδρες. 2. Οι κατηγορούμενοι που

κρατούνται προσωρινά παρίστανται χωρίς χειροπέδες και μόνο φυλάσσονται. Όταν αρχίσει η

εκδίκαση κάθε υπόθεσης, η συζήτηση εξακολουθεί χωρίς διακοπή ωσότου απαγγελθεί η

απόφαση. Εκείνος που διευθύνει δεν μπορεί να διακόψει τη συζήτηση παρά μόνο κατά τα

αναγκαία διαλείμματα για αναψυχή των δικαστών, των ενόρκων, των συνηγόρων, των μαρτύρων,

των κατηγορουμένων και σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζει αυτός ο κώδικας.



Άρθρο 340. - Προσωπική εμφάνιση του κατηγορουμένου.

1. Ο κατηγορούμενος οφείλει να εμφανίζεται αυτοπροσώπως στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση

μπορεί να διορίζει δικηγόρο ως συνήγορο για την υπεράσπισή του. Στα κακουργήματα ο

πρόεδρος του δικαστηρίου διορίζει, από πίνακα που καταρτίζει κάθε χρόνο τον Ιανουάριο

το διοικητικό συμβούλιο του οικείου δικηγορικού συλλόγου, υποχρεωτικά συνήγορο στον

κατηγορούμενο που δεν έχει συνήγορο. Ο συνήγορος διορίζεται τρεις ημέρες τουλάχιστον

πριν από τη συνεδρίαση, αν το ζητήσει ο κατηγορούμενος ακόμα και με απλή επιστολή προς

τον εισαγγελέα ή τον πρόεδρο. Ο συνήγορος που διορίζεται εξ επαγγέλματος έχει στη διάθεσή

του αμέσως τη δικογραφία. Σε δίκες για κακούργημα, οι οποίες λόγω της σοβαρότητας και του

αντικειμένου τους πρόκειται να έχουν μακρά διάρκεια, ο πρόεδρος του δικαστηρίου διορίζει με

την ίδια διαδικασία στον κατηγορούμενο που δεν έχει συνήγορο δύο ή τρεις συνηγόρους από τον

ίδιο πίνακα. Ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να αρνηθεί την υπεράσπισή του από το συνήγορο ή

τους συνηγόρους που διορίστηκαν από τον πρόεδρο, μπορεί όμως με αιτιολογημένη αίτησή του

να ζητήσει από το δικαστήριο την ανάκληση του διορισμού ενός μόνο συνηγόρου, οπότε η

υπεράσπιση συνεχίζεται από τους λοιπούς, εφόσον είχαν διοριστεί περισσότεροι από ένας. (Τα

πέμπτο και έκτο εδάφια της παρ.1 προστέθηκαν με την παρ.4 άρθρ.7 του Ν.3090/2002,ΦΕΚ Α

329/24.12.2002).

2. Σε πταίσματα και πλημμελήματα επιτρέπεται να εκπροσωπείται ο κατηγορούμενος από

συνήγορο, τον οποίο διορίζει με έγγραφη δήλωσή του η δήλωση γίνεται κατά τις διατυπώσεις

του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 42 και πρέπει, με ποινή απαραδέκτου, να

αναφέρει την ακριβή διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής του κατηγορουμένου. Στην περίπτωση

αυτή ο κατηγορούμενος θεωρείται παρών και ο συνήγορός του ενεργεί όλες τις διαδικαστικές

πράξεις γι' αυτόν. Το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση μπορεί να διατάξει την προσωπική

εμφάνιση του κατηγορουμένου, όταν κρίνει ότι αυτή είναι απαραίτητη για να βρεθεί η αλήθεια.

Αν και μετά το γεγονός αυτό δεν εμφανιστεί ο κατηγορούμενος, το δικαστήριο μπορεί να

διατάξει τη βίαιη προσαγωγή, που εκτελείται, αν είναι δυνατό, ακόμα και κατά τη διάρκεια της

συνεδρίασης. (τα δύο πρώτα εδάφια της παρ.2 αντικαταστάθηκαν ως άνω με το άρθρο 24

Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).

3. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί ή δεν εκπροσωπείται νομίμως από συνήγορο, δικάζεται

σαν να ήταν παρών, εφόσον έχει νομίμως κλητευθεί. (η παρ.3 αντικαταστάθηκε ως άνω με το

άρθρο 24 Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).






Άρθρο 341. - Αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας.


1. Αν ο κατηγορούμενος που καταδικάστηκε από λόγους ανώτερης βίας ή από άλλα ανυπέρβλητα

αίτια δεν μπόρεσε εγκαίρως να γνωστοποιήσει με οποιονδήποτε τρόπο στο δικαστήριο

ανυπέρβλητο κώλυμα εμφάνισής του στη δίκη και να ζητήσει την αναβολή της συζήτησης

(άρθρο 349), μπορεί να υποβάλει αίτηση για ακύρωση της διαδικασίας που πραγματοποιήθηκε

χωρίς την παρουσία του ή την εκπροσώπησή του από συνήγορο. Η αίτηση υποβάλλεται στο

γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία

δεκαπέντε ημερών από την έκδοσή της και αναφέρει τους λόγους ανώτερης βίας ήτο

ανυπέρβλητο κώλυμα. Νέα αίτηση για ακύρωση της ίδιας διαδικασίας είναι απαράδεκτη σε

οποιουσδήποτε λόγους και αν στηρίζεται. (η παρ.1 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 25

Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α 165/30.6.2003.

2. Η αίτηση αυτή επιτρέπεται μόνο για πλημμελήματα για τα οποία εκδόθηκε ανέκκλητη

απόφαση δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης και είναι απαράδεκτη, αν ο

κατηγορούμενος δεν υποβλήθηκε στην εκτέλεσή της. Μπορεί όμως ο εισαγγελέας του

δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, μόλις υποβληθεί η αίτηση για ακύρωση, να διατάξει

την αναστολή της εκτέλεσης, ωσότου εκδικαστεί η αίτηση. Σε περίπτωση μη χορηγήσεως της

αναστολής, ο αιτών δύναται να προσφύγει στο δικαστικό συμβούλιο μέσα σε δύο ημέρες. Η

αίτηση για ακύρωση εισάγεται, χωρίς να κλητευθεί εκείνος που την υπέβαλε, στην πρώτη

δικάσιμο του δικαστηρίου που δίκασε, το οποίο αποφασίζει αμετάκλητα. Το δικαστήριο όμως

είναι δυνατό να αναβάλει τη συζήτηση για την αίτηση σε μεταγενέστερη ορισμένη

δικάσιμο, αν προβάλλονται λόγοι ανώτερης βίας ή άλλα ανυπέρβλητα αίτια, εξαιτίας των

οποίων εκείνος που υπέβαλε την αίτηση δεν μπορεί να εμφανιστεί στην συζήτηση της

αίτησης για ακύρωση. Αν γίνει δεκτή η αίτηση, ακυρώνεται η απόφαση που προσβάλλεται

και διατάσσεται η νέα συζήτηση της υπόθεσης σε ρητή δικάσιμο, κατά την οποία ο

κατηγορούμενος οφείλει να προσέλθει χωρίς να κλητευθεί. Κατά της απόφασης που

εκδίδεται δεν του επιτρέπεται για κανένα λόγο αίτηση ακύρωσης.(Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2

αντικατεστάθη με το άρθρο 11 παρ. 7 του Ν. 1941/1991, ΦΕΚ Α 41.



