Pages

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (άρθρα 381-500)


Άρθρο 381. - Ισόβια ανικανότητα.



Δεν είναι ισοβίως ικανοί να εκτελούν τα καθήκοντα του ενόρκου, ανεξάρτητα αν

αποκαταστάθηκαν ή όχι, εκείνοι που καταδικάστηκαν αμετάκλητα για οποιοδήποτε έγκλημα από

δόλο σε ποινή στερητική της ελευθερίας τους πάνω από τρεις μήνες.



Άρθρο 382. - Προσωρινή ανικανότητα.



Δεν είναι προσωρινά ικανοί να εκπληρώσουν τα καθήκοντα του ενόρκου: 1) εκείνοι που

παραπέμφθηκαν για οποιοδήποτε έγκλημα από δόλο για το οποίο ο νόμος προβλέπει ποινή

φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. 2) εκείνοι που βρίσκονται σε δικαστική απαγόρευση ή

αντίληψη. 3) εκείνοι που πτώχευσαν ωσότου αποκατασταθούν. 4) οι ασθενείς διανοητικά. 5) οι

τυφλοί και οι κωφάλαλοι.



Άρθρο 383. - Ετήσιοι γενικοί κατάλογοι ενόρκων.



1. Το συμβούλιο των πλημμελειοδικών και το συμβούλιο των εφετών, αφού ακούσουν τον

εισαγγελέα που υπηρετεί σε καθένα από αυτά, καταρτίζουν έως την 20ή Απριλίου κάθε έτους τον

ετήσιο κατάλογο των ενόρκων για το μικτό ορκωτό δικαστήριο και για το μικτό ορκωτό εφετείο,

αντίστοιχα, με βάση τα κριτήρια των άρθρων 379, 380, 381 και 382. 2. Οι κατάλογοι

συντάσσονται αλφαβητικά και περιέχουν το επώνυμο, το κύριο όνομα, το όνομα του πατέρα και -

προκειμένου για έγγαμη γυναίκα - το όνομα και το επώνυμο του συζύγου της, την ηλικία, το

επάγγελμα, τη διεύθυνση και τις γραμματικές γνώσεις. Κατά τη σύνταξη των καταλόγων

προτιμούνται πάντοτε εκείνοι που παρέχουν τις εγγυήσεις χρηστότητας, αμεροληψίας,

ανεξαρτησίας γνώμης και κοινωνικής πείρας, καθώς επίσης και όσοι έχουν μόρφωση ανώτερη

από εκείνη που απαιτεί ο νόμος για κάθε κατάλογο ενόρκων. 3. Για να συνταχθεί ο κατάλογος, οι

παραπάνω εισαγγελείς μπορούν να ζητούν σχετικές πληροφορίες και ονομαστικές καταστάσεις,

που να περιέχουν τα στοιχεία τα αναφερόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, από κάθε

δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή, καθώς και από κάθε νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού

δικαίου. Τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν διαβιβάζονται έγκαιρα από τον εισαγγελέα στο

αντίστοιχο συμβούλιο της πρώτης παραγράφου, το οποίο μπορεί από αυτά να συμπεριλάβει

στον κατάλογο όσα ονόματα κρίνει. Μπορεί επίσης κάθε συμβούλιο να συμπεριλάβει στον

κατάλογο και άλλα ονόματα που δεν αναφέρονται στους παραπάνω καταλόγους. 4. Ο κατάλογος

αποτελείται, όσο είναι δυνατό, από ίσο αριθμό ονομάτων αντρών και γυναικών. Περιέχει

συνολικά: α) για την Αθήνα έως 1.200, όχι όμως λιγότερα από 800 ονόματα. β) για τη

Θεσσαλονίκη, Πειραιά και Πάτρα έως 1.000, όχι όμως λιγότερα από 600 ονόματα και γ) για τις

υπόλοιπες πόλεις έως 750, όχι όμως λιγότερα από 150 ονόματα. 5. Το αργότερο έως το τέλος

Απριλίου ο εισαγγελέας στέλνει στο γραμματέα του συμβουλίου όπου υπηρετεί και στο δήμαρχο

της έδρας του από ένα αντίγραφο του καταλόγου των ενόρκων και από την πρώτη έως και τη

δέκατη πέμπτη Μαΐου οι κατάλογοι παραμένουν τοιχοκολλημένοι στα γραφεία του συμβουλίου

και του δημαρχείου για να ενημερώνονται οι πολίτες.



Άρθρο 384. - Αιτήσεις - ενστάσεις και εκδίκασή τους. Οριστικοποίηση καταλόγου.



1. Έως το τέλος Μαΐου ο εισαγγελέας πρωτοδικών, όσοι συμπεριλήφθηκαν στον κατάλογο, αλλά

και κάθε πολίτης μπορούν να υποβάλλουν στο συμβούλιο πλημμελειοδικών αιτήσεις για να

εγγραφούν ένορκοι εκείνοι που έχουν τα προσόντα τα αναφερόμενα στο άρθρο 379 ή ενστάσεις

για να διαγραφούν όσοι δεν έχουν ή έχασαν τα προσόντα αυτά ή υπάγονται σε κάποιαν από τις

περιπτώσεις κωλύματος ή ισόβιας ή προσωρινής ανικανότητας που αναφέρονται στα άρθρα 380,

381 και 382 ή όσοι έχουν άγνωστη διαμονή ή είναι ανύπαρκτα πρόσωπα ή έχουν πεθάνει. Οι

αιτήσεις και οι ενστάσεις γίνονται στο γραμματέα της εισαγγελίας πρωτοδικών με έγγραφο, που

του παραδίδεται, και ταυτόχρονα συντάσσεται έκθεση για την εγχείριση του εγγράφου, ή

προφορικά, οπότε συντάσσεται έκθεση για την προφορική αίτηση ή ένσταση, η οποία

υπογράφεται από εκείνον που υποβάλλει την αίτηση ή την ένσταση, καθώς και από το

γραμματέα, που τις υποβάλλει στον εισαγγελέα στον οποίο υπηρετεί. 2. Στο πρώτο δεκαήμερο

του Ιουνίου ο εισαγγελέας πρωτοδικών υποβάλλει στο συμβούλιο πλημμελειοδικών τις αιτήσεις

και τις ενστάσεις της παραπάνω παραγράφου μαζί με τις προτάσεις τους. 3. Μέσα στον ίδιο

μήνα το συμβούλιο πλημμελειοδικών αποφαίνεται για τις αιτήσεις και τις ενστάσεις με απόφασή

του και εγγράφει αυτούς που πρέπει να εγγραφούν, διαγράφει αυτούς που πρέπει να

διαγραφούν και κηρύσσει τον κατάλογο οριστικό• ο κατάλογος ισχύει για το αμέσως επόμενο

δικαστικό έτος από την 1η Οκτωβρίου έως τις 30 Σεπτεμβρίου. 4. Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν

καταρτιστεί ή δεν κηρυχθεί οριστικός ο ετήσιος γενικός κατάλογος, ισχύει ο οριστικός κατάλογος

του προηγούμενου δικαστικού έτους.



Άρθρο 385. - Κατάλογος των ενόρκων για τη σύνοδο.



1. Δέκα πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν αρχίσει η μηνιαία σύνοδος του μικτού ορκωτού

δικαστηρίου το οικείο συμβούλιο πλημμελειοδικών, αφού ακούσει τον εισαγγελέα, με απόφασή

του εκλέγει γι' αυτή τη σύνοδο από την ετήσιο γενικό κατάλογο α) στην Αθήνα 100 ενόρκους, β)

στην Θεσσαλονίκη, Πειραιά και Πάτρα από 80 ενόρκους και γ) στις υπόλοιπες πόλεις από 60

ενόρκους. 2. Την ίδια ημέρα που εκλέγονται οι ένορκοι κάθε συνόδου το τριμελές

πλημμελειοδικείο κληρώνει από εκείνους που εκλέχθηκαν κατά την παραπάνω παράγραφο: α) για

το μικτό ορκωτό δικαστήριο Αθηνών, 40 ενόρκους, β) για το μικτό ορκωτό δικαστήριο

Θεσσαλονίκης, Πειραιά και Πάτρας, από 36 ενόρκους και γ) για το μικτό ορκωτό δικαστήριο των

άλλων πόλεων από 32 ενόρκους• στην κλήρωση είναι παρών και ο εισαγγελέας και συντάσσεται

πρακτικό. Στο πρακτικό συμπεριλαμβάνεται ο κατάλογος των ενόρκων που κληρώθηκαν για τη

σύνοδο, στον οποίο καταχωρίζονται τα ονόματα των ενόρκων με την σειρά της κλήρωσής τους και

με σημείωση του αριθμού που έχει καθένας από εκείνους που κληρώθηκαν στον ετήσιο γενικό

κατάλογο. Οι ένορκοι που κληρώθηκαν δεν περιλαμβάνονται στην εκλογή των ενόρκων για τη

σύνοδο του αμέσως επομένου μήνα. 3. Από τους ενόρκους που σύμφωνα με την παραπάνω

παράγραφο κληρώθηκαν: α) οι 20 που κληρώθηκαν πρώτοι από το συμβούλιο πλημμελειοδικών

Αθηνών είναι οι ένορκοι της περιόδου του πρώτου δωδεκαημέρου της συνόδου του μικτού

ορκωτού δικαστηρίου Αθηνών, και οι υπόλοιποι 20 ύστερα από αυτούς είναι οι ένορκοι της

περιόδου του δευτέρου δωδεκαημέρου της ίδιας συνόδου, β) οι 18 πρώτοι που κληρώθηκαν από

τα συμβούλια πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, Πειραιά και Πάτρας είναι οι ένορκοι της περιόδου

του πρώτου δωδεκαημέρου της συνόδου του μικτού ορκωτού δικαστηρίου της έδρας του

καθενός, και οι υπόλοιποι 18 ύστερα από αυτούς είναι οι ένορκοι της περιόδου του δευτέρου

δωδεκαημέρου της ίδιας συνόδου και γ) οι 16 πρώτοι που κληρώθηκαν από κάθε συμβούλιο

πλημμελειοδικών των υπόλοιπων πόλεων είναι οι ένορκοι της περιόδου του πρώτου

δωδεκαημέρου της συνόδου του μικτού ορκωτού δικαστηρίου της έδρας του καθενός και οι

υπόλοιποι 16 είναι οι ένορκοι της περιόδου του δεύτερου δωδεκαημέρου της ίδιας συνόδου.



Άρθρο 386. - Παράλειψη εκλογής και κλήρωσης.



Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν έγινε από κάποιο συμβούλιο πλημμελειοδικών ή τριμελές

πλημμελειοδικείο η εκλογή ή η κλήρωση των ενόρκων για κάποια σύνοδο σύμφωνα με το

παραπάνω άρθρο, ισχύει γι' αυτή τη σύνοδο ο κατάλογος των ενόρκων της προηγούμενης

συνόδου, για την οποία έγινε κλήρωση, ακόμη και αν αυτή ανήκει στο προηγούμενο δικαστικό

έτος• οι ένορκοι αυτοί θεωρείται ότι κληρώθηκαν και για τη σύνοδο όπου έγινε η παράλειψη,

χωρίς να ισχύει ο περιορισμός του τελευταίου εδαφίου της παρ.2 του προηγούμενου άρθρου.



Άρθρο 387. - Κλήτευση και δηλώσεις των ενόρκων που κληρώθηκαν.



1. Οι ένορκοι που κληρώθηκαν για τη σύνοδο καλούνται με κλήση του εισαγγελέα πρωτοδικών να

εμφανιστούν στους τακτικούς δικαστές του μικτού ορκωτού δικαστηρίου την ημέρα που αρχίζει η

σύνοδος και να εμφανίζονται σ' αυτούς για να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους σε κάθε δικάσιμο

της δωδεκαήμερης περιόδου για την οποία κληρώθηκαν. 2. Η κλήση επιδίδεται σ' αυτούς που

κληρώθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 155 παρ.1-2 πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν

αρχίσει η σύνοδος. 3. Οι ένορκοι που κληρώθηκαν για τη σύνοδο οφείλουν πριν από την έναρξη

της συνόδου να δηλώσουν στον εισαγγελέα των πρωτοδικών -που τους καλεί γι' αυτό το σκοπό-

αν έχουν ή έχασαν τα κατά το άρθρο 379 προσόντα ή αν υπάγονται σε κάποια από τις

περιπτώσεις κωλύματος ή ισόβιας ή προσωρινής ανικανότητας που αναφέρονται στα άρθρα 380,

381 και 382, για να εκπληρώσουν τα καθήκοντα του ενόρκου. 4. Τη δήλωση αυτή μπορούν να την

κάνουν οι ένορκοι και με δική τους πρωτοβουλία. 5. Για τη δήλωση συντάσσεται έκθεση, που την

υπογράφουν εκείνος που δηλώνει, ο εισαγγελέας και ο γραμματέας. 6. Ο ένορκος που παραλείπει

να κάνει τη δήλωση που οφείλει ύστερα από την πρόσκληση του εισαγγελέα ή αποκρύπτει την

αλήθεια, είτε με τη δήλωση αυτή είτε με τη δήλωση που έκανε από δική του πρωτοβουλία,

τιμωρείται με φυλάκιση το πολύ ενός έτους ή με χρηματική ποινή.



Άρθρο 388. - Διαγραφή και αντικατάσταση των ενόρκων που κληρώθηκαν.



1. Στη συνεδρίαση που γίνεται στο ακροατήριο κατά την ημέρα που αρχίζει η σύνοδος διαβάζεται

ο κατάλογος των ενόρκων που κληρώθηκαν για τη σύνοδο και για τις δύο δωδεκαήμερες

περιόδους της συνόδου. Οι τακτικοί δικαστές του μικτού ορκωτού δικαστηρίου με την ανάγνωση

του καταλόγου διατάσσουν να διαγραφούν εκείνοι από τους ενόρκους που κληρώθηκαν για τους

οποίους προκύπτει ότι δεν έχουν ή ότι έχασαν τα κατά το άρθρο 379 προσόντα ή ότι υπάγονται

σε κάποια από τις περιπτώσεις κωλύματος ή ισόβιας ή προσωρινής ανικανότητας που

αναφέρονται στα άρθρα 380, 381 και 382, για να εκπληρώσουν τα καθήκοντα του ενόρκου, ή ότι

έχουν άγνωστη διαμονή ή ότι είναι ανύπαρκτα πρόσωπα ή ότι έχουν πεθάνει• η διαταγή αυτή

μνημονεύεται στο πρακτικό της συνεδρίασης. Επίσης προκειμένου για τις δηλώσεις που έγιναν

σύμφωνα με το άρθρο 387 παρ.3 έως 4, διατάσσουν με τον ίδιο τρόπο να διαγραφούν από τον

ίδιο κατάλογο της συνόδου εκείνοι που υπέβαλαν αυτές τις δηλώσεις, αν και γι' αυτούς υπάρχει

κάποιος λόγος από τους αναφερόμενους παραπάνω σχετικά με τα προσόντα και τις περιπτώσεις

κωλύματος ή ισόβιας ή προσωρινής ανικανότητας. 2. Οι ίδιοι τακτικοί δικαστές ευθύς μετά την

διαγραφή και στην ίδια συνεδρίαση κληρώνουν από εκείνους τους ενόρκους που εκλέχθηκαν για

τη σύνοδο σύμφωνα με το άρθρο 385 παρ.1 ίσον αριθμό άλλων ενόρκων αντίστοιχα με εκείνους

που διαγράφηκαν• οι ένορκοι αυτοί αντικαθιστούν εκείνους που διαγράφηκαν και παίρνουν τη

θέση τους με τον ίδιο αριθμό κλήρωσης που είχαν οι διαγραμμένοι• για όλα αυτά γίνεται

αναφορά στο πρακτικό. Οι ένορκοι που κληρώθηκαν με αυτό τον τρόπο ειδοποιούνται αμέσως ότι

οφείλουν να εμφανίζονται στους τακτικούς δικαστές του μικτού ορκωτού δικαστηρίου στις

επόμενες ύστερα από την κλήρωσή τους δικασίμους της δωδεκαήμερης περιόδου που

κληρώθηκαν για να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους• η ειδοποίηση γίνεται με επίδοση σ'

αυτούς κλήσης του εισαγγελέα πρωτοδικών. 3. Όλα όσα ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2

αυτού του άρθρου καθώς και στις παραγράφους 3, 4, 5 και 6 του άρθρου 387, εφαρμόζονται και

κατά τη διάρκεια της συνόδου, αν σ' αυτή εμφανιστούν δυσκολίες ως προς τη σύνθεση του

μικτού ορκωτού δικαστηρίου για τους λόγους που αναφέρονται στα άρθρα αυτά.



Άρθρο 389. - Απαλλαγή από τα τέλη.



Συντάσσονται ατελώς όλες οι αιτήσεις, ενστάσεις και εκθέσεις για εγγραφή ή διαγραφή ενόρκων

κατά το άρθρο 384 παρ.2, καθώς και δηλώσεις και εκθέσεις για τα προσόντα, κωλύματα ή την

ισόβια ή την προσωρινή ανικανότητα των ενόρκων κατά το άρθρο 387 παρ.3, 4, 5 και 6, όπως

επίσης και τα σχετικά με αυτά πρακτικά που γίνονται κατά το άρθρο 388 παρ.1 και 2.



Άρθρο 390. - Αμφιβολίες για την ταυτότητα των ενόρκων που κληρώθηκαν.



1. Κάθε αμφιβολία ή αμφισβήτηση για την ταυτότητα ενόρκου που κληρώθηκε για τη σύνοδο

μπορεί να προβληθεί στους τακτικούς δικαστές του μικτού ορκωτού δικαστηρίου μόνο κατά την

ανάγνωση του καταλόγου των ενόρκων είτε την ημέρα που αρχίζει η σύνοδος είτε την ημέρα της

δικασίμου• στη δεύτερη όμως περίπτωση, κατά την ανάγνωση που γίνεται για να

συμπληρωθούν τα ονόματα και να τοποθετηθούν στην κληρωτίδα μόλις εκφωνηθεί το όνομα του

ενόρκου και πριν διαβαστεί το επόμενο όνομα• διαφορετικά καλύπτεται κάθε ακυρότητα που

προκύπτει από αυτό το λόγο. 2. Αν οι τακτικοί δικαστές αποφανθούν ότι εκείνος που

προσκλήθηκε ή εμφανίστηκε δεν είναι ο ένορκος που κληρώθηκε, καθώς και ότι ο ένορκος που

κληρώθηκε δεν έχει ή έχασε τα κατά το άρθρο 379 προσόντα ή ότι υπάγεται σε κάποια από τις

περιπτώσεις κωλύματος ή ισόβιας ή προσωρινής ανικανότητας που αναφέρονται στα άρθρα 380,

381 και 382, ή ότι έχει άγνωστη διαμονή ή ότι είναι ανύπαρκτο πρόσωπο ή ότι έχει πεθάνει,

διατάσσουν να διαγραφεί από τον κατάλογο των ενόρκων της συνόδου. Κατόπιν εφαρμόζονται

όσα ορίζει το άρθρο 388 παρ.2.



Άρθρο 391. - Επακόλουθα από την απουσία ενόρκων - Ποινή των λιπενόρκων.



1. Οι ένορκοι που κληρώθηκαν για τη σύνοδο, αν κλητεύθηκαν κατά το άρθρο 387 παρ.1 και 2,

οφείλουν να εμφανίζονται στους τακτικούς δικαστές του μικτού ορκωτού δικαστηρίου την ημέρα

που αρχίζει η σύνοδος, καθώς και σε άλλη δικάσιμο της δωδεκαήμερης περιόδου για την οποία

κληρώθηκαν, για να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους. Την ίδια υποχρέωση έχει σε κάθε δικάσιμο

της περιόδου για την οποία κληρώθηκε, και κάθε ένορκος που έχει κληρωθεί για να

αντικαταστήσει όποιον διαγράφηκε, αν ειδοποιήθηκε σχετικά κατά το άρθρο 388 παρ.2. 2. Οι

ένορκοι που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, αν απουσιάσουν χωρίς νόμιμο λόγο,

τιμωρούνται με απόφαση των τακτικών δικαστών αμέσως μετά την ανάγνωση του καταλόγου των

ενόρκων με χρηματική ποινή 59 έως 120 ευρώ. Τιμωρούνται επίσης για κάθε νέα απουσία στη

διάρκεια της ίδιας δωδεκαήμερης περιόδου με χρηματική ποινή 88 έως 180 ευρώ. 3. Νόμιμοι

λόγοι απουσίας θεωρούνται: α) ασθένεια του ενόρκου ή μέλους της οικογένειάς του, που δεν του

επιτρέπει να εμφανιστεί προσωπικά και βεβαιώνεται με ιατρικό πιστοποιητικό. β) έκτακτη

δημόσια υπηρεσία, που βεβαιώνεται επίσημα και αιτιολογημένα από την προϊσταμένη αρχή. γ)

σπουδαίοι και ειδικώς κάθε φορά διαπιστωμένοι λόγοι, που έκαναν αδύνατη την προσωπική

εμφάνιση του ενόρκου. 4. Οι τακτικοί δικαστές του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, αν η απουσία

των ενόρκων κάνει αδύνατη την κλήρωση για τη σύνθεση του δικαστηρίου, μπορούν να

διατάσσουν τη βίαιη προσαγωγή τους καθώς και τη διακοπή της συνεδρίασης κατά το άρθρο

402, για να εκτελεστεί η βίαιη προσαγωγή• αυτό μπορεί να γίνει ανεξάρτητα από το αν

εφαρμοστούν οι προηγούμενες παράγραφοι και τα οριζόμενα στο άρθρο 392. 5. Οι διατάξεις των

προηγούμενων παραγράφων, καθώς και του άρθρου 392, εφαρμόζονται αναλόγως και αν, χωρίς

να υπάρχει περίπτωση ανώτερης βίας, ο ένορκος που κληρώθηκε αποχώρησε κατά τη διάρκεια

της συνεδρίασης ή δεν επέστρεψε ύστερα από διακοπή της. (ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα χρηματικά ποσά σε

δραχμές του παρόντος άρθρου έχουν μετατραπεί σε ευρώ σύμφωνα με τα άρθρα 3 έως 5 του ν.

2943/2001 ΦΕΚ 203Α/12-09-2001, 2 του ν. 2842/2000 ΦΕΚ 207Α/27-09-2000 και τον

Καν1103/1997ΕΕ).



Άρθρο 392. - Αίτηση ακύρωσης από τους ενόρκους που τιμωρήθηκαν.



1. Οι αποφάσεις που επιβάλλουν την ποινή που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του

προηγούμενου άρθρου συντάσσονται και υπογράφονται μέσα σε πέντε ημέρες• ο γραμματέας

στέλνει αντίγραφά τους το αργότερο την επόμενη ημέρα από την υπογραφή τους στον

εισαγγελέα εφετών, και, αν πρόκειται για δικαστήριο έξω από την έδρα του εφετείου, στον

εισαγγελέα πρωτοδικών. Ο εισαγγελέας φροντίζει την ίδια ημέρα να επιδοθεί σ' εκείνον που

τιμωρήθηκε η απόφαση είτε με δικαστικό επιμελητή είτε με επιμελητή των δικαστηρίων. Αν η

επίδοση γίνεται έξω από την πόλη όπου έχει την έδρα του το δικαστήριο, ή έξω από τους

συνοικισμούς ή τα προάστιά της, είναι δυνατό να δοθεί παραγγελία γι' αυτήν σε κάθε όργανο της

δημόσιας δύναμης, αν δεν υπάρχει επιμελητής ή απουσιάζει ή έχει κώλυμα. 2. Αν ο ένορκος που

τιμωρήθηκε είχε νόμιμο λόγο να απουσιάσει, από ανώτερη όμως βία ή ανυπέρβλητα αίτια δεν

μπόρεσε να τον γνωστοποιήσει στους τακτικούς δικαστές του μικτού ορκωτού δικαστηρίου την

ημέρα που απουσίαζε, μπορεί να υποβάλει αίτηση για ακύρωση της απόφασης μέσα σε 15

ημέρες από τότε που έγινε η επίδοση• η αίτηση παραδίδεται στο γραμματέα του μικτού

ορκωτού δικαστηρίου, ο οποίος συντάσσει έκθεση γι' αυτήν. Η αίτηση πρέπει να περιέχει ειδικά

και συγκεκριμένα το λόγο της απουσίας, καθώς και τα περιστατικά εξ' αιτίας των οποίων δεν έγινε

δυνατό να γνωστοποιηθεί έγκαιρα• η αίτηση καταχωρίζεται αμέσως από το γραμματέα στο

οικείο βιβλίο και στέλνεται στον εισαγγελέα που αναφέρεται στην παράγραφο 1. 3. Αναστέλλει

την εκτέλεση της απόφασης η υποβολή αίτησης για ακύρωση σύμφωνα με τα παραπάνω. 4. Ο

εισαγγελέας εισάγει την αίτηση σε επόμενη σύνοδο, όσο το δυνατό πιο σύντομα, ύστερα όμως

από προηγούμενη κλήτευση εκείνου που υπέβαλε την αίτηση. Η κλήση επιδίδεται οκτώ ημέρες

τουλάχιστον πριν από τη συζήτηση• η προθεσμία αυτή για εμφάνιση δεν παρεκτείνεται εξαιτίας

της απόστασης. 5. Οι τακτικοί δικαστές του μικτού ορκωτού δικαστηρίου αποφαίνονται

αμετάκλητα ως προς την αίτηση. Εκείνος που υπέβαλε την αίτηση έχει την υποχρέωση να

εμφανιστεί ο ίδιος ή να παραστεί δια πληρεξουσίου, ο οποίος έχει ειδική εντολή με

συμβολαιογραφικό έγγραφο. Διαφορετικά η αίτηση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη. Αν η αίτηση

γίνει τυπικά δεκτή και κριθεί βάσιμη στην ουσία, ακυρώνεται η απόφαση που προσβάλλεται με

αυτήν.



Άρθρο 393. - Άδειες απουσίας των ενόρκων.



1. Με αίτηση του ενόρκου μπορεί κατά τη διάρκεια της συνόδου να του δοθεί άδεια απουσίας. 2.

Η άδεια δίνεται με απόφαση των τακτικών δικαστών του μικτού ορκωτού δικαστηρίου μόνο αν

διαπιστωθεί αιτιολογημένα ότι υπάρχει απόλυτη ανάγκη να απέχει ο ένορκος από τις

συνεδριάσεις ή να απομακρυνθεί από την έδρα του δικαστηρίου και πιθανολογείται ότι δεν θα

προκύψουν από το λόγο αυτό δυσκολίες για να κληρωθούν ένορκοι, ώστε να συζητηθούν οι

υποθέσεις.



Άρθρο 394. - Κλήρωση ενόρκων για να συζητηθεί υπόθεση.



Πριν αρχίσει να συζητείται κάθε υπόθεση, διαβάζεται σε δημόσια συνεδρίαση με την παρουσία

του εισαγγελέα και του κατηγορουμένου ο κατάλογος των ενόρκων της δωδεκαήμερης περιόδου,

για την οποία προσδιορίστηκε η υπόθεση• τα ονόματα που υπάρχουν στον κατάλογο

διαβάζονται δυνατά με τη σειρά που είναι γραμμένα, ωσότου συμπληρωθεί από τους παρόντες

ενόρκους ο αριθμός δέκα (10). Τα ονόματα αυτών των δέκα (10) ενόρκων μπαίνουν στην

κληρωτίδα για να κληρωθούν οι τέσσερις (4) που μετέχουν με τους τακτικούς δικαστές στη

σύνθεση του μικτού ορκωτού δικαστηρίου που θα δικάσει την υπόθεση.



Άρθρο 395. - Ασυμβίβαστα για τους ενόρκους.