Άρθρο 342. - Λήψη της ταυτότητας του κατηγορουμένου.



Εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση ρωτά τον κατηγορούμενο για το ονοματεπώνυμό του, τον

τόπο γέννησης και κατοικίας του, την ηλικία, το όνομα των γονέων, της συζύγου και των παιδιών

του, το επάγγελμα, τη θρησκεία και, αν χρειάζεται, για κάθε περιστατικό που μπορεί να καθορίσει

με μεγαλύτερη ακρίβεια την ταυτότητά του, συνιστώντας του να προσέχει την κατηγορία και τη

σχετική συζήτηση• παράλληλα τον πληροφορεί ότι έχει το δικαίωμα να αντιτάξει στην κατηγορία

πλήρη έκθεση των ισχυρισμών του, καθώς και να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του ύστερα από

την εξέταση κάθε μάρτυρα ή την έρευνα οποιουδήποτε άλλου αποδεικτικού μέσου.



Άρθρο 343. - Απαγγελία της κατηγορίας.



Μόλις πάρει τα στοιχεία της ταυτότητας του κατηγορουμένου ή επιτραπεί η διεξαγωγή της δίκης

χωρίς την παρουσία του (άρθρ. 340 παρ.2) και νομιμοποιηθούν οι υπόλοιποι διάδικοι, ο δημόσιος

κατήγορος ή ο εισαγγελέας απαγγέλλει με συνοπτική ακρίβεια την κατηγορία• κατόπιν εκείνος

που διευθύνει τη συζήτηση ζητεί από τον κατηγορούμενο γενικές πληροφορίες για την πράξη για

την οποία κατηγορείται, υπενθυμίζοντάς του ταυτόχρονα ότι θα απολογηθεί αφού τελειώσει η

αποδεικτική διαδικασία. Όταν γίνουν αυτά, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση διαβάζει δυνατά

τον κατάλογο των μαρτύρων που κλητεύθηκαν και των πραγματογνωμόνων. Κατόπιν το

δικαστήριο αποφασίζει για τυχόν περιπτώσεις συνάφειας ή συναιτιότητας ή χωρισμού της δίκης

σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 128 έως 131.



Άρθρο 344. - Αποχώρηση του κατηγορουμένου.


1. Η αποχώρηση του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια της δίκης δεν κωλύει καθόλου την

πρόοδο της διαδικασίας. Επιτρέπεται όμως στο συνήγορο του κατηγορουμένου να παραστεί αντί

γι' αυτόν το δικαστήριο μπορεί να διατάξει ή την αναβολή της δίκης ή τη διακοπή της για οκτώ το

πολύ ημέρες. (Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο αντικαταστάθηκαν ως άνω με το άρθρο 26

Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).

2. Το δικαστήριο μπορεί πάντως να απαγορεύσει στον κατηγορούμενο που δεν κρατείται

προσωρινά, να απομακρυνθεί από το ακροατήριο, ωσότου απαγγελθεί η απόφαση.



Άρθρο 345. - Ανάκληση της προσωρινής απόλυσης.


Το άρθρο 345 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 26 Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α 165/30.6.2003.


Άρθρο 346. - 'Αρνηση του κατηγορουμένου να εμφανιστεί.
Αν ο κατηγορούμενος που κρατείται προσωρινά δεν μπορεί να εμφανιστεί στο δικαστήριο

εξαιτίας νόμιμου κωλύματος, το δικαστήριο είτε αναβάλλει τη δίκη είτε επιτρέπει την

εκπροσώπηση του κατηγορουμένου από συνήγορο που έχει διοριστεί κατά το πρώτο εδάφιο της

παραγράφου 2 του άρθρου 340 και την παράγραφο 1 του άρθρου 501 η διάταξη του τρίτου

εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 344 εφαρμόζεται αναλόγως. Αν δεν αποδείξει το

κώλυμα που επικαλέστηκε, το δικαστήριο διατάσσει την βίαιη προσαγωγή του (άρθρο 340

παρ. 2). Νόμιμο κώλυμα αποτελούν οι περιπτώσεις ανώτερης βίας ή
άλλων ανυπέρβλητων αιτίων.
(το πρώτο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 26 Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α 165/30.6.2003.



Άρθρο 347. - Απομάκρυνση του κατηγορουμένου που θορυβεί.


1. Αν ο κατηγορούμενος δυσχεραίνει τη διεξαγωγή της δίκης, διαταράσσοντας με απρεπή

συμπεριφορά την τάξη του δικαστηρίου και επιμένει σ' αυτό παρά τη νουθεσία του προέδρου και

την προειδοποίηση ότι θα απομακρυνθεί από τη συνεδρίαση, αν δεν συμμορφωθεί, το

δικαστήριο μπορεί να διατάξει την απομάκρυνσή του προσωρινά ή για όλη τη διάρκεια της

διαδικασίας. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο επιτρέπει στο συνήγορό του να παραστεί για

κείνον ως το τέλος της διαδικασίας στα κακουργήματα εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη του

τρίτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 344. Με την ίδια απόφαση μπορεί να διαταχθεί

και η κράτηση του κατηγορουμένου που θορυβεί (άρθρο 336 παρ. 1). (η παρ.1 αντικαταστάθηκε

ως άνω με το άρθρο 27 Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).
2. Το δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε να διατάξει την επάνοδο του κατηγορουμένου στο

ακροατήριο, οπότε ο γραμματέας του διαβάζει περιληπτικά τα όσα έγιναν κατά την απουσία

του το δικαστήριο έχει την υποχρέωση να ενεργήσει έτσι, όταν πρόκειται να απολογηθεί ο

κατηγορούμενος. Δεν εμποδίζεται πάντως να διατάξει να απομακρυνθεί πάλι ο

κατηγορούμενος, αν εμφανιστεί η περίπτωση της παρ. 1.


Άρθρο 348. - Ασθένεια του κατηγορουμένου.


Αν εξαιτίας σοβαρής διαταραχής της υγείας του κατηγορουμένου γίνεται δυσχερής η περαιτέρω

παρουσία του στη δίκη, το δικαστήριο, αφού διαπιστωθεί η κατάσταση αυτή με αυτοψία ή

βεβαιωθεί από γιατρό, διατάσσει ή τη διακοπή της δίκης για οκτώ το πολύ ημέρες ή την αναβολή

της. Μπορεί επίσης να επιτρέψει στον κατηγορούμενο να εκπροσωπηθεί από το συνήγορό του,

αν το ζητήσει Αν και πάλι υπάρχει η ίδια νοσηρή κατάσταση ή αν αυτή που εμφανίσθηκε για

πρώτη φορά πρόκειται να διαρκέσει επί μακρό χρόνο, αφού το γεγονός αυτό βεβαιωθεί από

γιατρό, το δικαστήριο συνεχίζει τη διεξαγωγή της δίκης, επιτρέποντας την εκπροσώπηση του

κατηγορουμένου από το συνήγορό του. Στα κακουργήματα εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη του

τρίτoυ εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 344. (το άρθρο 348 αντικαταστάθηκε ως άνω με

το άρθρο 28 Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α 165/30.6.2003


Άρθρο 349. - Αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια.