Με αίτηση του εισαγγελέα, του πολιτικώς ενάγοντος ή του κατηγορουμένου, καθώς και με

δήλωση του ενόρκου, του οποίου το όνομα διαβάστηκε από τον κατάλογο, και ύστερα από

απόφαση των τακτικών δικαστών δεν περιλαμβάνεται στην κληρωτίδα το όνομα του ενόρκου ο

οποίος εξαιτίας της υπηρεσίας του συνέπραξε άμεσα ή έμμεσα στην ανάκριση της υπόθεσης ή

ως μάρτυρας κατέθεσε ή ως πραγματογνώμονας γνωμοδότησε ή έχει συμφέρον επειδή

αδικήθηκε ή ζημιώθηκε ή υπήρξε κατά την προδικασία συνήγορος ενός από τους διαδίκους και

έδωσε συμβουλές, συνέταξε υπομνήματα, δικόγραφα πολιτικών αγωγών, αιτήσεων κ.λπ. ή

υπήρξε ή είναι συνήγορος στο ακροατήριο για οποιονδήποτε συμμέτοχο ή τον πολιτικώς

ενάγοντα ή τον κατηγορούμενο ή τον αστικώς υπεύθυνο• επίσης δεν περιλαμβάνονται στην

κληρωτίδα ούτε τα ονόματα των ενόρκων που είναι σε ευθεία ή πλάγια γραμμή συγγενείς έως

έκτου βαθμού εξ αίματος ή τέταρτου εξ αγχιστείας με τον πολιτικώς ενάγοντα, τον

κατηγορούμενο, τον αστικώς υπεύθυνο ή τους συνηγόρους. Έτσι, αφού παραλειφθούν τα

ονόματα των ενόρκων που υπάγονται σε μια από αυτές τις περιπτώσεις, συνεχίζεται η ανάγνωση

των ονομάτων ίσου αριθμού από τους επόμενους, ωσότου συμπληρωθεί ο αριθμός των δέκα

(10) ενόρκων, που τα ονόματά τους θα περιληφθούν στην κληρωτίδα. Αν δεν υποβληθεί αίτηση

και δεν γίνει καμία δήλωση, θεωρείται ότι το μικτό ορκωτό δικαστήριο συγκροτήθηκε νόμιμα, και

καλύπτεται κάθε ακυρότητα εξαιτίας αυτού του λόγου.



Άρθρο 396. - Εξαίρεση ενόρκων.



1. Αφού τεθούν στην κληρωτίδα σύμφωνα με τα άρθρα 394 και 395 τα ονόματα των δέκα (10)

ενόρκων, ο πρόεδρος του μικτού ορκωτού δικαστηρίου εξάγει κάθε φορά ένα όνομα. το όνομα

αυτό διαβάζει δυνατά ο πρόεδρος και το γνωστοποιεί ιδιαίτερα στον εισαγγελέα και στον

κατηγορούμενο, για να ασκήσουν το δικαίωμα εξαίρεσης κατά την επόμενη παράγραφο, ωσότου,

και αφού εξαντληθεί το δικαίωμα αυτό, συμπληρωθεί ο αριθμός των τεσσάρων (4) ενόρκων που

απαιτούνται για τη σύνθεση του δικαστηρίου. 2. Ο εισαγγελέας και ο κατηγορούμενος έχουν το

δικαίωμα να εξαιρέσουν ο καθένας δύο (2) ενόρκους. 3. Αν υπάρχουν πολλοί κατηγορούμενοι

στην ίδια δίκη και δεν συμφωνούν μεταξύ τους σχετικά με την εξαίρεση, προσδιορίζεται με κλήρο

η σειρά με την οποία καθένας από τους κατηγορουμένους θα ασκήσει το δικαίωμα εξαίρεσης•

έτσι, στον κατηγορούμενο που έτυχε να είναι πρώτος γίνεται η ερώτηση πριν από τους άλλους,

και, αν αυτός δεν ασκήσει το δικαίωμα εξαίρεσης, γίνεται η ερώτηση στο δεύτερο, και αυτό

συνεχίζεται με τους υπόλοιπους, ωσότου εξαντληθεί το δικαίωμα εξαίρεσης των ενόρκων. 4. Για

κάθε όνομα μπορεί πρώτα ο εισαγγελέας και κατόπιν ο κατηγορούμενος να εκφραστεί ελεύθερα,

αν θέλει να εξαιρέσει τον ένορκο που κληρώθηκε. Ούτε ο κατηγορούμενος ούτε ο εισαγγελέας

έχουν την υποχρέωση να αιτιολογήσουν την εξαίρεση.



Άρθρο 397. - Αναπληρωματικοί ένορκοι.



1. Ο πρόεδρος του μικτού ορκωτού δικαστηρίου μπορεί κατά την ανάγνωση του καταλόγου των

ενόρκων να διατάξει να διαβαστούν δυνατά τα ονόματα δύο (2) ακόμη ενόρκων, πέρα από τους

δέκα (10) που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 394• αυτό είναι δυνατό να γίνει, αν ο πρόεδρος

κρίνει ότι εξαιτίας της διάρκειας που προβλέπεται για τη δίκη είναι ενδεχόμενο μερικοί από τους

ενόρκους να μην μπορέσουν να παραμείνουν στη σύνθεση του δικαστηρίου έως το τέλος της

διαδικασίας. Στην περίπτωση αυτή το άρθρο 395 εφαρμόζεται και κατά την ανάγνωση των

ονομάτων των δύο (2) αυτών ενόρκων και στην κληρωτίδα τίθενται τα ονόματα των δώδεκα (12)

ενόρκων, που μ' αυτόν τον τρόπο διαβάστηκαν δυνατά• από τα ονόματα αυτά κληρώνονται έξι

(6) ένορκοι, και ο κατηγορούμενος μπορεί να εξαιρέσει και έναν (1) ακόμα ένορκο, πέρα από το

σύμφωνα με το άρθρο 396 παρ.2 δικαίωμά του για εξαίρεση. 2. Από τους έξι (6) ενόρκους που

κληρώθηκαν σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, οι τέσσερις (4) πρώτοι με τη σειρά που

κληρώθηκαν είναι τακτικοί και οι δύο επόμενοι αναπληρωματικοί. 3. Οι αναπληρωματικοί ένορκοι

βρίσκονται στην έδρα σε όλη τη διάρκεια της συζήτησης και αναπληρώνουν με την σειρά που

κληρώθηκαν τους τακτικούς ενόρκους που θα τύχει να αποχωρήσουν πριν από το τέλος της

διαδικασίας.



Άρθρο 398. - Όρκος ενόρκων.



1. Οι ένορκοι που κληρώθηκαν και δεν εξαιρέθηκαν καταλαμβάνουν στην έδρα του μικτού

ορκωτού δικαστηρίου τις θέσεις που έχουν καθοριστεί γι' αυτούς από τη μία και την άλλη πλευρά

των τακτικών δικαστών και κατόπιν δίνουν τον καθιερωμένο όρκο. 2. Τακτικοί και αναπληρωματικοί

ένορκοι ορκίζονται στη δημόσια συνεδρίαση ενώπιον του εισαγγελέα και του κατηγορουμένου. 3.

Ο πρόεδρος του μικτού ορκωτού δικαστηρίου διαβάζει στους ενόρκους τον παρακάτω όρκο:

"Ορκιστείτε και υποσχεθείτε ότι θα θεωρήσετε με προσοχή και θα εξετάσετε με ευσυνειδησία,

στην διάρκεια της δικαστικής συζήτησης, την κατηγορία εναντίον του, καθώς και την υπεράσπισή

του, ότι δεν θα συνεννοηθείτε με κανέναν σχετικά με την απόφαση που θα εκδοθεί και ότι κατά

την εκπλήρωση των καθηκόντων που σας επιβάλλονται δεν θα ενεργήσετε επηρεασμένοι από

φιλία, έχθρα ή χάρη, ούτε για κάποια ιδιαίτερη ωφέλεια ή για άλλη παρόμοια αιτία, αλλά θα

έχετε στο νου σας μόνο το Θεό, τη δικαιοσύνη και την αλήθεια και ότι θα ψηφίσετε κατά

συνείδηση και κατά την ελεύθερη πεποίθηση που θα σχηματίσετε από τη συζήτηση,

προσφερόμενοι εντελώς πιστά και άδολα, για να έχετε βοηθό το Θεό και το ιερό Ευαγγέλιό του".

4. Στους μη χριστιανούς ενόρκους επαναλαμβάνεται από τον πρόεδρό η ανάγνωση του όρκου

που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο χωρίς να γίνεται στο τέλος η επίκληση του ιερού

Ευαγγελίου. Αν όμως ο όρκος δοθεί χωρίς αυτή την τροποποίηση και δεν υπάρξει αντίρρηση,

είναι έγκυρος και καλύπτεται κάθε ακυρότητα από το λόγο αυτό. 5. Αφού διαβάσει τον όρκο, ο

πρόεδρος του δικαστηρίου, καλεί ονομαστικά κάθε ένορκο, να σηκώσει το δεξί του χέρι και να

προφέρει τη λέξη "ορκίζομαι".



Άρθρο 399. - Πότε προτείνεται η ακυρότητα.



Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του άρθρου 390 παρ.1, 395 και 398 παρ.3, κάθε

ακυρότητα από την παράβαση των διατάξεων των σχετικών με τα προσόντα, τα κωλύματα και

την ισόβια ή την προσωρινή ανικανότητα των ενόρκων, καθώς και κάθε άλλη τυχόν ακυρότητα

εξαιτίας της παράβασης άλλων διατάξεων σχετικών με τους ενόρκους, είναι δυνατό να προταθεί

μόνο έως την ανάγνωση του καταλόγου των ενόρκων στο ακροατήριο (άρθρα 394 και 397) αν

αφορά ορισμένο ένορκο προσωπικά, είναι δυνατό να προταθεί μόνο μόλις διαβαστεί το όνομά

του και πριν από το αμέσως επόμενο όνομα. Διαφορετικά η ακυρότητα από την παράβαση αυτή

καλύπτεται.



Άρθρο 400. - Κλήρωση για περισσότερες υποθέσεις.



Αν στην ίδια δικάσιμο έχουν προσδιοριστεί για να εκδικαστούν περισσότερες από μια υποθέσεις,

μπορεί να γίνει μια μόνο κλήρωση ενόρκων για όλες τις υποθέσεις, ύστερα από απόφαση των

τακτικών δικαστών του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, αν σε κάθε υπόθεση κατηγορούμενος είναι

το ίδιο ή τα ίδια αποκλειστικώς πρόσωπα• στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται μια φορά μόνο

όσα ορίζονται στα άρθρα 394 έως 398.



Άρθρο 401. - Ισοτιμία ψήφων τακτικών δικαστών ενόρκων.



Οι ψήφοι των τακτικών δικαστών και των ενόρκων είναι ισότιμες. Τα δικαιώματα που δίνονται

στους δικαστές κατά το άρθρο 357 τα έχουν και οι ένορκοι.



Άρθρο 402. - Πότε διακόπτεται η συνεδρίαση και διορίζεται συνήγορος.



Οι διατάξεις των άρθρων 375 και 376 εφαρμόζονται και στη διαδικασία του μικτού ορκωτού

δικαστηρίου για κακούργημα. Η διακοπή της δίκης δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερη από τρεις

ημέρες.



Άρθρο 403. - Απαγγελία της κατηγορίας - Ανάγνωση του βουλεύματος.



1. Αφού συγκροτηθεί το δικαστήριο, ενεργούνται όσα ορίζονται στα άρθρα 339 και 342. Κατόπιν ο

εισαγγελέας απαγγέλλει την κατηγορία και παραδίδει στον πρόεδρο του δικαστηρίου τον

κατάλογο με τους μάρτυρες• οι διάδικοι παραδίδουν και αυτοί στον πρόεδρο τον κατάλογο με

τους μάρτυρες που προσκλήθηκαν από αυτούς• με εντολή του προέδρου ο κλητήρας καλεί

ονομαστικά τους μάρτυρες. 2. Αφού διαβαστεί ο κατάλογος με τους μάρτυρες, αν δεν διατάχθηκε

η αναβολή της δίκης σύμφωνα με τα άρθρα 352 και 354, ο γραμματέας διαβάζει δυνατά το

διατακτικό του παραπεμπτικού βουλεύματος, ή το κλητήριο θέσπισμα στην περίπτωση που η

εισαγωγή της κατηγορίας έγινε με απευθείας κλήση (άρθρο 308 παρ.3 και 320 παρ.1). Κατόπιν ο

πρόεδρος εξηγεί με σαφήνεια στον κατηγορούμενο τις εναντίον του κατηγορίες, ζητεί τις

πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 343 και διατάσσει να αρχίσει η συζήτηση.



Άρθρο 404. - Αρμοδιότητα του μικτού ορκωτού δικαστηρίου.



1. Το μικτό ορκωτό δικαστήριο αποφασίζει για την κατηγορία. Επίσης αποφαίνεται: α) για τις

περιστάσεις από τις οποίες εξαρτάται το είδος και το μέτρο της ποινής καθώς και για τους λόγους

αύξησης ή μείωσής της. β) για την κύρια ποινή, την παρεπόμενη και για τα μέτρα ασφάλειας

που πρέπει να επιβληθούν. γ) για τη συνολική ποινή που πρέπει να επιβληθεί δ) για τη

μετατροπή (άρθρο 82 ΠΚ) ή την αναστολή (άρθρο 99 ΠΚ) της ποινής. και ε) για κάθε θέμα που

δεν έχει υπαχθεί στην αρμοδιότητα των τακτικών δικαστών. 2. Το ίδιο δικαστήριο αποφασίζει,

αφού έχει αρχίσει η συζήτηση, αν θα αναβληθεί η εκδίκαση της υπόθεσης σε μεταγενέστερη

δικάσιμο. 3. Σε κάθε περίπτωση που αναβάλλεται η εκδίκαση υπόθεσης σε άλλη δικάσιμο της

ίδιας ή άλλης συνόδου του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, γίνεται νέα συγκρότησή του.



Άρθρο 405. - Αρμοδιότητα των τακτικών δικαστηρίων.