1. Το δικαστήριο, μετά από πρόταση του εισαγγελέα ή αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και

αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια που

προσδιορίζονται ειδικά στην απόφαση. Μπορεί επίσης να διατάξει τη διακοπή της δίκης ή της

συνεδρίασης για το λόγο αυτόν έως δεκαπέντε το πολύ ημέρες και μέχρι δύο φορές. Δεύτερη

αναβολή μπορεί να διαταχθεί μόνον εφόσον βεβαιώνεται αιτιολογημένα στην απόφαση ότι δεν

μπορεί να αντιμετωπισθεί το σημαντικό αίτιο με τη διακοπή. Τρίτη αναβολή δεν μπορεί να

διαταχθεί, εκτός αν με ειδική αιτιολογία το δικαστήριο κρίνει επιπλέον ότι είναι. Άλλως αδύνατη η

διεξαγωγή της δίκης. Η αναβολή γίνεται σε ρητή δικάσιμο, την οποία ανακοινώνει το δικαστήριο

στους παρόντες διαδίκους, μάρτυρες και πραγματογνώμονες και σ' αυτή κλητεύονται μόνον οι

απόντες. Αναβολή σε άλλη δικάσιμο που ορίζεται από τον εισαγγελέα γίνεται μόνον αν ειδικοί

λόγοι που αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου ή του συμβουλίου δεν το επιτρέπουν και

κανείς από τους κατηγορουμένους δεν κρατείται προσωρινά. Αν ο κατηγορούμενος ή ένας

τουλάχιστον από τους περισσότερους κατηγορουμένους κρατείται προσωρινά και με την

αναβολή η εκδίκαση της υπόθεσης δεν μπορεί να γίνει πριν από τη συμπλήρωση του ανώτατου

ορίου προσωρινής κράτησης, η δίκη διακόπτεται έως δεκαπέντε το πολύ ημέρες, εφόσον το

δικαστήριο κρίνει ότι η διακοπή αρκεί για την αντιμετώπιση του σημαντικού αιτίου της αναβολής.

Αν η διακοπή της δίκης δεν αρκεί για το σκοπό αυτόν ή
αν, και μετά τη διακοπή, εξακολουθεί να υπάρχει το σημαντικό αίτιο, η δίκη μπορεί να αναβληθεί

μόνον αν βεβαιώνεται στην απόφαση αιτιολογημένα ότι είναι. Άλλως αδύνατη η διεξαγωγή της

δίκης. (η παρ.1 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 29 Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).

2. Εάν το σημαντικό αίτιο αναγγέλθηκε από το συνήγορο ή άλλο πρόσωπο για λογαριασμό

απόντος διαδίκου και η συζήτηση αναβλήθηκε σε ρητή δικάσιμο, η περί αναβολής απόφαση

επέχει θέση κλητεύσεώς του. (η παρ.2 προστέθηκε με το άρθρου 11 παρ.8 του Ν.1941/1991,

ΦΕΚ Α 41.

3. Η αποχή των δικηγόρων αποτελεί σημαντικό αίτιο για την αναβολή των ποινικών δικών και δεν

περιλαμβάνεται στους περιορισμούς της παραγράφου 1.

(η παρ.3 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 29 Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).


ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Αποδεικτική διαδικασία

α) Μάρτυρες.

Άρθρο 350. - Απαγόρευση επικοινωνίας μαρτύρων.



1. Πριν ακόμα αρχίσει η εξέταση μαρτύρων, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση παραγγέλει

στους μάρτυρες να αποχωρήσουν στο δωμάτιο που είναι προορισμένο γι' αυτούς. 2. Οι

μάρτυρες πριν από την εξέτασή τους οφείλουν να μην επικοινωνούν με κανέναν από αυτούς που

έχουν συμφέρον από την έκβαση της δίκης, ούτε να ακούν αυτά που λέγονται στη διαδικασία. 3.

Εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση, αν το κρίνει αναγκαίο, διατάσσει τα πρόσφορα μέτρα για την

αποφυγή οποιασδήποτε αθέμιτης επικοινωνίας.



Άρθρο 351. - Σειρά κατά την εξέταση μαρτύρων.



1. Εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση προσδιορίζει τη σειρά κατά την οποία θα εξεταστούν οι

μάρτυρες και θα υποβληθούν οι υπόλοιπες αποδείξεις. Ο ίδιος φροντίζει με επιμέλεια ώστε, με

τη σειρά που θα προσδιοριστεί, να διασαφηνιστούν όσο το δυνατό πληρέστερα τα σχετικά με την

πράξη και όλα όσα αφορούν την κατηγορία ή την υπεράσπιση, να διαλυθεί κάθε σύγχυση και να

προκύψει βέβαιη πεποίθηση για τη δικαζόμενη κατηγορία, στηριγμένη σε βάσιμες αποδείξεις. 2.

Εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση μπορεί να αναθέσει την εξέταση μαρτύρων σε έναν από

τους δικαστές που συγκροτούν το δικαστήριο.



Άρθρο 352. - Αναβολή της δίκης επειδή απουσιάζουν μάρτυρες.


1. Αν κάποιος μάρτυρας ή πραγματογνώμονας κλητεύθηκε νόμιμα, δεν εμφανίστηκε όμως

και η μαρτυρία του κρίνεται αναγκαία για την ανακάλυψη της αλήθειας, όταν ο

κατηγορούμενος, και σε
περίπτωση που είναι περισσότεροι ένας από αυτούς, κρατείται προσωρινά, το δικαστήριο

διατάσσει υποχρεωτικά τη διακοπή της δίκης έως οκτώ το πολύ ημέρες, καθώς και την κατά το

άρθρο 231 βίαιη προσαγωγή των μαρτύρων ή των πραγματογνωμόνων, για τους οποίους,

μόλις προσαχθούν, εφαρμόζει τη διάταξη της παρ. 2 του ίδιου άρθρου.
2. Αν κανένας από τους κατηγορουμένους δεν κρατείται προσωρινά και δεν εμφανίστηκε κατά τη

συζήτηση μάρτυρας ή πραγματογνώμονας που κλητεύτηκε ή αν στην επανάληψη της δίκης που

διακόπηκε σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο απουσιάζουν και πάλι οι ίδιοι μάρτυρες ή

πραγματογνώμονες, επειδή δεν
εκτελέστηκε η διαταγή για τη βίαιη προσαγωγή τους, το δικαστήριο, αν κρίνει αναγκαία την

αναβολή της συζήτησης για την υπόθεση, την αναβάλλει σε ρητή δικάσιμο μέσα σε εξήντα

ημέρες. Στην περίπτωση αυτή η προθεσμία για εμφάνιση και η παρέκτασή της συντέμνονται στο

μισό. Το ίδιο ισχύει για τη δεύτερη
αναβολή της δίκης για οποιονδήποτε λόγο. Το δεύτερο, το τρίτο, το πέμπτο και το έκτο εδάφιο της

παραγράφου 1 του άρθρου 349 εφαρμόζονται αναλόγως. (η παρ.2 αντικαταστάθηκε ως άνω με

το άρθρο 30 Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).
3. Σε κάθε αναβολή της δίκης σύμφωνα με τη προηγούμενη παράγραφο το δικαστήριο

μπορεί με την αναβλητική απόφαση να διατάσσει την προσωρινή απόλυση, σύμφωνα με τους

όρους των άρθρων 292 έως 304, με επιφύλαξη και της διάταξης του άρθρου 791, του

κατηγορούμενου που κρατείται προσωρινά.
4. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται νέες αποδείξεις, μπορεί να αναβάλει τη συζήτηση της

υπόθεσης, εφαρμόζοντας ανάλογα τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου αυτού.
5. Αναβολή της υπόθεσης σε άλλη δικάσιμο, που πρέπει να ορίζεται από τον εισαγγελέα,

επιτρέπεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ύστερα από ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του

δικαστηρίου, μόνο όμως αν
κανείς από τους κατηγορουμένους δεν κρατείται προσωρινά.
(Οι παρ. 3 και 5 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΑΝ και η παρ.4 αναριθμήθηκε ως παρ.3 με το άρθρο 30

Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).


Άρθρο 353. - Προσαγωγή των μαρτύρων.


1. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης είναι δυνατό να προσέλθει

μάρτυρας που δεν κλητεύθηκε ή του οποίου το όνομα δεν γνωστοποιήθηκε, και τη μαρτυρία

του τη θεωρεί αναγκαία, μπορεί να διατάξει την άμεση εμφάνιση και εξέτασή του.

2. Το δικαστήριο διατάσσει τη βίαιη προσαγωγή, σύμφωνα με το άρθρο 231 παρ. 4, των

μαρτύρων που κλητεύθηκαν για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, αν οι

μάρτυρες αυτοί κατοικούν στην έδρα του δικαστηρίου και δεν προσέρχονται από απείθεια.

Μπορεί ακόμα να διατάξει σε κάθε περίπτωση την προσαγωγή τους με απλή συνοδεία αυτό

γίνεται σε εξαιρετικά επείγουσες περιστάσεις ή αν υπάρχουν λόγοι που δείχνουν ενδεχόμενη

απροθυμία των μαρτύρων να εμφανιστούν.

3. Το δικαστήριο διατάσσει την βίαιη προσαγωγή, σύμφωνα με το άρθρο 231 παρ. 4, των

μαρτύρων που κλητεύθηκαν εμπρόθεσμα και δεν εμφανίστηκαν.

4. Η συνεδρίαση μπορεί να διακοπεί μέχρι δεκαπέντε το πολύ ημέρες, προκειμένου να

εμφανιστούν ή να προσαχθούν οι μάρτυρες σ' αυτήν. (η παρ.4 αντικαταστάθηκε ως άνω με το

άρθρο 31 Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).


Άρθρο 354. - Μάρτυρες που είναι αδύνατο να εμφανιστούν.



Αν κάποιος μάρτυρας δεν εξετάστηκε καθόλου κατά την προδικασία και δεν είναι δυνατό ή είναι

πολύ δύσκολο να εμφανιστεί, το δικαστήριο μπορεί να αναθέσει σε ένα από τα μέλη του ή σε

άλλο δικαστή την εξέταση του μάρτυρα στον τόπο όπου διαμένει ή και στο σπίτι του, αν διαμένει

στην έδρα του δικαστηρίου. Στην εξέταση αυτή, που μπορεί να γίνει και με διακοπή της δίκης

(άρθρ. 353 παρ.4), εφαρμόζονται όσα ορίζει το άρθρο 328. Η κατάθεση του μάρτυρα διαβάζεται

στο ακροατήριο• διαφορετικά ακυρώνεται η διαδικασία (άρθρο 365).



Άρθρο 355. - Κλήτευση νέων μαρτύρων υπεράσπισης.



Αν το δικαστήριο αναβάλει τη δίκη για ισχυρότερες αποδείξεις ή τη διακόψει για να εμφανιστούν

νέοι μάρτυρες, οφείλει να διατάξει την κλήτευση και των νέων μαρτύρων που προτείνονται από

τον κατηγορούμενο και δεν έχουν ακόμη κλητευθεί σύμφωνα με το άρθρο 327, οπότε

κλητεύονται ένας μάρτυρας προκειμένου για πλημμέλημα ή έως δύο το πολύ προκειμένου για

κακούργημα. Η παρ.2 του άρθρου 327 εφαρμόζεται και σ' αυτή την περίπτωση.



Άρθρο 356. - Δικαιώματα του εισαγγελέα και των διαδίκων μετά την αναβολή.



Μετά την αναβολή της δίκης, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί έως τη νέα δικάσιμο, και

ο εισαγγελέας και οι διάδικοι μπορούν να ασκούν όλα τα δικαιώματα που τους παρέχονται

σύμφωνα με τα άρθρα 325 έως 328 κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο της κύριας διαδικασίας.



Άρθρο 357. - Διευκρινίσεις και ερωτήσεις στους μάρτυρες και στους κατηγορουμένους.



1. Εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση έχει δικαίωμα να απαιτήσει από το μάρτυρα όλες τις

διευκρινίσεις που θεωρεί χρήσιμες για την εξακρίβωση της αλήθειας. Το ίδιο δικαίωμα έχουν και

οι άλλοι σύνεδροι δικαστές και ο εισαγγελέας, τηρώντας τη διάταξη του άρθρου 333. 2. Μετά την

εξέταση του μάρτυρα μπορούν επίσης οι ίδιοι να απευθύνουν και στον κατηγορούμενο όλες τις

ερωτήσεις που είναι χρήσιμες για την εξακρίβωση της αλήθειας. 3. Ο κατηγορούμενος και οι

άλλοι διάδικοι, καθώς και οι συνήγοροί τους, έχουν το δικαίωμα να κάνουν απευθείας στο

μάρτυρα ή τον πραγματογνώμονα ή τον τεχνικό σύμβουλο του κατηγορουμένου τις ερωτήσεις

που είναι χρήσιμες για την εξακρίβωση της αλήθειας. 4. Ως προς τα άλλα σημεία της εξέτασης

των μαρτύρων εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 210 έως 227. Όταν ένας μάρτυρας

εξετάζεται στο ακροατήριο, η κατάθεσή του που είχε δοθεί κατά την προδικασία δεν διαβάζεται.

Επιτρέπεται η ανάγνωση μόνο περικοπών της κατάθεσης για να βοηθηθεί η μνήμη του μάρτυρα

ή για να επισημανθούν αντιφάσεις του.



Άρθρο 358. - Παρατηρήσεις στις αποδείξεις που ενεργήθηκαν και ερωτήσεις.



Μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα ο εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να αναφέρουν

εναντίον του ή εναντίον της μαρτυρίας του οτιδήποτε μπορεί να καθορίσει ακριβέστερα την

αξιοπιστία του και που συντείνει στην αποκάλυψη της αλήθειας• μπορούν να προβαίνουν σε

δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις που έγιναν ή τα αποδεικτικά μέσα που

εξετάστηκαν.



Άρθρο 359. - Αποχώρηση και νέα εξέταση των μαρτύρων.



'Όταν τελειώσει η εξέταση του μάρτυρα, αυτός παραμένει στο ακροατήριο έως το τέλος της

αποδεικτικής διαδικασίας, εκτός αν το δικαστήριο του επιτρέψει να αποχωρήσει με τη συναίνεση

του εισαγγελέα και των διαδίκων. Εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση έχει το δικαίωμα με αίτηση

του εισαγγελέα, των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως να διατάξει να αποχωρήσουν από το ακροατήριο

μερικοί ή όλοι οι μάρτυρες που εξετάστηκαν ή να εξεταστούν και πάλι μόνοι ή με την παρουσία

άλλων μαρτύρων.



Άρθρο 360. - Απομάκρυνση του κατηγορουμένου.



1. Αν το δικαστήριο πείθεται ότι η παρουσία ενός κατηγορουμένου θα εμπόδιζε την ειλικρινή

κατάθεση κάποιου μάρτυρα ή συγκατηγορουμένου, μπορεί με απόφασή του να διατάξει την

προσωρινή απομάκρυνση του κατηγορουμένου από το ακροατήριο• παραμένει όμως πάντοτε ο

συνήγορός του. Στον κατηγορούμενο που επανέρχεται στο ακροατήριο ο πρόεδρος ανακοινώνει

λεπτομερώς ό,τι έγινε και ειπώθηκε κατά το χρόνο της απουσίας του• διαφορετικά ακυρώνεται η

διαδικασία. 2. Η παραπάνω διάταξη δεν έχει εφαρμογή στα μονομελή πλημμελειοδικεία και τα

πταισματοδικεία.



Άρθρο 361. - Προσβολή της τιμής του μάρτυρα.



Η εξύβριση ή η δυσφήμηση του μάρτυρα μπορεί, κατά την κρίση του εισαγγελέα και με

προφορική αίτηση εκείνου που προσβλήθηκε, να εισαχθεί αμέσως στο δικαστήριο που

συνεδριάζει (άρθρο 116) για να δικαστεί κατά τη διαδικασία που εφαρμόζεται στα αυτόφωρα. Για

την εξύβριση ή δυσφήμηση αυτή, αν η πράξη συνοδεύτηκε με θόρυβο, εκτός από την κύρια

ποινή επιβάλλεται και η χρηματική ποινή που αναφέρεται στο άρθρο 336. Αν ο υπαίτιος ζητήσει

να αποδείξει την αλήθεια, όπου αυτό επιτρέπεται, η δίκη του αναβάλλεται για την επόμενη

ημέρα, οπότε θα διεξαχθεί η απόδειξη, και ο υπαίτιος δικάζεται χωρίς να κλητευθεί σαν να ήταν

παρών. Η παράλειψη εισαγωγής της κατηγορίας για εξύβριση ή δυσφήμηση σύμφωνα με τη

διαδικασία που εφαρμόζεται στα αυτόφωρα δεν αποκλείει την περαιτέρω δίωξη κατά την κοινή

διαδικασία. Αν η πράξη τελέστηκε από συνήγορο, δεν εφαρμόζεται η διαδικασία που

προβλέπεται στο άρθρο αυτό.



β) Πραγματογνωμοσύνη και αυτοψία.

Άρθρο 362. - Πραγματογνώμονες.



1. Αφού εξεταστούν οι μάρτυρες, διαβάζονται οι εκθέσεις των πραγματογνωμόνων και των

τεχνικών συμβούλων. Αν κληθούν στο ακροατήριο από τον εισαγγελέα εκείνοι που έκαναν την

πραγματογνωμοσύνη για να την αναπτύξουν προφορικά, η ανάπτυξη αυτή γίνεται ύστερα από

την ανάγνωση της γνωμοδότησης και οι πραγματογνώμονες περιορίζονται, όπως και οι κατά την

προδικασία τεχνικοί σύμβουλοι, που κλητεύονται ταυτόχρονα από τον εισαγγελέα, στο να

απαντούν στις ερωτήσεις που τους απευθύνονται. Αν κλήθηκαν αυτοί για πρώτη φορά στο

ακροατήριο και εμφανίστηκαν, μπορούν να κληθούν από το διάδικο σύμφωνα με τα άρθρα 204

έως 207 τεχνικοί σύμβουλοι, όχι περισσότεροι από τους πραγματογνώμονες, οι οποίοι

περιορίζονται επίσης στην έκθεση των συμπερασμάτων τους και στους ουσιώδεις λόγους που τα

στηρίζουν, καθώς και στην απάντηση των ερωτήσεων που τους υποβάλλονται (άρθρ. 208). 2. Οι

πραγματογνώμονες και οι διερμηνείς δίνουν πριν από την εξέτασή τους τον όρκο που

διατυπώνεται στα άρθρα 194 και 236 με παράλειψη του όρου της μυστικότητας. Οι τεχνικοί

σύμβουλοι δεν ορκίζονται. 3. Αν διαταχθεί η διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, το δικαστήριο έχει

υποχρέωση να διορίσει ως εισηγητή μέλος του δικαστηρίου ή ανακριτικό υπάλληλο για να

διεξαχθεί η πραγματογνωμοσύνη ενώπιόν του (άρθρ. 196).



Άρθρο 363. - Αυτοψία.



Αν αναβληθεί η υπόθεση για να γίνει αυτοψία, είναι όμως δύσκολο να μεταβεί επιτόπου

ολόκληρο το δικαστήριο, η ενέργεια της αυτοψίας είναι δυνατό να ανατεθεί σε ένα από τα μέλη

του δικαστηρίου• αν πρόκειται για τόπο που βρίσκεται έξω από την έδρα του δικαστηρίου,

μπορεί να ανατεθεί και σε κάποιον ανακριτικό υπάλληλο που εδρεύει στον τόπο αυτό.



γ) Έγγραφα.

Άρθρο 364. - Ανάγνωση των εγγράφων.



1. Στο ακροατήριο διαβάζονται οι εκθέσεις των ανακριτικών υπαλλήλων που συντάχθηκαν

σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, καθώς και τα υπόλοιπα έγγραφα που υποβλήθηκαν κατά τη

διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητα τους. Αν χρειάζεται

κάποιος από τους μάρτυρες ή τους κατηγορουμένους να αναγνωρίσει ένα έγγραφο ή πειστήριο,

ο πρόεδρος το επιδεικνύει σ' αυτόν. 2. Διαβάζονται επίσης τα πρακτικά της ίδιας ποινικής δίκης

που είχε αναβληθεί. Επίσης τα έγγραφα από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη, στην οποία εκδόθηκε

αμετάκλητη απόφαση, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η ανάγνωση αυτή είναι χρήσιμη.