1. Οι τακτικοί δικαστές του μικτού ορκωτού δικαστηρίου αποφασίζουν χωρίς τη σύμπραξη των

ενόρκων: α) για την ταυτότητα του κατηγορουμένου. β) για το θέμα της αρμοδιότητας του

δικαστηρίου, που ανακύπτει προτού αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία. γ) για τη νομιμοποίηση

της παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος ή του αστικώς υπευθύνου. δ) για τις προϋποθέσεις

της έγκυρης εισαγωγής στο ακροατήριο, καθώς και για τα διαδικαστικά ζητήματα που αφορούν

τη διεξαγωγή της διαδικασίας στο ακροατήριο. ε) για τα παρεμπίπτοντα νομικά ζητήματα που

εμφανίζονται και εξετάζονται στη διάρκεια της συζήτησης. στ) για την αναστολή της εκτέλεσης

της απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 471 παρ.2 του Κώδικα. ζ) για τη σύμφωνα με το άρθρο 101

παρ.1 του Ποινικού Κώδικα ανάκληση της αναστολής που χορηγήθηκε. και η) για τις κατά το

άρθρο 71 αστικές απαιτήσεις του κατηγορουμένου που αθωώθηκε. 2. Μόνοι οι τακτικοί δικαστές

κηρύσσουν απαράδεκτη την ποινική δίωξη ή την παύουν οριστικά, αν ο σχετικός λόγος

διαπιστώθηκε από αυτούς όταν άρχιζε η συνεδρίαση και πριν από την κλήρωση των ενόρκων. 3.

Αίτηση για ακύρωση της διαδικασίας ή της απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 341 ή 430

επιτρέπεται μόνο στην περίπτωση καταδίκης συναιτίου για συναφή πράξη σε βαθμό

πλημμελήματος που τελέστηκε από αυτόν• η σχετική αίτηση εκδικάζεται από τους τακτικούς

δικαστές.



Άρθρο 406. - Απόφαση για τις ιδιωτικές απαιτήσεις.



Οι τακτικοί δικαστές, αφού ακουστούν οι διάδικοι, αποφασίζουν στην ποινική απόφαση

ταυτόχρονα και για τις ιδιωτικές απαιτήσεις που υπέβαλε ο πολιτικώς ενάγων, σύμφωνα με όσα

ορίζονται στο άρθρο 371 παρ.3.



Άρθρο 407. - Ανακοίνωση σε εκείνον που καταδικάστηκε.



1. Όταν απαγγελθεί η απόφαση, ο πρόεδρος ανακοινώνει σ' εκείνον που καταδικάστηκε ότι έχει

το δικαίωμα να ασκήσει έφεση ή αναίρεση μέσα στη νόμιμη προθεσμία. Όσα χρειάζονται, ώστε

να είναι έγκυρα και τυπικά δεκτά αυτά τα ένδικα μέσα, εξηγούνται με συντομία στον

καταδικασμένο. 2. Οι τακτικοί δικαστές μπορούν να εκφράσουν αυτεπαγγέλτως ευχή να

μετριαστεί ή να αφεθεί η ποινή με χάρη, αν νομίζουν ότι η ποινή που επιβλήθηκε στην

συγκεκριμένη περίπτωση είναι πολύ αυστηρή σε σχέση με τις συντρέχουσες περιστάσεις.



Άρθρο 408. - Ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του μικτού ορκωτού δικαστηρίου στο μικτό

ορκωτό εφετείο



Για το μικτό ορκωτό εφετείο εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 384 έως 407, και

όπου σ' αυτές αναφέρεται το συμβούλιο πλημμελειοδικών, το τριμελές πλημμελειοδικείο, ο

εισαγγελέας πρωτοδικών και ο γραμματέας της εισαγγελίας πρωτοδικών, εννοείται στην

περίπτωση αυτή το συμβούλιο εφετών (σε τριμελή σύνθεση), το τριμελές εφετείο, ο εισαγγελέας

εφετών και ο γραμματέας της εισαγγελίας εφετών. Όπου στις ίδιες διατάξεις αναφέρονται οι

τακτικοί δικαστές, οι ένορκοι, ο εισαγγελέας και ο γραμματέας του μικτού ορκωτού δικαστηρίου,

εννοούνται στην περίπτωση αυτή οι τακτικοί δικαστές, οι ένορκοι, ο εισαγγελέας και ο

γραμματέας του μικτού ορκωτού εφετείου.



ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ - ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

ΠPΩΤΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Πταίσματα –



1. Πταίσματα που καταλαμβάνονται επ' αυτοφώρω.

Άρθρο 409. - Σύλληψη για πταίσμα.



Σε περίπτωση αυτόφωρου πταίσματος επιτρέπεται η σύλληψη του δράστη από κάθε αστυνομικό

όργανο που έσπευσε ή από ανακριτικό υπάλληλο μόνο για τη βεβαίωση της ταυτότητας του

αυτουργού ή την άμεση εισαγωγή του σε δίκη, οπότε αυτή είναι δυνατή, σύμφωνα με τις

διατάξεις που ακολουθούν.



Άρθρο 410. - Βεβαίωση της ταυτότητας ή άμεση εισαγωγή σε δίκη.



Αν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 409, εκείνος που έχει συλληφθεί είτε

προσάγεται χωρίς καμιά αναβολή κατευθείαν στο πλησιέστερο αστυνομικό κατάστημα, όπου

εξετάζεται αμέσως, οπότε και συντάσσεται έκθεση από τον ίδιο που τον συνέλαβε ή από κάθε

άλλο αστυνομικό υπάλληλο και αμέσως κατόπιν, μόλις βεβαιωθεί η ταυτότητά του, αφήνεται

ελεύθερος, είτε οδηγείται αμέσως στο δημόσιο κατήγορο, αν υπάρχει πταισματοδικείο στον ίδιο

τόπο και συνεδριάζει εκείνη την ώρα ή μπορεί να συνεδριάσει αμέσως, και προσκομίζονται εκεί οι

σχετικές αποδείξεις, οπότε εισάγεται αμέσως σε δίκη σύμφωνα με τις παρακάτω διατάξεις.



Άρθρο 411. - Χρόνος και τόπος των συνεδριάσεων του πταισματοδικείου.



Προκειμένου να εκδικάσει τα πταίσματα που καταλαμβάνονται επ' αυτοφώρω, το

πταισματοδικείο μπορεί να συνεδριάζει οποιαδήποτε ημέρα και ώρα στο ακροατήριό του ή σε

άλλον τόπο, που ορίζεται με διαταγή του Υπουργού της Δικαιοσύνης. Στις πόλεις όπου υπάρχουν

διορισμένοι περισσότεροι πταισματοδίκες μπορεί να οριστεί κατά τον ίδιο τρόπο ότι το

πταισματοδικείο θα συνεδριάζει μόνιμα ημέρα και νύχτα ή κάθε ημέρα και ορισμένες νυχτερινές

ώρες.



Άρθρο 412. - Πρόσκληση των μαρτύρων. Ανακοίνωση της κατηγορίας.



Για να εισαχθεί αμέσως σε δίκη ο δράστης που έχει συλληφθεί επ' αυτοφώρω ο ανακριτικός

υπάλληλος ή το αστυνομικό όργανο που τον συνέλαβε έχει υποχρέωση ταυτόχρονα να καλέσει

προφορικά τους παρόντες μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης, αυτοί έχουν υποχρέωση να

μεταβούν μαζί του στο αρμόδιο δικαστικό ή αστυνομικό κατάστημα• αν δεν προσέλθουν ύστερα

από την κλήση, εφαρμόζονται τα άρθρα 231 και 232. Αν ο δημόσιος κατήγορος κρίνει ότι η πράξη

έχει πράγματι το χαρακτήρα πταίσματος, διατυπώνει την κατηγορία γραπτά ή προφορικά και την

ανακοινώνει στον κατηγορούμενο αμέσως πριν από την έναρξη της δίκης. Αν όμως κρίνει ότι η

πράξη είναι πλημμέλημα, παραπέμπει εκείνον που έχει συλληφθεί στον εισαγγελέα σύμφωνα με

το άρθρο 279.



Άρθρο 413. - Παραπομπή στην κοινή διαδικασία.



Αν ο πταισματοδίκης κρίνει ότι το πταίσμα δεν έχει καταληφθεί επ' αυτοφώρω ή αν οι αποδείξεις

που προσκομίζονται δεν είναι επαρκείς, παραπέμπει την υπόθεση στην κοινή πταισματική

διαδικασία και αφήνει ελεύθερον εκείνον που έχει συλληφθεί. Ως προς τα υπόλοιπα τηρούνται οι

κανόνες της κύριας διαδικασίας στο ακροατήριο.



2. Πταίσματα που βεβαιώνονται με έκθεση.

Άρθρο 414.

Πταίσματα που βεβαιώνονται με έκθεση. Διαδικασία.



Όταν δημόσια αρχή ή δημόσιος υπάλληλος ή αστυνομικό όργανο, έχοντας σχηματίσει δική του

αντίληψη κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του, καταμηνύει κάποιον για πταίσμα, ο αρμόδιος

πταισματοδίκης, μόλις πάρει τη μήνυση και ύστερα από έγγραφη πρόταση του δημοσίου

κατηγόρου, όπου υπάρχει, επιβάλλει στον παραβάτη σε δημόσια συνεδρίαση τη νόμιμη ποινή•

αν ο πταισματοδίκης θεωρεί ότι τα στοιχεία που προσκομίζονται δεν είναι επαρκή για να

σχηματίσει την πεποίθησή του, παραπέμπει την υπόθεση στη συνήθη διαδικασία• αν δεν

πείθεται για την ενοχή του κατηγορουμένου, τον αθωώνει.

Άρθρο 415. - Απόφαση και αντιρρήσεις εναντίον της.



Στην απόφαση, που μπορεί να γραφεί και κάτω από την έκθεση με την οποία βεβαιώνεται η

παράβαση, πρέπει, εκτός από το συνηθισμένο περιεχόμενο, να μνημονεύεται και ότι επιτρέπεται

σ' εκείνον που καταδικάστηκε να υποβάλει μέσα σε οκτώ ημέρες από την επίδοση αντιρρήσεις,

με έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας του πταισματοδικείου που εξέδωσε την απόφαση ή ο

γραμματέας του πταισματοδικείου του τόπου διαμονής του. Στην έκθεση που συντάσσει ο

γραμματέας του πταισματοδικείου που εξέδωσε την απόφαση πρέπει να σημειώνεται η

δικάσιμος κατά την οποία θα συζητηθούν οι αντιρρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 416.



Άρθρο 416. - Συζήτηση στο ακροατήριο.



1. Αν οι αντιρρήσεις προβληθούν εμπρόθεσμα σύμφωνα με το άρθρο 415, η απόφαση που

εκδόθηκε ανατρέπεται, και η υπόθεση εισάγεται για να συζητηθεί με την κοινή διαδικασία στην

πρώτη δικάσιμο ύστερα από δέκα ημέρες από την προβολή των αντιρρήσεων κατά το άρθρο

415• την ημέρα αυτή ο κατηγορούμενος οφείλει να εμφανιστεί χωρίς κλήτευση, προσκομίζοντας

και τα αποδεικτικά του μέσα. Διαφορετικά, δικάζεται σαν να ήταν παρών. Αν οι αντιρρήσεις έχουν

υποβληθεί στο γραμματέα άλλου πταισματοδικείου, η υπόθεση συζητείται ύστερα από

προηγούμενη κλήτευση του κατηγορουμένου (άρθρ. 166). Αναβολή της συζήτησης δεν

επιτρέπεται για κανένα λόγο. Κατά της απόφασης επιτρέπεται η άσκηση των ένδικων μέσων που

προβλέπονται από τον κώδικα. 2. Αν δεν προβληθούν εμπρόθεσμα αντιρρήσεις, η απόφαση που

εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 415 εκτελείται. Έφεση και αναίρεση εναντίον της επιτρέπονται

σύμφωνα με τις κοινές διατάξεις. Η σχετική προθεσμία αρχίζει με την εκπνοή της προθεσμίας για

την προβολή των αντιρρήσεων.



Άρθρο 417. - Άμεση παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο.



Αν ο δράστης οποιουδήποτε πλημμελήματος έχει συλληφθεί επ' αυτοφώρω, ακολουθείται η

διαδικασία που αναφέρεται στα επόμενα άρθρα, εκτός αν ο εισαγγελέας κρίνει ότι συντρέχουν

λόγοι να μην εφαρμοστεί αυτή η διαδικασία.



Άρθρο 418. - Διαδικασία.



1. Ο ανακριτικός υπάλληλος ή το αστυνομικό όργανο που συνέλαβε το δράστη επ' αυτοφώρω

έχει την υποχρέωση να τον φέρει αμέσως, ή, αν η σύλληψη έγινε έξω από την έδρα του

δικαστηρίου, μέσα στον απόλυτα αναγκαίο για τη μεταφορά χρόνο, στον αρμόδιο εισαγγελέα

μαζί με την έκθεση για τη σύλληψη και τη βεβαίωση του εγκλήματος, που πρέπει υποχρεωτικά

να τη συντάξει• ο εισαγγελέας μπορεί να παραπέμψει τον κατηγορούμενο αμέσως, χωρίς γραπτή

προδικασία, στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου που συνεδριάζει την ημέρα εκείνη, το

οποίο και ασχολείται αμέσως με την εκδίκαση της κατηγορίας. Αν κατά την ημέρα αυτή δε

συνεδριάζει το αρμόδιο δικαστήριο, ορίζεται έκτακτη δικάσιμη για την ίδια ημέρα ή όταν υπάρχει

απόλυτη αδυναμία συγκρότησης του δικαστηρίου αυθημερόν, για την επόμενη ημέρα. Ο

εισαγγελέας γνωστοποιεί προφορικά τα στοιχεία της κατηγορίας στον κατηγορούμενο χωρίς να

απαιτείται η κοινοποίηση σ' αυτόν κλητηρίου θεσπίσματος. Για την παραπάνω γνωστοποίηση

συντάσσεται και προσαρτάται στη δικογραφία συνοπτική έκθεση που υπογράφεται από τον

εισαγγελέα, το γραμματέα και τον κατηγορούμενο και σε περίπτωση ανάγκης μόνο από τον

εισαγγελέα. 2. Αν το πλημμέλημα υπάγεται στην αρμοδιότητα του μονομελούς

πλημμελειοδικείου και αυτό συνεδριάζει την ημέρα που τελέστηκε το πλημμέλημα στην

περιφέρεια του τόπου της τέλεσης, ο κατηγορούμενος μετά τη σύλληψή του κατά την παρ.1

προσάγεται χωρίς χρονοτριβή στο δικαστήριο, το οποίο και δικάζει αμέσως την υπόθεση που

εισάγεται από τον εισαγγελέα, ο οποίος και παρίσταται στη συνεδρίαση. 3. Αν το πλημμέλημα

διώκεται μόνο με έγκληση, αυτή μπορεί να υποβληθεί και προφορικά σ' εκείνους που έχουν τη

δυνατότητα να συλλάβουν το δράστη αυτόφωρου εγκλήματος, οπότε η σχετική δήλωση

περιλαμβάνεται στην έκθεση για τη σύλληψη (άρθρο 275 παρ.2).