Άρθρο 365. - Ανάγνωση ένορκων καταθέσεων.



1. Στις περιπτώσεις που είναι αδύνατη η εμφάνιση ενός μάρτυρα στο ακροατήριο εξαιτίας

θανάτου, γήρατος, μακράς και σοβαρής ασθένειας, διαμονής στο εξωτερικό ή άλλου εξαιρετικά

σοβαρού κωλύματος (άρθρο 219 παρ.2) ή σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζει ο νόμος, διαβάζεται

στο ακροατήριο, αν υποβληθεί αίτηση, η ένορκη κατάθεσή του που δόθηκε στην προδικασία•

διαφορετικά ακυρώνεται η διαδικασία. Στις παραπάνω περιπτώσεις μπορεί το δικαστήριο να

διατάξει όσα ορίζονται στο άρθρο 354. 2. Το δικαστήριο μπορεί να απαλλάξει μάρτυρα που

κλητεύθηκε εκ παραδρομής. (Όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 34 παρ.7 του Ν.2172/1993)



δ) Εξέταση του κατηγορουμένου και του αστικώς υπευθύνου.

Άρθρο 366. - Απολογία του κατηγορουμένου.



1. Εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση καλεί τον κατηγορούμενο να απολογηθεί για την κατηγορία

που του αποδίδεται. Κατά την απολογία του ο κατηγορούμενος πρέπει να μην διακόπτεται, εκτός

αν επιμένει να απομακρύνεται από το θέμα, και να μην εμποδίζεται στην αφήγηση περιστατικών

που αποκρούουν την κατηγορία. Αφού τελειώσει η απολογία, μπορούν να γίνουν ερωτήσεις στον

κατηγορούμενο από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση, τον εισαγγελέα ή το δημόσιο κατήγορο

και τους δικαστές. Οι υπόλοιποι διάδικοι, καθώς και οι συνήγοροί τους, επιτρέπεται να

υποβάλλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μόνο με τη μεσολάβηση εκείνου που διευθύνει τη

συζήτηση. 2. Αν όσα εκθέτει ο κατηγορούμενος είναι στο σύνολό τους ή εν μέρει διαφορετικά

από όσα ο ίδιος εξέθεσε στην προδικασία, είναι δυνατό να του διαβαστούν οι αντίθετες

περικοπές της απολογίας του κατά την ανάκριση. 3. Ο κατηγορούμενος μπορεί κατά τη διάρκεια

της διαδικασίας να συνεννοείται με τον συνήγορό του, όχι όμως προκειμένου να δώσει απάντηση

σε ερώτηση. Αν ο κατηγορούμενος αρνηθεί να απολογηθεί ή να απαντήσει σε ερώτηση, αυτό

αναγράφεται στα πρακτικά.



Άρθρο 367. - Εξέταση του αστικώς υπευθύνου.



Μετά την απολογία του κατηγορουμένου εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση εξετάζει τον

αστικώς υπεύθυνο, στον οποίο μπορούν να απευθύνουν ερωτήσεις ο εισαγγελέας, οι δικαστές

και οι διάδικοι.



Άρθρο 368. - Συμπληρωματικές έρευνες.



Αφού απολογηθεί ο κατηγορούμενος και εξεταστεί ο αστικώς υπεύθυνος, εκείνος που διευθύνει

τη συζήτηση ρωτάει τον εισαγγελέα και τους διαδίκους, σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 333, αν

έχουν ανάγκη από κάποια συμπληρωματική εξέταση ή διευκρίνιση• κατόπιν κηρύσσει την λήξη

της αποδεικτικής διαδικασίας. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στο πταισματοδικείο.



ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Τι ακολουθεί την αποδεικτική διαδικασία.

Άρθρο 369. - Αγορεύσεις.



1. Όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει το λόγο

στον εισαγγελέα ή στους εισαγγελείς (άρθρο 32 παρ.2), έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος

πρέπει να αναπτύξει συγχρόνως και το θέμα που αφορά τις απαιτήσεις του, δεν μπορεί όμως να

επεκταθεί στο θέμα της ποινής που πρέπει να επιβληθεί, ύστερα στον αστικώς υπεύθυνο και

τέλος δίνει το λόγο στον κατηγορούμενο. 2. Δικαίωμα δευτερολογίας έχει μόνο ένας εισαγγελέας

και ο κατηγορούμενος ή ένας συνήγορός του. Η δευτερολογία πρέπει να περιορίζεται στην

απόκρουση αντίθετων επιχειρημάτων και δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από μισή ώρα.

Στη δευτερολογία έχουν το δικαίωμα να απαντήσουν ο εισαγγελέας και οι διάδικοι. 3. Ο

κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσει τελευταίος.



Άρθρο 370. - Πώς τελειώνει η ποινική δίκη.



Η ποινική δίκη τελειώνει: α) με την καταδίκη ή την αθώωση του κατηγορουμένου. β) με την

οριστική παύση της ποινικής δίωξης, όταν έχει γίνει παραίτηση από το δικαίωμα της έγκλησης ή

όταν έχει γίνει ανάκλησή της ή όταν έχει αμνηστευθεί η πράξη ή έχει παραγραφεί το αξιόποινό

της ή όταν ο κατηγορούμενος έχει πεθάνει. γ) με την κήρυξη της ποινικής δίωξης απαράδεκτης

στις περιπτώσεις που υπάρχει δεδικασμένο (άρθρο 57), ή όταν δεν υπάρχει η έγκληση, αίτηση ή

άδεια (αρ.41 και 55) που απαιτείται για τη δίωξη.



Άρθρο 371. - Κατάρτιση και δημοσίευση των αποφάσεων.



1. Οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δημοσιεύονται σε δημόσια συνεδρίαση από εκείνον

που διευθύνει τη συζήτηση μετά την περάτωσή της και πριν αρχίσει η συζήτηση της επόμενης

υπόθεσης. Αν για ειδικούς λόγους επιβάλλεται να επιφυλαχθεί το δικαστήριο να εκδώσει την

απόφασή του σε μεταγενέστερο χρόνο, αυτός που διευθύνει τη συζήτηση έχει την υποχρέωση

να γνωστοποιεί την ώρα που θα δημοσιευθεί η απόφαση. 2. Οι αποφάσεις των πολυμελών

δικαστηρίων καταρτίζονται από την ψήφο των δικαστών που συγκρότησαν το δικαστήριο σε

μυστική διάσκεψη, στην οποία παρίσταται ο γραμματέας. Εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση

συγκεντρώνει τις ψήφους, αρχίζοντας από τον κατώτερο στο βαθμό και σε περίπτωση που οι

δικαστές είναι ισόβαθμοι από το νεότερο στο βαθμό, ενώ ο ίδιος ψηφίζει τελευταίος. Αν υπάρχει

διχογνωμία, επικρατεί η γνώμη της πλειοψηφίας ενώ σε περίπτωση ισοψηφίας, η ευμενέστερη

γνώμη για τον κατηγορούμενο. Αν εκδηλώθηκαν περισσότερες από δύο γνώμες, οι δικαστές που

ψήφισαν υπέρ της δυσμενέστερης γνώμης για τον κατηγορούμενο ή υπέρ της βαρύτερης ποινής

προσχωρούν στη γνώμη εκείνων που ψήφισαν υπέρ της αμέσως ηπιότερης, ωσότου επιτευχθεί

η πλειοψηφία. 3. Πρώτα γίνεται ψηφοφορία για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου

για την πράξη που του αποδίδεται, όπως αυτή προέκυψε από την κύρια διαδικασία και για το

χαρακτηρισμό της πράξης. Αφού κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος, γίνεται αμέσως κατόπιν

συζήτηση για την ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί και ενδεχομένως για τα μέτρα ασφαλείας

και για τις απαιτήσεις του πολιτικώς ενάγοντος. 4. Το δικαστήριο αφαιρεί από την ποινή που

επιβλήθηκε το χρόνο της προσωρινής κράτησης του καταδικασμένου σύμφωνα με τις σχετικές

διατάξεις του ποινικού κώδικα. Αν το δικαστήριο παρέλειψε να τον αφαιρέσει στην καταδικαστική

απόφαση, μπορεί να το πράξει και με μεταγενέστερη απόφασή του, με αίτηση του καταδίκου ή

του εισαγγελέα. Μπορεί επίσης να διορθώσει τα σφάλματα που έγιναν στον υπολογισμό. Όταν το

δικαστήριο που επέβαλε την ποινή είναι το μικτό ορκωτό και η σύνοδος έχει λήξει, αρμόδιο για

την αφαίρεση της προσωρινής κράτησης είναι το τριμελές εφετείο, ενώ αν η απόφαση είναι του

μικτού ορκωτού εφετείου, αρμόδιο είναι το πενταμελές εφετείο. Εναντίον της απόφασης για τον

υπολογισμό του χρόνου της προσωρινής κράτησης επιτρέπεται το ένδικο μέσο της αναίρεσης. 5.

Στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος αθωώθηκε εφαρμόζεται και το άρθρο 71.



Άρθρο 372. - Αποφάσεις που δημοσιεύονται στον τύπο.



Στις περιπτώσεις που ο νόμος ορίζει ότι η δικαστική απόφαση πρέπει να δημοσιευθεί στον τύπο,

το δικαστήριο πρέπει να καθορίσει στην ίδια την απόφαση αν πρέπει να δημοσιευτεί ολόκληρη ή

μόνο ορισμένα τμήματά της και σε ποια ή ποιες εφημερίδες.



Άρθρο 373. - Έξοδα. Τύχη των πραγμάτων που κατασχέθηκαν.



Με την τελειωτική απόφαση οι διάδικοι που ηττήθηκαν στη δίκη καταδικάζονται στα έξοδα

(άρθρα 581 επ.). με την ίδια απόφαση το δικαστήριο διατάσσει να αποδοθούν στον ιδιοκτήτη τα

πράγματα που αφαιρέθηκαν και τα πειστήρια, όσα κατασχέθηκαν ή παραδόθηκαν κατά την

ανάκριση και δεν έγινε άρση της κατάσχεσής τους σύμφωνα με το άρθρο 268• διατάσσει επίσης

τη δήμευση των αντικειμένων που πρέπει να δημευτούν• στις προηγούμενες περιπτώσεις

εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη του άρθρου 310 παρ.2.



ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ - ΕΙΔΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Στο πλημμελειοδικείο.

Άρθρο 374. - Αριθμός, σειρά και κατανομή των υποθέσεων στο πλημμελειοδικείο.



1. Σε κάθε δικάσιμο προσδιορίζονται για εκδίκαση μέχρι τριάντα υποθέσεις, αν πρόκειται για το

τριμελές πλημμελειοδικείο, ή μέχρι εξήντα αν πρόκειται για το μονομελές. Ο αριθμός αυτός

μπορεί να αυξηθεί αν ο εισαγγελέας, με τη σύμφωνη γνώμη και του διευθύνοντος το δικαστήριο,

λαμβάνοντας υπόψη και τα στατιστικά δεδομένα, κρίνει ότι όλες οι υποθέσεις μπορούν να

περατωθούν εντός της ημέρας. 2. Ο εισαγγελέας, όταν προσδιορίζει τις υποθέσεις κάθε

δικασίμου τις κατανέμει σε τρία μέρη, αφού πάντοτε λάβει υπόψη του το χρόνο τελέσεως της

πράξεως. Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει τις υποθέσεις, που επίκειται η παραγραφή τους, καθώς

και εκείνες στις οποίες ο κατηγορούμενος κρατείται προσωρινά για τη δικαζόμενη υπόθεση, το

δεύτερο εκείνες που προέρχονται από αναβολή και το τρίτο τις λοιπές υποθέσεις, εκτός αν ο

εισαγγελέας με διάταξή του κρίνει διαφορετικά. 3. Τρεις τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από

τη συνεδρίαση, ο γραμματέας της εισαγγελίας αναρτά, στον προς τούτο χώρο της εισαγγελίας,

αντίγραφο της σειράς των υποθέσεων, σύμφωνα με το έκθεμα, σημειώνοντας και το χρόνο που

θα εκδικαστούν. Η σειρά του εκθέματος δεν μπορεί να αλλάξει παρά μόνο με απόφαση του

δικαστηρίου, που δημοσιεύεται κατά την έναρξη της συνεδριάσεως και αφορά υπόθεση στην

οποία όλοι οι διάδικοι είναι παρόντες. Μπορεί όμως το δικαστήριο, με απόφασή του και κατά τη

διάρκεια της συνεδριάσεως, να μεταθέσει τη συζήτηση για ορισμένη υπόθεση σε επόμενο

αριθμό της σειράς, ύστερα από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως για

εξαιρετικούς λόγους.



ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Στο εφετείο.

Άρθρο 375. - Διακοπή των συνεδριάσεων.

1. Οι διατάξεις του προηγούμενου άρθρου έχουν εφαρμογή και στο εφετείο εκτός από την παρ.

1.
(η νέα παρ.1 προστέθηκε και οι αρχικές παρ.1,2 και 3 αναριθμήθηκαν σε 2, 3 και 4 αντιστοίχως

με την παρ.8 άρθρ.3 Ν.2145/1993 (ΦΕΚ Α 88))
2. Το εφετείο όταν δικάζει πλημμελήματα μπορεί να διατάξει μία ή περισσότερες φορές τη

διακοπή της συνεδρίασης έως δεκαπέντε ημέρες μέσα σε χρονικό διάστημα τριάντα το πολύ

ημερών για ανυπέρβλητο κώλυμα που παρουσιάστηκε κατά τη διαδικασία, είτε από την πλευρά

των δικαστών είτε από την πλευρά των διαδίκων ή για να προσαχθούν με τη βία οι μάρτυρες

(άρθρο 231 παρ. 4). (η παρ.2 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 32 Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α

165/30.6.2003).
3. Σε δίκες που διαρκούν περισσότερο από ένα μήνα ή αφορούν κακούργημα, το κάθε

δικαστήριο μπορεί να διατάξει την διακοπή της δίκης μέχρι 30 ημέρες κάθε φορά. Στο χρόνο

της διακοπής της δίκης δεν συνυπολογίζονται οι ημέρες κατά τις οποίες το δικαστήριο δεν

συνεδριάζει λόγω αργιών, απεργιών, αποχή ή ανωτέρας βίας. (η παρ.2 αντικαταστάθηκε ως

άνω με το άρθρο 1 του Ν.1952/1991 (Α 87) και αναριθμήθηκε σε παρ.3 με την παρ.3 του

άρθρου 3 Ν.2145/1991 (Α 88).
4. Αν το ανυπέρβλητο κώλυμα παρουσιαστεί στο πρόσωπο κάποιου δικαστή, το εφετείο στη

συζήτηση για την διακοπή της δίκης μπορεί να συγκροτηθεί και από άλλους δικαστές που

αναπληρώνουν τους
κωλυομένους.