Άρθρο 419. - Κράτηση του κατηγορουμένου.



Ο εισαγγελέας μπορεί να διατάσσει την κράτηση του κατηγορουμένου στο κρατητήριο της

αστυνομίας, προκειμένου να εκδικαστεί η υπόθεση την επόμενη ημέρα από την προσαγωγή του

σ' αυτόν• η κράτηση δεν επιτρέπεται να διαρκέσει περισσότερο από είκοσι τέσσερις ώρες από

την προσαγωγή . Αν μέσα σ' αυτή την προθεσμία δεν γίνει δυνατή για οποιονδήποτε λόγο η

σύγκληση του δικαστηρίου και η εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας μπορεί

να παραπέμψει τον κατηγορούμενο στον ανακριτή, ο οποίος οφείλει μέσα σε προθεσμία είκοσι

τεσσάρων ωρών -που δεν παρατείνεται ούτε με αίτηση του κατηγορουμένου - να αποφασίσει

σχετικά με την προσωρινή κράτησή του ή όχι, έχοντας το δικαίωμα να ενεργήσει και οποιαδήποτε

αναγκαία ανακριτική πράξη. Την προσωρινή κράτηση τη διατάσσει ο ανακριτής σύμφωνα με το

άρθρο 283. Αν εκδοθεί ένταλμα προσωρινής κράτησης του κατηγορουμένου, αυτό δεν υπόκειται

σε ένδικο μέσο, ούτε επιτρέπεται προσωρινή απόλυση• ο ανακριτής στέλνει αμέσως τα έγγραφα

στον εισαγγελέα, ο οποίος εισάγει την υπόθεση χωρίς άλλη προδικασία στο ακροατήριο

σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων άρθρων.



Άρθρο 420. - Κλήτευση των συναιτίων.



Αν η εκδίκαση της υπόθεσης δεν πρόκειται να γίνει την ίδια μέρα κατά την οποία ο δράστης

προσάγεται ενώπιον του εισαγγελέα, ο εισαγγελέας μπορεί να παραπέμψει στο ακροατήριο μαζί

με τον κατηγορούμενο και τους άλλους συναιτίους που δεν έχουν συλληφθεί• ο ίδιος τότε

φροντίζει για να επιδοθεί σ' αυτούς κλητήριο θέσπισμα χωρίς την τήρηση καμιάς προθεσμίας.



Άρθρο 421. - Κλήτευση μαρτύρων.



1. Εκείνος που σύμφωνα με το άρθρο 418 πραγματοποίησε τη σύλληψη έχει υποχρέωση να

κλητεύσει προφορικά τους μάρτυρες, καθώς και αυτούς που προτείνονται από τον

κατηγορούμενο (άρθρο 327 παρ.1), αναφέροντας την κλήτευση αυτή στην έκθεση σύλληψης. Αν

η εκδίκαση της υπόθεσης πρόκειται να γίνει την επόμενη ημέρα της προσαγωγής του

κατηγορουμένου στον εισαγγελέα, μπορεί αυτός να διατάξει την προφορική επίσης κλήτευση των

μαρτύρων, ακόμη και με τη φροντίδα εκείνου που συνέλαβε το δράστη. 2. Στους μάρτυρες που

καλούνται με αυτό τον τρόπο επιβάλλονται σε περίπτωση απείθειας οι ποινές που ορίζονται για

τους λιπομάρτυρες και η βίαιη προσαγωγή, η οποία διατάσσεται από το δικαστήριο και εκτελείται

χωρίς χρονοτριβή, ακόμη και κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. 3. Εκείνος που πραγματοποίησε

τη σύλληψη δεν εξετάζεται ως μάρτυρας, παρά διαβάζεται στο ακροατήριο η έκθεσή του για τη

σύλληψη και για τη βεβαίωση του εγκλήματος. Μπορεί όμως το δικαστήριο, με αίτηση του

εισαγγελέα ή ενός από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, να επιτρέψει την εξέτασή του. 4. Τα

δικαιώματα και τα οδοιπορικά των μαρτύρων εκκαθαρίζονται από εκείνον που διευθύνει τη

συζήτηση και πληρώνονται κατά τις κοινές διατάξεις.



Άρθρο 422. - Πολιτική αγωγή.



Η απαίτηση του ζημιωμένου εισάγεται χωρίς προδικασία, μόνο όμως με προφορική δήλωσή του

κατά τη συζήτηση• ο πολιτικώς ενάγων στην περίπτωση αυτή έχει τη δυνατότητα να φέρει και

μάρτυρες για να αποδείξει την απαίτησή του και χωρίς να τους γνωστοποιήσει προηγουμένως

στον κατηγορούμενο. Με την εκδίκαση της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις για την πολιτική

αγωγή που αναφέρονται στα άρθρα 63 επ., 68 παρ.2 και 3 και 371 παρ.3.



Άρθρο 423. - Αναβολή της συζήτησης.



1. Αν το ζητήσει ο κατηγορούμενος, το δικαστήριο πρέπει να του διορίσει συνήγορο. Το

δικαστήριο είναι επίσης υποχρεωμένο να αναβάλει τη συζήτηση σε ρητή δικάσιμο, που δεν

πρέπει να απέχει περισσότερο από τρεις ημέρες, για να προετοιμάσει ο κατηγορούμενος την

υπεράσπισή του. Εκείνος που διευθύνει τη συνεδρίαση ανακοινώνει στον κατηγορούμενο αυτά

του τα δικαιώματα. 2. Το δικαστήριο μπορεί να αναβάλει τη συζήτηση σε ρητή δικάσιμο, που δεν

πρέπει να απέχει περισσότερο από δεκαπέντε ημέρες, για ισχυρότερες αποδείξεις ή για να

κλητευθούν και οι συναίτιοι εκείνου που έχει συλληφθεί, αν αυτοί παραπέμφθηκαν μαζί του στο

ακροατήριο, σύμφωνα με το άρθρο 420, αλλά δεν κλητεύθηκαν. 3. Και στις δύο περιπτώσεις

αναβολής το δικαστήριο οφείλει αυτεπαγγέλτως να αποφασίσει συγχρόνως είτε για τη διατήρηση

ή την άρση της κράτησης ή της προσωρινής κράτησης του κατηγορουμένου είτε για την

προσωρινή απόλυσή του σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του κώδικα. Σε περίπτωση αναβολής

κατά την παρ.2, το δικαστήριο δεν μπορεί να διατάξει τη διατήρηση της προσωρινής κράτησης,

αν πρόκειται για πλημμέλημα για το οποίο δεν επιτρέπεται προσωρινή κράτηση σύμφωνα με το

άρθρο 282. 4. Και στις δύο περιπτώσεις των παρ.1 και 2, οι παρόντες μάρτυρες οφείλουν να

προσέλθουν στη νέα δικάσιμο χωρίς να κλητευθούν, ενώ οι υπόλοιποι, όπως και οι συναίτιοι

εκείνου που έχει συλληφθεί, κλητεύονται το λιγότερο είκοσι τέσσερις ώρες πριν από τη δικάσιμο.

Οι μάρτυρες μπορούν να κλητευθούν και προφορικά σύμφωνα με το άρθρο 421 παρ.1• εξάλλου,

οι μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης μπορούν να προσαχθούν με τη βία σύμφωνα με την

παρ.2 του ίδιου άρθρου.



Άρθρο 424. - Συζήτηση.



Ως προς τα υπόλοιπα η συζήτηση στο ακροατήριο γίνεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του

κώδικα. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι το έγκλημα δεν έχει καταληφθεί επ' αυτοφώρω ή ότι, ακόμη

και ύστερα από την αναβολή που έδωσε σύμφωνα με το άρθρο 423 παρ.2, οι αποδείξεις δεν

είναι επαρκείς, παραπέμπει την υπόθεση στην τακτική διαδικασία. Στην περίπτωση αυτή ο

κατηγορούμενος που κρατείται ή κρατείται προσωρινά παραπέμπεται στον αρμόδιο εισαγγελέα,

ο οποίος ασκεί τα δικαιώματα που του παρέχονται από τα άρθρα 243 παρ.2, 245 και 246 παρ.3.



Άρθρο 425. - Καταργήθηκε με το ν. 410/76.



Άρθρο 426. - Άλλες περιπτώσεις εφαρμογής της συνοπτικής διαδικασίας.



1. Οι διατάξεις των άρθρων 418 έως 424 εφαρμόζονται ανάλογα όταν ο δράστης πλημμελήματος,

αν και δεν καταλήφθηκε επ' αυτοφώρω, κρατείται σε φυλακή ή σε άλλο τόπο κράτησης και το

πλημμέλημα έγινε στον τόπο όπου κρατείται. 2. Με τη συνοπτική αυτή διαδικασία δικάζονται και

οι στρατιωτικοί, όταν για το πλημμέλημα που τέλεσαν και εμπίπτει στο άρθρο 417 υπάγονται στα

κοινά δικαστήρια σύμφωνα με τις διατάξεις του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα.



Άρθρο 427. - Γενική διάταξη.



Οι διατάξεις των άρθρων 414, 415 και 416 εφαρμόζονται ανάλογα και στα πλημμελήματα που

υπάγονται στην αρμοδιότητα του μονομελούς πλημμελειοδικείου, αν ο δικαστής κρίνει ότι πρέπει

να επιβάλει μόνο χρηματική ποινή.



ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ - ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΑΠΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Πλημμελήματα.

Άρθρο 428. - Κλήτευση στο ακροατήριο.


Αν ο κατηγορούμενος για πλημμέλημα έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο του αρμόδιου

δικαστηρίου, απουσιάζει όμως από τον τόπο της κατοικίας του και είναι άγνωστη η διαμονή του,

ο εισαγγελέας τον καλεί στην ορισμένη δικάσιμο σύμφωνα με τα άρθρα 320 και 321. Η επίδοση

γίνεται κατά το άρθρο 156.
(η πρώτη περίοδος αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 33 Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α

165/30.6.2003.


Άρθρο 429. - Συζήτηση και απόφαση.


1. Αν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στο ακροατήριο, η συζήτηση γίνεται σύμφωνα με τις

σχετικές διατάξεις των άρθρων 339-373.
2. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί, ο σύζυγος και κάθε συγγενής του εξ αίματος έως δ'

βαθμού ή εξ αγχιστείας έως β' βαθμού (προτιμάται ο πλησιέστερος κατά βαθμό και ο εξ αίματος

έναντι του εξ αγχιστείας) μπορεί να εμφανιστεί και να διορίσει συνήγορο για τον κατηγορούμενο

που εκπροσωπείται από αυτόν και θεωρείται παρών. Αν η υπεράσπιση ισχυριστεί και

αποδείξει ότι ο κατηγορούμενος έχει γνωστό και ορισμένο τόπο διαμονής, η συζήτηση

αναβάλλεται, με αίτηση της υπεράσπισης σε ρητή δικάσιμο που απέχει τουλάχιστον

δεκαπέντε ημέρες, στην οποία ο κατηγορούμενος οφείλει να εμφανιστεί χωρίς κλήτευση. Αν δεν

ζητηθεί η αναβολή ή κανένας συγγενής δεν εμφανιστεί για να εκπροσωπήσει τον

κατηγορούμενο, η συζήτηση γίνεται σύμφωνα με τις συνηθισμένες για τα πλημμελήματα

διατυπώσεις, και η καταδικαστική απόφαση που εκδίδεται είναι αμέσως εκτελεστή και

υπόκειται στα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης. Για να αρχίσουν όμως οι

προθεσμίες για την άσκηση των ένδικων αυτών μέσων πρέπει να γίνει επίδοση της απόφασης

κατά το άρθρο 156. (το πρώτο εδάφιο της παρ.2 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 34

Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).
3. Σε περίπτωση ασκήσεως εφέσεως από τον κατηγορούμενο κατά της αποφάσεως που

εκδόθηκε κατά τη διαδικασία του προηγούμενου άρθρου και του παρόντος, ο εισαγγελέας,

που είναι επιφορτισμένος με την εκτέλεση της αποφάσεως, μπορεί να διατάξει την αναβολή ή

τη διακοπή της εκτέλεσης, ωσότου εκδικαστεί η έφεση, αν κρίνει ότι ο εκκαλών δεν είναι

ύποπτος φυγής. (η παρ. 3 προστίθεται ως άνω στο άρθρο 429, δια του άρθρου 12 παρ. 1 του

Ν. 1941/1991, ΦΕΚ Α 41.


Άρθρο 430. - Αίτηση για την ακύρωση της απόφασης.


1. Ο κατηγορούμενος που δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από συνήγορο, εφόσον δεν

άσκησε ένδικο μέσο που επιτρέπεται από το νόμο κατά της καταδικαστικής αποφάσεως, μπορεί

να ζητήσει την ακύρωσή της για το λόγο ότι κατά την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος δεν

συνέτρεχαν οι όροι του άρθρου 428, καθορίζοντας συγχρόνως και τον τόπο στον οποίο τότε

διέμενε, διαφορετικά η αίτησή του είναι απαράδεκτη. Η αίτηση γίνεται μέσα σε ανατρεπτική

προθεσμία οκτώ ημερών από την εκτέλεση της απόφασης ή και πριν από αυτή, με έκθεση

που συντάσσεται από τον γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή του

δικαστηρίου του τόπου εκτέλεσης. Στην έκθεση εκείνος που υπέβαλε την αίτηση οφείλει να

δηλώσει την τωρινή διαμονή του και να ορίσει αντίκλητο στην έδρα του δικαστηρίου, προς τον

οποίο θα γίνονται όλες οι επιδόσεις και οι κοινοποιήσεις που αφορούν τον κατηγορούμενο,

διαφορετικά, η αίτησή του είναι απαράδεκτη. Η αίτηση εισάγεται για συζήτηση στο δικαστήριο

που εξέδωσε την απόφαση, την πρώτη δικάσιμο ύστερα από τρεις ημέρες από τη σύνταξη της

σχετικής έκθεσης, χωρίς να προσκαλείται εκείνος που υπέβαλε την αίτηση. Αν αυτός κρατείται

στη φυλακή για την έκτιση της ποινής που του επιβλήθηκε, εφαρμόζεται η διάταξη του

άρθρου 346. Ο αρμόδιος εισαγγελέας οφείλει να κλητεύσει, χωρίς να τηρήσει καμιά

προθεσμία, τους μάρτυρες που τυχόν του προτάθηκαν από εκείνον που υπέβαλε την αίτηση.

(το πρώτο εδάφιο της παρ.1 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 35 Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α

165/30.6.2003).
2. Ο εισαγγελέας που είναι επιφορτισμένος με την εκτέλεση της απόφασης, μπορεί, μόλις

πληροφορηθεί ότι ασκήθηκε η αίτηση για ακύρωση, να διατάξει την αναβολή ή τη διακοπή

της εκτέλεσης σύμφωνα με
το άρθρο 556 στοιχ. γ' και 557, αν κρίνει ότι εκείνος που υπέβαλε την αίτηση δεν είναι ύποπτος

για απόδραση.

Άρθρο 431. - Συζήτηση.



1. Αν η αίτηση για ακύρωση αποδειχθεί βάσιμη, το δικαστήριο ακυρώνει την εκτελούμενη

απόφαση και στην περίπτωση που δεν είναι δυνατή άμεση εκδίκαση της υπόθεσης, διατάσσει

την απόλυση του κατηγορουμένου και προσδιορίζει τη νέα δικάσιμο κατά την οποία ο

κατηγορούμενος έχει την υποχρέωση να εμφανιστεί χωρίς να κλητευθεί• διαφορετικά, δικάζεται

σαν να ήταν παρών, με εφαρμογή των άρθρων 340 και 341. Κατά τη νέα συζήτηση

προσκαλούνται εκείνοι που εξετάστηκαν στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση που ακυρώθηκε,

ακόμα και νέοι μάρτυρες που ο εισαγγελέας τους κρίνει χρήσιμους για να αποδειχτεί η αλήθεια,

πάντοτε όμως διαβάζονται τα πρακτικά της συζήτησης που ακυρώθηκε. Η ακύρωση της

απόφασης δεν ανατρέπει την αναστολή της. 2. Αν εκείνος που παραπέμφθηκε για κακούργημα

είναι ή κατά το άρθρο 273 θεωρείται γνωστής διαμονής και δεν εμφανίζεται για να δικαστεί στη

δικάσιμο που ορίστηκε, δικάζεται σαν να ήταν παρών, αν κλητεύθηκε ως γνωστής διαμονής. Η

απόφαση που θα εκδοθεί δεν μπορεί να προσβληθεί με κανένα ένδικο μέσο. Αν εκείνος που

καταδικάστηκε συλληφθεί ή παρουσιαστεί με τη θέλησή του για να εκτελεστεί η ποινή που του

επιβλήθηκε, η υπόθεση εισάγεται και πάλι για να συζητηθεί• στη συζήτηση αυτή προσάγεται ο

κατηγορούμενος για να δικαστεί κατ' αντιμωλίαν, και, ώσπου να εκδοθεί η κατ' αντιμωλίαν

απόφαση, εκτελείται η στερητική της ελευθερίας ποινή που του επιβλήθηκε. Η απόφαση που

εκδόθηκε ερήμην του κατηγορουμένου ακυρώνεται αυτοδικαίως μόλις εκδοθεί η κατ' αντιμωλίαν

απόφαση. Από την έκδοση της ερήμην απόφασης αναστέλλεται αυτοδικαίως ο χρόνος της

παραγραφής του αξιόποινου της πράξης, και η αναστολή διαρκεί ωσότου εκδοθεί η νέα κατ'

αντιμωλίαν απόφαση. Αν με την απόφαση αυτή απαγγελθεί καταδίκη σε ποινή στερητική της

ελευθερίας, αφαιρείται το μέρος που έχει εκτιθεί. 3. Εναντίον της απόφασης που απορρίπτει για

οποιονδήποτε λόγο την αίτηση για ακύρωση της απόφασης δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο.



ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Κακουργήματα.

Άρθρο 432. - Αναστολή της εκδίκασης.



1. Αν κάποιος που παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου για κακούργημα

απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη, δεν παρουσιαστεί

ούτε συλληφθεί μέσα σε ένα μήνα από την επίδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος σύμφωνα

με το άρθρο 156, αναστέλλεται η διαδικασία στο ακροατήριο με διάταξη του εισαγγελέα του

εφετείου, ωσότου συλληφθεί ή εμφανιστεί ο κατηγορούμενος. Η διάταξη αυτή πρέπει να

τοιχοκολληθεί σύμφωνα με το άρθρο 156 παρ.2. 2. Αν εκείνος που παραπέμφθηκε για

κακούργημα έχει απολυθεί από τις φυλακές, επειδή συμπλήρωσε το ανώτατο όριο που

επιτρέπεται για την προσωρινή κράτηση και δεν εμφανίζεται να δικασθεί στη δικάσιμο που

ορίστηκε, δικάζεται σαν να ήταν παρών, αν κλητεύθηκε ως γνωστής διαμονής. Η απόφαση που

εκδίδεται δεν προσβάλλεται με κανένα ένδικο μέσο. Αν εκείνος που καταδικάστηκε συλληφθεί ή

παρουσιαστεί με τη θέλησή του για να εκτελεστεί η ποινή που του επιβλήθηκε, η υπόθεση

εισάγεται και πάλι για να συζητηθεί• στη συζήτηση αυτή προσάγεται ο κατηγορούμενος για να

δικαστεί κατ' αντιμωλίαν, και, ώσπου να εκδοθεί η κατ' αντιμωλίαν απόφαση, εκτελείται η

στερητική της ελευθερίας ποινή που του επιβλήθηκε. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες είχε

επιβληθεί για κακούργημα ποινή φυλακίσεως και ο κατηγορούμενος εμφανίζεται αυθορμήτως

αναστέλλεται η εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής η οποία επιβλήθηκε για κακούργημα λόγω

συνδρομής ελαφρυντικής περιστάσεως ή για άλλους λόγους μειώσεως της ποινής μέχρι

εκδόσεως αποφάσεως επί της νέας συζητήσεως. Η απόφαση που εκδόθηκε ερήμην του

κατηγορούμενου ακυρώνεται αυτοδικαίως μόλις εκδοθεί η κατ' αντιμωλίαν απόφαση. Από την

έκδοση της ερήμην απόφασης αναστέλλεται αυτοδικαίως ο χρόνος της παραγραφής του

αξιοποίνου της πράξης, και η αναστολή διαρκεί ωσότου εκδοθεί η νέα κατ' αντιμωλίαν απόφαση.

Αν με την απόφαση αυτή απαγγελθεί καταδίκη σε ποινή στερητική της ελευθερίας, αφαιρείται το

μέρος που έχει εκτιθεί. 3. Αν αυτός που παραπέμφθηκε για κακούργημα ενόσω βρίσκεται σε

προσωρινή κράτηση προκαλέσει με πρόθεση στον εαυτό του μόνος του ή με την βοήθεια άλλου

προσώπου ανικανότητα, για να αποφύγει να εμφανιστεί στο δικαστήριο τη δικάσιμο που

ορίστηκε, δικάζεται σαν να ήταν παρών. Η παρεμπίπτουσα απόφαση που εκδίδεται δεν υπόκειται

σε κανένα ένδικο μέσο. 4. Οι διατάξεις της παρ.2 εφαρμόζονται αναλόγως και στο δικαστήριο που

είναι αρμόδιο να δικάσει την έφεση αν αυτός που αθωώθηκε σε πρώτο βαθμό για κακούργημα

δεν εμφανιστεί για να δικαστεί κατ' έφεση που ασκήθηκε από τον εισαγγελέα και αποβλέπει στην

καταδίκη του για κακούργημα. [Σημείωση: Σύμφωνα με την παρ.10 του άρθρου 34 του ν 2172/93:

"Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε σε ποινή στερητική της ελευθερίας με

απόφαση δικαστηρίου, κατ' εφαρμογή του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 432

του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 12 παρ.4 του ν 1941/91,

μπορεί να ζητήσει την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής μέχρις ότου εκδοθεί η κατ'

αντιμωλία απόφαση κατ' άρθρο 432 παρ.2 εδ 3 Η αίτηση απευθύνεται στο δικαστήριο, που

εξέδωσε την απόφαση και αν πρόκειται για μικτό ορκωτό δικαστήριο ή μικτό ορκωτό εφετείο, στο

τριμελές ή πενταμελές εφετείο αντίστοιχα. Η αναστολή διατάσσεται αν ο κατηγορούμενος δεν

είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος και δεν αποδεικνύεται ότι υπάρχει βάσιμος φόβος πως

θα τελέσει νέες αξιόποινες πράξεις. Στον κατηγορούμενο μπορεί να επιβληθούν περιοριστικοί

όροι, σύμφωνα με το άρθρο 282 παρ.2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας."]. (Όπως τροποποιήθηκε

με το άρθρο 20 παρ. 3 του Ν.2521/ 1997).



Άρθρο 433. - Παραπομπή της πολιτικής αγωγής στα πολιτικά δικαστήρια.



Αν διαταχθεί αναστολή σύμφωνα με το άρθρο 432, ο πολιτικώς ενάγων μπορεί να ασκήσει την

πολιτική αγωγή του στο αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο• διατηρεί όμως το δικαίωμά του, σε

περίπτωση εμφάνισης ή σύλληψης του κατηγορουμένου, να την ασκήσει στο ποινικό δικαστήριο,

αν δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου.



Άρθρο 434. - Δημοσίευση του παραπεμπτικού βουλεύματος.



Από τότε που τοιχοκολλήθηκε κατά το άρθρο 432 η διάταξη για την αναστολή και κάθε χρόνο

γίνεται τοιχοκόλληση αποσπάσματος του παραπεμπτικού βουλεύματος κατά το άρθρο 156 παρ.2

και κοινοποίησή του, με τη φροντίδα του εισαγγελέα εφετών, σε όλες τις αστυνομικές αρχές του

κράτους, που προσκαλούνται να συλλάβουν τον κατηγορούμενο.



Άρθρο 435. - Φυγοδικία του κατηγορουμένου που απολύθηκε προσωρινά.


1. Αν η προσωρινή κράτηση εκείνου που παραπέμφθηκε για κακούργημα αρθεί ή αντικατασταθεί

με περιοριστικούς όρους κατά τα άρθρα 286 και 291 του Κ.Π.Δ. και δεν εμφανιστεί αυτός στο

αρμόδιο δικαστήριο για να δικαστεί την ορισμένη δικάσιμο, το δικαστήριο ανακαλεί τη διάταξη ή

την απόφαση για άρση ή αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης και διατάσσει ταυτόχρονα

την αναστολή της διαδικασίας στο ακροατήριο. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται τα ‘άρθρα

433 και 434. Το ίδιο διατάσσει το δικαστήριο και αν δεν είχε διαταχθεί η σύλληψη και προσωρινή

κράτηση του κατηγορουμένου. (ο τίτλος και η παρ.1 αντικαταστάθηκαν ως άνω με το άρθρο 36

Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α 165/30.6.2003.
{ 2. Παρόμοια αναστολή της διαδικασίας που κινήθηκε σε βάρος κατηγορουμένου για

κακούργημα διατάσσεται και στην περίπτωση του άρθρου 290 παρ. 2].

(η παρ.2 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 35 Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).


ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ - ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Έκδοση.

Άρθρο 436. - Γενικά.



1. Αν δεν υπάρχει σύμβαση, οι όροι και η διαδικασία της έκδοσης αλλοδαπών εγκληματιών

ρυθμίζονται από τις διατάξεις των επόμενων άρθρων. 2. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται, ακόμη

και αν υπάρχει σύμβαση, αν δεν έρχονται σε αντίθεση με αυτή, καθώς και στα σημεία που δεν

προβλέπει η σύμβαση.



Άρθρο 437. - Πότε επιτρέπεται.



Η έκδοση αλλοδαπού επιτρέπεται: α) όταν αυτός κατηγορείται για αξιόποινη πράξη εναντίον της

οποίας απειλείται και από τον ελληνικό ποινικό νόμο και από το νόμο του κράτους που ζητεί την

έκδοση στερητική της ελευθερίας ποινή, της οποίας το ανώτατο όριο είναι δύο έτη και πάνω ή η

ποινή του θανάτου. Σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων η έκδοση επιτρέπεται για όλα, αν ένα

από αυτά τιμωρείται με μια από τις παραπάνω ποινές. Αν το πρόσωπο του οποίου ζητείται η

έκδοση καταδικάστηκε προηγουμένως αμετάκλητα από δικαστήριο οποιουδήποτε κράτους σε

στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον τριών μηνών για έγκλημα που δεν προβλέπεται από

το άρθρο 438 στοιχ.γ' και η έκδοσή του ζητείται για έγκλημα που τελέστηκε σε υποτροπή και

κατά τον ελληνικό ποινικό νόμο και κατά το νόμο του κράτους που ζητεί την έκδοσή του, η έκδοση

μπορεί να επιτραπεί αν το έγκλημα αυτό τιμωρείται ως πλημμέλημα με οποιαδήποτε ποινή

στερητική της ελευθερίας. β) όταν τα δικαστήρια του κράτους που ζητεί την έκδοσή του τον

καταδίκασαν σε στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον έξι μηνών για αξιόποινη πράξη που

και ο ελληνικός ποινικός νόμος και οι νόμοι του κράτους που ζητεί την έκδοση τη χαρακτηρίζουν

ως πλημμέλημα ή κακούργημα. και γ) όταν αυτός συναινεί ρητά να παραδοθεί στο κράτος που

ζητεί την έκδοσή του.