Άρθρο 376. - Αυτεπάγγελτος διορισμός συνηγόρου.



Σε περίπτωση που η κατηγορία αφορά κακούργημα, αν ο κατηγορούμενος δεν έχει συνήγορο και

υποβάλει σχετικό αίτημα, ο πρόεδρος διορίζει συνήγορό του, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο

άρθρο 340 παρ.1, και θέτει στη διάθεσή του τη δικογραφία (άρθρ. 325).



ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ - ΕΙΔΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Στα μικτά δικαστήρια.

Άρθρο 377. - Γενικές διατάξεις.



1. Το μικτό ορκωτό δικαστήριο και το μικτό ορκωτό εφετείο συγκροτούνται κάθε μήνα, εκτός από

τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο, κατά τους οποίους μπορούν να συγκροτηθούν μόνο

για εξαιρετικούς λόγους. Ο εισαγγελέας εφετών κρίνει αν υπάρχουν οι εξαιρετικοί λόγοι. 2. Η

σύνοδος του δικαστηρίου διαρκεί είκοσι τέσσερις ημέρες, διαιρείται σε δύο δωδεκαήμερες

περιόδους. Η σύνοδος δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από τις είκοσι τέσσερις ημέρες. Η

δικαιοδοσία του δικαστηρίου εξακολουθεί και μετά την εικοστή τέταρτη ημέρα για να συνεχιστεί

η εκδίκαση υπόθεσης που είχε αρχίσει πριν λήξει η σύνοδος.



Άρθρο 378. - Συγκρότηση δικαστηρίων.



1. Κάθε χρόνο στη διάρκεια του Σεπτεμβρίου ο εισαγγελέας εφετών ορίζει με διάταξη την ημέρα

που αρχίζει κάθε σύνοδος των μικτών ορκωτών δικαστηρίων της έδρας του και της περιφέρειάς

του, καθώς και του μικτού ορκωτού εφετείου της περιφέρειάς του στους επόμενους μήνες από

τον Οκτώβριο έως και τον Ιούνιο. Επίσης κάθε χρόνο μέσα στον Ιούνιο ο εισαγγελέας εφετών

ορίζει με διάταξη τη συγκρότηση των παραπάνω δικαστηρίων για τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο

και Σεπτέμβριο, αν κατά την κρίση του εξαιρετικοί λόγοι επιβάλλουν τη συγκρότησή τους και σ'

αυτούς τους μήνες. 2. Οι παραπάνω διατάξεις του εισαγγελέα των εφετών τοιχοκολλούνται στην

αίθουσα κάθε μικτού ορκωτού δικαστηρίου και κάθε μικτού εφετείου αντίστοιχα. Η διάταξη που

εκδίδεται τον Ιούνιο τοιχοκολλάται μόνο στην αίθουσα των δικαστηρίων όπου πρόκειται να

συγκροτηθούν αυτά στους καλοκαιρινούς μήνες.



Άρθρο 379. - Προσόντα ενόρκων.



1. Ικανοί να εκπληρώσουν καθήκοντα ενόρκου είναι: α) Για το μικτό ορκωτό δικαστήριο, οι Έλληνες

πολίτες και των δύο φύλων που κατοικούν ή διαμένουν μόνιμα στην έδρα του πρωτοδικείου όπου

συγκροτείται το μικτό ορκωτό δικαστήριο, έχουν συμπληρώσει το 30ο έτος της ηλικίας τους, δεν

έχουν όμως περάσει το 70ο, έχουν τουλάχιστον απολυτήριο από την στοιχειώδη εκπαίδευση και

δεν έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα. β) Για το μικτό ορκωτό εφετείο, οι Έλληνες

πολίτες και των δύο φύλων που κατοικούν ή διαμένουν μόνιμα στην έδρα του εφετείου, όπου

συγκροτείται το μικτό ορκωτό εφετείο έχουν συμπληρώσει το 40ο έτος της ηλικίας τους, δεν

έχουν όμως περάσει το 70ο, έχουν τουλάχιστον απολυτήριο από Γυμνάσιο παλαιού τύπου ή από

Λύκειο και δεν έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα. Αν δεν υπάρχει επαρκής αριθμός

ενόρκων που κατοικούν ή διαμένουν μόνιμα στην έδρα του εφετείου, θεωρούνται ικανοί για να

εκπληρώσουν τα καθήκοντα του ενόρκου και εκείνοι που κατοικούν ή διαμένουν μόνιμα έξω από

την έδρα αλλά μέσα στην περιφέρεια του εφετείου. 2. Θεωρούνται ότι κατοικούν ή διαμένουν

μόνιμα στην έδρα του δικαστηρίου και οι δημόσιοι πολιτικοί, δημοτικοί ή κοινοτικοί υπάλληλοι, οι

υπάλληλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που υπηρετούν στην έδρα του δικαστηρίου με

σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, καθώς και οι υπάλληλοι οργανισμών ή επιχειρήσεων κοινής

ωφέλειας και τραπεζών, που υπηρετούν στην έδρα αυτού του δικαστηρίου.



Άρθρο 380. - Κωλύματα ενόρκων.



Δεν μπορούν να είναι ένορκοι: α) ισοβίως οι κληρικοί κάθε θρησκεύματος και κάθε γενικά

βαθμού, καθώς και οι μοναχοί β) προσωρινά και όσο διαρκεί η ιδιότητά τους ο πρόεδρος της

δημοκρατίας, ο πρωθυπουργός, οι αντιπρόεδροι της κυβέρνησης, οι υπουργοί, οι υφυπουργοί, οι

γενικοί γραμματείς των υπουργείων, οι βουλευτές, οι καθηγητές πανεπιστημίων, οι νομάρχες, οι

διπλωματικοί υπάλληλοι, οι ισόβιοι δικαστικοί λειτουργοί κάθε κατηγορίας και οι πάρεδροι, το

κύριο προσωπικό του νομικού συμβουλίου του κράτους, οι δήμαρχοι, οι πρόεδροι κοινοτήτων και

οι υπάλληλοι της γραμματείας όλων των δικαστηρίων και των εισαγγελιών.