Άρθρο 438. - Πότε απαγορεύεται.



Η έκδοση απαγορεύεται: α) αν εκείνος για τον οποίο ζητείται ήταν ημεδαπός όταν τελέστηκε η

πράξη. β) αν η δίωξη και τιμωρία του εγκλήματος που τέλεσε στο εξωτερικό ανήκει σύμφωνα με

τους ελληνικούς νόμους στα ελληνικά δικαστήρια. γ) αν πρόκειται για έγκλημα που κατά τους

ελληνικούς νόμους χαρακτηρίζεται πολιτικό, στρατιωτικό, φορολογικό ή του τύπου, ή διώκεται

μόνο ύστερα από έγκληση αυτού που αδικήθηκε, ή όταν από τις περιστάσεις προκύπτει ότι η

έκδοση ζητείται για λόγους πολιτικούς. δ) αν, σύμφωνα με τους νόμους του κράτους που ζητεί

την έκδοση ή του ελληνικού κράτους ή του κράτους όπου τελέστηκε το έγκλημα, έχει προκύψει

ήδη πριν από την απόφαση για την έκδοση νόμιμος λόγος που εμποδίζει τη δίωξη ή την εκτέλεση

της ποινής ή αποκλείει ή εξαλείφει το αξιόποινο. και ε) αν πιθανολογείται ότι εκείνος για τον

οποίο ζητείται η έκδοση θα καταδιωχθεί από το κράτος στο οποίο παραδίδεται για πράξη

διαφορετική από εκείνη για την οποία ζητείται η έκδοση.



Άρθρο 439. - Αίτηση για έκδοση από περισσότερα κράτη.



Αν πολλά κράτη ζητούν την έκδοση για το ίδιο έγκλημα, αυτή διατάσσεται να γίνει κατά

προτίμηση είτε στο κράτος του οποίου είναι υπήκοος ο δράστης είτε σ' εκείνο όπου έγινε το

έγκλημα. Εάν οι σύγχρονες αιτήσεις αναφέρονται σε διαφορετικά εγκλήματα, η έκδοση γίνεται

κατά προτίμηση στο κράτος όπου τελέστηκε σύμφωνα με τους ελληνικούς νόμους το βαρύτερο

έγκλημα ή, αν πρόκειται για έγκλημα όμοιας βαρύτητας, στο κράτος του οποίου η αίτηση για

έκδοση έφτασε πρώτη• λαμβάνεται πάντοτε υπόψη και η υποχρέωση που αναλαμβάνει ένα από

τα κράτη που ζητούν την έκδοση να επανεκδώσει το δράστη για τα υπόλοιπα εγκλήματα.



Άρθρο 440. - Περιορισμοί στην έκδοση.



Η έκδοση γίνεται μόνο με τον όρο ότι εκείνος που εκδίδεται δεν θα καταδιωχθεί ή καταδικαστεί

στο κράτος στο οποίο εκδίδεται ούτε θα παραδοθεί σε τρίτο κράτος για άλλες πράξεις που

τελέστηκαν πριν από την έκδοση, εκτός από εκείνη για την οποία εκδίδεται. Για τέτοιες πράξεις

μπορεί να διωχθεί, να τιμωρηθεί ή να παραδοθεί σε τρίτο κράτος μόνο: α) αν συναινέσει

μεταγενέστερα το ελληνικό κράτος, το οποίο μπορεί να αξιώσει η συναίνεση αυτή να ζητηθεί

σύμφωνα με τον τύπο που προβλέπεται για την αίτηση έκδοσης από τον κώδικα μαζί με τα

έγγραφα που τη στηρίζουν κατά τα άρθρα 443 και 444 ή β) αν το πρόσωπο που εκδόθηκε δεν

εγκατέλειψε, παρά την έλλειψη κάθε εμποδίου, το έδαφος του κράτους στο οποίο εκδόθηκε μέσα

σε τριάντα ημέρες από το τέλος της δίκης και σε περίπτωση καταδίκης από την απόλυση από τις

φυλακές ή αν επανέλθει στο κράτος μεταγενέστερα.



Άρθρο 441. - Αναβολή της έκδοσης.



Αν εκείνος του οποίου ζητείται ή έκδοση καταδιώκεται ή έχει καταδικαστεί στην Ελλάδα για άλλη

πράξη, η έκδοσή του αναβάλλεται ως την περάτωση της ποινικής δίωξης και σε περίπτωση

καταδίκης ωσότου εκτιθεί η ποινή ή απολυθεί από τις φυλακές. Τα μέτρα ασφάλειας που τυχόν

επιβλήθηκαν εναντίον του εφαρμόζονται μόλις επιστρέψει με οποιονδήποτε τρόπο στην Ελλάδα.

Αν όμως πέρασε πενταετία από την έκδοσή του, για την εφαρμογή ή όχι των μέτρων ασφάλειας

μόλις επιστρέψει αποφασίζει το πλημμελειοδικείο του τόπου της κατοικίας του, λαμβάνοντας

υπόψη τις συνθήκες όπου αυτός βρίσκεται καθώς και αν είναι ή δεν είναι επικίνδυνος.



Άρθρο 442. - Προσωρινή παράδοση του προσώπου για το οποίο ζητείται η έκδοση.



Αν η αναβολή της έκδοσης που προβλέπεται στο άρθρο 441 μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα

σύμφωνα με τους νόμους του κράτους που ζητεί την έκδοση, την παραγραφή ή άλλα σοβαρά

εμπόδια στη δίωξη, μπορεί να επιτραπεί η προσωρινή έκδοση του προσώπου για το οποίο

ζητείται με τον όρο ότι θα σταλεί τούτο πίσω μόλις τελειώσουν οι ανακριτικές πράξεις για τις

οποίες ζητήθηκε προσωρινά η έκδοσή του.



Άρθρο 443. - Αίτηση για την έκδοση.



1. Αν πρόκειται για την περίπτωση του άρθρου 437 στοιχ.α', στην αίτηση που διαβιβάζεται με

την διπλωματική οδό πρέπει να επισυνάπτονται το κατηγορητήριο, το ένταλμα σύλληψης ή

οποιαδήποτε άλλη δικαστική πράξη που έχει το ίδιο κύρος με αυτά και (αν δεν υπάρχει συνθήκη

που να το εμποδίζει) όσα έγγραφα απαιτούνται ώστε να βεβαιωθεί ότι υπάρχουν ενδείξεις

ενοχής επαρκείς για να παραπεμφθεί σε δίκη εκείνος για τον οποίο ζητείται η έκδοση• αν

πρόκειται για την περίπτωση του άρθρου 437 στοιχ.β', στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτονται η

απόφαση εναντίον εκείνου για τον οποίο ζητείται η έκδοση και οι αποδείξεις ότι είναι

αμετάκλητη. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να διαβιβάζεται ταυτόχρονα αντίγραφο του νόμου ο

οποίος ισχύει στο κράτος που ζητεί την έκδοση και τιμωρεί την πράξη• ακόμη, συνοπτική

περιγραφή των περιστατικών του εγκλήματος και, τέλος, ακριβής περιγραφή των

χαρακτηριστικών εκείνου για τον οποίο ζητείται η έκδοση, μαζί με τη φωτογραφία του και τα

δακτυλικά του αποτυπώματα αν αυτό είναι δυνατό. Όλα αυτά τα έγγραφα μπορούν να

προσκομίζονται και σε αντίγραφα επικυρωμένα από το δικαστήριο ή από οποιαδήποτε άλλη

αρμόδια αρχή του κράτους που ζητεί την έκδοση. 2. Η αίτηση για την έκδοση, μαζί με τα

έγγραφα που απαιτούνται κατά την παρ.1 και με την επικυρωμένη μετάφρασή τους,

διαβιβάζονται από τον Υπουργό Εξωτερικών στον Υπουργό Δικαιοσύνης• ο τελευταίος αφού

ελέγξει τη νομιμότητα της αίτησης, τη στέλνει μαζί με τα έγγραφα, και με τη φροντίδα του

εισαγγελέα εφετών, στον πρόεδρο εφετών στην περιφέρεια του οποίου διαμένει εκείνος για τον

οποίο ζητείται η έκδοση.



Άρθρο 444. - Αίτηση για επεξηγήσεις.



Όταν υπάρχουν αμφιβολίες για τη δυνατότητα να γίνει η έκδοση κατά τα άρθρα 437 και 438,

ζητούνται επεξηγήσεις από το κράτος που κάνει την αίτηση για την έκδοση• η έκδοση δεν μπορεί

να διαταχθεί παρά μόνο όταν οι επεξηγήσεις είναι τέτοιου βαθμού ώστε να διαλύουν τις

αμφιβολίες που έχουν γεννηθεί.



Άρθρο 445. - Σύλληψη του προσώπου του οποίου ζητείται η έκδοση. Κατάσχεση πειστηρίων.



1. Ο πρόεδρος εφετών έχει υποχρέωση, μόλις παραλάβει τα έγγραφα, να διατάξει χωρίς αναβολή

με ένταλμα τη σύλληψη του προσώπου του οποίου ζητείται η έκδοση και την κατάσχεση όλων

των πειστηρίων. Το ένταλμα σύλληψης και η κατάσχεση εκτελούνται με τη φροντίδα του

εισαγγελέα εφετών κατά τα άρθρα 251-269, 277, 278 και 280. 2. Και χωρίς ένταλμα μπορεί, σε

περίπτωση επείγουσας ανάγκης και ιδιαίτερα όταν υπάρχει βάσιμη υπόνοια φυγής του

προσώπου που ζητείται η έκδοσή του, να γίνει σύλληψη, πριν ακόμα υποβληθεί ή αίτηση για

έκδοση, με εντολή του εισαγγελέα εφετών• για τη σύλληψη δεν χρειάζεται διπλωματική

μεσολάβηση• απαιτείται όμως αγγελία που διαβιβάζεται ταχυδρομικώς ή τηλεγραφικός από τη

δικαστική ή άλλη αρμόδια αρχή του κράτους που ζητεί την έκδοση• η αγγελία πρέπει να

μνημονεύει το ένταλμα σύλληψης ή την απόφαση και το έγκλημα. Ο εισαγγελέας εφετών

ανακοινώνει αμέσως τη σύλληψη στον Υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος μπορεί να διατάξει την

απόλυση εκείνου που έχει συλληφθεί. 3. Αν μέσα σε ένα μήνα το πολύ από τη σύλληψη δεν

υποβληθεί η αίτηση για έκδοση κατά το άρθρο 443, ο κρατούμενος προσωρινά απολύεται με

διαταγή του εισαγγελέα των εφετών. Αν υποβληθούν εμπροθέσμως τα έγγραφα, εφαρμόζονται

οι διατάξεις της παρ. 1 και των άρθρων 448 επ. 4. Αν ύστερα από την απόλυση του προσώπου

που ζητείται η έκδοσή του σύμφωνα με τα παραπάνω περιέλθει στο Υπουργείο Εξωτερικών η

αίτηση για έκδοση κατά το άρθρο 443, ακολουθεί η διαδικασία της έκδοσης. 5. Εκείνος που έχει

συλληφθεί προσωρινά μπορεί, αμφισβητώντας την ταυτότητά του, να προσφύγει στο συμβούλιο

εφετών, μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες από την προσαγωγή του στον εισαγγελέα των

εφετών• το συμβούλιο αποφασίζει αμετάκλητα, αφού ακούσει εκείνον που ασκεί την προσφυγή

και το συνήγορό του. Η προσφυγή μπορεί να γίνει και προφορικά στον εισαγγελέα εφετών.



Άρθρο 446. - Βεβαίωση της ταυτότητας. Φυλάκιση του προσώπου που έχει συλληφθεί.



Εκείνος που έχει συλληφθεί οδηγείται χωρίς αναβολή μαζί με τις εκθέσεις σύλληψης και

κατάσχεσης στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος τον εξετάζει για να βεβαιώσει την ταυτότητά του,

λαμβάνοντας υπόψη και τις πληροφορίες της αρχής που πραγματοποίησε τη σύλληψη. Όταν η

ταυτότητα βεβαιωθεί, ο εισαγγελέας εφετών διατάσσει την κράτησή του στις φυλακές υποδίκων

και στέλνει όλες τις εκθέσεις για τη σύλληψη, την κατάσχεση και τη βεβαίωση της ταυτότητας

στον πρόεδρο εφετών. Αν η ταυτότητα αμφισβητηθεί, εφαρμόζεται η παρ.5 του άρθρου 445.



Άρθρο 447. - Ανακοίνωση των εγγράφων.



Εκείνος που έχει συλληφθεί δικαιούται να λάβει γνώση είτε ο ίδιος είτε μέσω του συνηγόρου του

όλων των εγγράφων και να ζητήσει αντίγραφά τους με δική του δαπάνη.



Άρθρο 448. - Συζήτηση για την έκδοση.



1. Ο πρόεδρος εφετών μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες από τότε που θα λάβει τις εκθέσεις του

άρθρου 446 συγκαλεί το συμβούλιο εφετών σε τριμελή σύνθεση. Στο συμβούλιο αυτό

προσάγεται, αν συναινεί, εκείνος που έχει συλληφθεί, ο οποίος και δικαιούται να παραστεί με

συνήγορο και διερμηνέα της εκλογής του ή, αν δεν έχει, να ζητήσει να διοριστούν συνήγοροι από

τον πρόεδρο εφετών. 2. Το συμβούλιο εφετών συνεδριάζει δημόσια, εκτός αν εκείνος που έχει

συλληφθεί ζητήσει να γίνει η συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών ή δεν παραστεί καθόλου στο

συμβούλιο. Το συμβούλιο μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διατάξει να γίνει η συνεδρίαση

κεκλεισμένων των θυρών.



Άρθρο 449. - Αναβολή της συζήτησης. Προσωρινή απόλυση εκείνου που έχει συλληφθεί.



1. Εκείνος για τον οποίο ζητείται η έκδοση και ο εισαγγελέας έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν από

το συμβούλιο την αναβολή της συζήτησης. Το συμβούλιο μπορεί να αναβάλει τη συζήτηση για

οκτώ το πολύ ημέρες. 2. Το συμβούλιο εφετών μπορεί σε κάθε στάδιο της διαδικασίας να

διατάξει την προσωρινή απόλυση εκείνου που έχει συλληφθεί σύμφωνα με τους όρους των

άρθρων 296, 297 παρ.1 και 2, 298, 300, 302-304. Η εφαρμογή της διάταξης της παρ.3 του

άρθρου 294 είναι υποχρεωτική. Η προσωρινή απόλυση αίρεται αυτοδικαίως μόλις δημοσιευθεί η

απόφαση που εγκρίνει την έκδοση. Για την τύχη της εγγύησης αποφασίζει το συμβούλιο των

εφετών.



Άρθρο 450. - Απόφαση για την έκδοση.



1. Το συμβούλιο εφετών μετά την εξέταση εκείνου που έχει συλληφθεί, αν εμφανίστηκε, και μετά

τις αγορεύσεις του εισαγγελέα και εκείνου για τον οποίο ζητείται η έκδοση ή του συνηγόρου του,

γνωμοδοτεί αιτιολογημένα για την αίτηση της έκδοσης και αποφαίνεται: α) για το αν εκείνος που

έχει συλληφθεί είναι το ίδιο πρόσωπο με εκείνον για τον οποίο ζητείται η έκδοση. β) για την

ύπαρξη των δικαιολογητικών εγγράφων που απαιτούνται από τον Κώδικα ή από τη συνθήκη για

την έκδοση. γ) για το αν εκείνος που έχει συλληφθεί και το έγκλημα που αποδίδεται σ' αυτόν ή

(προκειμένου για αίτηση έκδοσης ύστερα από καταδικαστική απόφαση) το έγκλημα για το οποίο

καταδικάστηκε είναι από εκείνα για τα οποία επιτρέπεται η έκδοση. δ) για το αν συντρέχουν οι

όροι του αρ.438 στοιχ. δ'. 2. Το συμβούλιο εφετών εξετάζει ακόμη, αν δεν κωλύεται από τη

συνθήκη, αν υπάρχουν ενδείξεις για τη βασιμότητα της κατηγορίας που αποδίδεται σ' εκείνον

που έχει συλληφθεί, με βάση τα προσαγόμενα επίσημα αποδεικτικά στοιχεία από το κράτος που

ζητεί την έκδοση, και αποφαίνεται αν αυτά θα επέτρεπαν τη σύλληψη και την παραπομπή του σε

δίκη στην Ελλάδα, αν το έγκλημα είχε τελεστεί σε ελληνικό έδαφος. Το συμβούλιο μπορεί, για να

σχηματίσει γνώμη στην ουσία της περίπτωσης, να προβεί με ένα από τα μέλη του στη συλλογή

κάθε χρήσιμου αποδεικτικού υλικού, αναβάλλοντας την οριστική απόφαση το πολύ για δεκαπέντε

ημέρες. Η διάταξη του άρθρου 449 παρ.2 εφαρμόζεται και εδώ.



Άρθρο 451. - Ένδικο μέσο κατά της απόφασης.



1. Κατά της οριστικής απόφασης του συμβουλίου εφετών επιτρέπεται σ' αυτόν για τον οποίο

ζητείται η έκδοση και στον εισαγγελέα να ασκήσουν έφεση στο β' τμήμα του Αρείου Πάγου μέσα

σε είκοσι τέσσερις ώρες από τη δημοσίευση της απόφασης• για την έφεση συντάσσεται έκθεση

από το γραμματέα εφετών. 2. Ο Άρειος Πάγος σε συμβούλιο αποφαίνεται μέσα σε οκτώ ημέρες

με ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 448 και 450. Αυτός για τον οποίο ζητείται η έκδοση

κλητεύεται αυτοπροσώπως ή μέσω του αντικλήτου του είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες πριν

από τη συζήτηση με τη φροντίδα του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.



Άρθρο 452. - Πότε διατάσσεται η έκδοση.



1. Την έκδοση μπορεί να την διατάξει ο Υπουργός Δικαιοσύνης με απόφασή του μόνο όταν το

συμβούλιο γνωμοδοτήσει καταφατικά και αμετάκλητα. 2. Αν το συμβούλιο αποφασίσει

αμετάκλητα ότι δεν πρέπει να γίνει έκδοση, αυτός που έχει συλληφθεί απολύεται από τη φυλακή

με διαταγή του εισαγγελέα εφετών, ο οποίος αμέσως ειδοποιεί σχετικά τον Υπουργό Δικαιοσύνης.

Επίσης απολύεται αυτός για τον οποίο ζητείται η έκδοση, αν το κράτος που τον ζήτησε δεν τον

παραλάβει μέσα σε δύο μήνες από τότε που κοινοποιείται σ' αυτό η απόφαση του Υπουργού για

την έκδοση. Σε κάθε περίπτωση ο εκζητούμενος απολύεται, αν περάσουν δύο έτη από την ημέρα

της συλλήψεώς του, η οποία προθεσμία δύναται να παραταθεί με απόφαση του δικαστικού

συμβουλίου κατά έξι ακόμη μήνες. 3. Κάθε αμφιβολία ή αντίρρηση σχετικά με την κράτηση του

εκζητουμένου επιλύεται από το αρμόδιο για την έκδοση συμβούλιο εφετών ύστερα από

κλήτευσή του προ 24 ωρών. Κατά του βουλεύματος επιτρέπεται στον εισαγγελέα και στον

εκζητούμενο το ένδικο μέσο της αναιρέσεως.



Άρθρο 453. - Απόδοση όσων κατασχέθηκαν.



1.Οποιαδήποτε και αν είναι η απόφαση του συμβουλίου σχετικά με την έκδοση, αυτό αποφασίζει

αν τα αντικείμενα ή τα πειστήρια που έχουν κατασχεθεί ή πάντως έχουν επισυναφθεί στη

δικογραφία πρέπει να παραδοθούν στο κράτος που ζητεί την έκδοση, σ' αυτόν για τον οποίον

ζητείται η έκδοση, σε τρίτον που προβάλλει δικαιώματα σ' αυτά ή σε εγχώρια αρχή, ώστε να

χρησιμοποιηθούν για ανάκριση. 2. Σε κάθε στάδιο της διαδικασίας το συμβούλιο εφετών

αποφασίζει αμετάκλητα για τις αξιώσεις που προβάλλονται από τρίτους που κατέχουν ή

αξιώνουν δικαιώματα κυριότητας σε αντικείμενα ή πειστήρια που έχουν κατασχεθεί.



Άρθρο 454. - Υποβολή νέας αίτησης.



Ακόμη και μετά την αμετάκλητη απόφαση κατά της έκδοσης μπορεί να υποβληθεί νέα αίτηση για

έκδοση, που στηρίζεται σε στοιχεία που δεν είχαν τεθεί στην κρίση του συμβουλίου.



Άρθρο 455. - Αίτηση των ελληνικών αρχών για έκδοση.



Η αίτηση με την οποία ζητείται η έκδοση από ξένο κράτος στις ελληνικές δικαστικές αρχές

προσώπου που κατηγορείται ή έχει καταδικαστεί γίνεται από τον εισαγγελέα εφετών στην

περιφέρεια του οποίου ασκείται η ποινική δίωξη ή έχει απαγγελθεί η καταδίκη, διαμέσου του

Υπουργού Δικαιοσύνης• ο εισαγγελέας μαζί με την αίτηση διαβιβάζει όλα τα έγγραφα που

απαιτούνται κατά το άρθρο 443 ή κατά τη σύμβαση, ακριβή περιγραφή των χαρακτηριστικών του

προσώπου και, αν είναι δυνατό, τη φωτογραφία του. Η έκδοση μπορεί να ζητηθεί και με

πρωτοβουλία του Υπουργού Δικαιοσύνης.



Άρθρο 456. - Επανέκδοση σε ξένη χώρα προσώπου που εκδόθηκε στις ελληνικές δικαστικές

αρχές.



Όταν τρίτη χώρα ζητεί την έκδοση προσώπου που ήδη εκδόθηκε στις ελληνικές αρχές,

επικαλούμενη έγκλημα προγενέστερο από την έκδοσή του και διαφορετικό από εκείνο για το

οποίο δικάστηκε στην Ελλάδα, η έκδοση αυτή δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συναίνεση της χώρας

που έχει εκδώσει το πρόσωπο στις ελληνικές αρχές.



ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Άλλες περιπτώσεις δικαστικής συνδρομής.

Άρθρο 457. - Αιτήσεις για ανακριτικές πράξεις.



1. Οι αιτήσεις των ελληνικών δικαστικών αρχών προς αλλοδαπές αρχές για την εξέταση

μαρτύρων και κατηγορουμένων, για την ενέργεια αυτοψίας και πραγματογνωμοσύνης και για την

κατάσχεση πειστηρίων διαβιβάζονται από τον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών στο Υπουργείο

Δικαιοσύνης, που προκαλεί την εκτέλεσή τους μέσω του Υπουργείου Εξωτερικών με την τήρηση

και των διεθνών συνθηκών και εθίμων. Σε επείγουσες περιπτώσεις οι αιτήσεις αυτές

διαβιβάζονται και απευθείας στις επιτόπιες προξενικές αρχές, που ασκούν ανακριτικά καθήκοντα,

ειδοποιείται όμως σχετικά το Υπουργείο Δικαιοσύνης. 2. Με τον ίδιο τρόπο διαβιβάζονται και οι

κλήσεις για να επιδοθούν στους μάρτυρες και τους κατηγορούμενους.



Άρθρο 458. - Αιτήσεις των ξένων δικαστικών αρχών για ανακριτικές πράξεις.



1. Οι αιτήσεις ξένων δικαστικών αρχών για τη διενέργεια ανακριτικής πράξης από τις

αναφερόμενες στο άρθρο 457 παρ.1 διαβιβάζονται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και

εκτελούνται με παραγγελία του αρμόδιου εισαγγελέα εφετών από τον ανακριτή στην περιφέρεια

του οποίου πρόκειται να διεξαχθεί η ανακριτική πράξη, εκτός αν αυτή αντιβαίνει στις διατάξεις

του κώδικα ή του οργανισμού δικαστηρίων. Οι μάρτυρες ορκίζονται πάντοτε πριν εξεταστούν•

κατά τα λοιπά τηρούνται οι σχετικές διατάξεις του κώδικα, οι διεθνείς συνθήκες και τα έθιμα. 2.

Οι κλήσεις προς τους μάρτυρες, τους πραγματογνώμονες και τους κατηγορούμενους, οι

αποφάσεις ή άλλα έγγραφα της ποινικής διαδικασίας επιδίδονται με φροντίδα του εισαγγελέα

πρωτοδικών σύμφωνα με τα άρθρα 155-164. Η σχετική αίτηση, αν αφορά την κλήτευση

μαρτύρων ή πραγματογνωμόνων, γίνεται δεκτή μόνο αν η ξένη δικαστική αρχή που την

υποβάλλει αναλαμβάνει ρητά την υποχρέωση να μη διωχθεί ή κρατηθεί ο κλητευόμενος για

έγκλημα που έχει τελεστεί πριν από την εμφάνισή του στην ξένη αρχή που τον καλεί. 3. Ο

Υπουργός Δικαιοσύνης ύστερα από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου συμβουλίου εφετών μπορεί

να αρνηθεί την εκτέλεση των αιτήσεων που αναφέρονται στις παρ.1 και 2: α) αν κατά τις

διατάξεις των άρθρων 437 και 438 δεν επιτρέπεται να εκδοθεί ο κατηγορούμενος για την πράξη

σχετικά με την οποία διενεργεί ανάκριση η ξένη δικαστική αρχή ή β) αν κατά τους όρους

συνθήκης με τη χώρα που υποβάλλει την αίτηση δεν είναι υποχρεωτική η έκδοση.



Άρθρο 459. - Μεταγωγή του κρατουμένου για εξέταση.



1. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης με σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου εισαγγελέα εφετών μπορεί να

διατάξει ύστερα από αίτηση ξένης δικαστικής αρχής, που διαβιβάζεται με τη διπλωματική οδό,

τη μεταγωγή σ' αυτήν προσώπου που κρατείται στις φυλακές, για να εξεταστεί ως μάρτυρας και

κατά αντιπαράσταση με μάρτυρες ή κατηγορουμένους, με τον όρο της άμεσης επιστροφής του.

2. Η μεταγωγή αυτή μπορεί να διαταχθεί μόνο σε κράτος το οποίο με νόμο ή με σύμβαση

παρέχει την ίδια δικαστική συνδρομή στο ελληνικό κράτος. Τα έξοδα της μεταγωγής και της

επιστροφής βαρύνουν το κράτος που ζητεί τη μεταγωγή και προκαταβάλλονται από αυτό ή από

την αρμόδια ελληνική αρχή, αν η ευχέρεια αυτή παρέχεται και στο ελληνικό κράτος από τη χώρα

που ζητεί τη μεταγωγή. Η διάταξη της παρ.2 του άρθρου 458 εφαρμόζεται ανάλογα και εδώ.



Άρθρο 460. - Έξοδα μαρτύρων και πραγματογνωμόνων.



Όταν η επίδοση των κλήσεων των μαρτύρων και των πραγματογνωμόνων ζητείται από αλλοδαπή

δικαστική αρχή, πρέπει να σημειώνεται το ποσό που απαιτείται να καταβληθεί στον κλητευόμενο

για τα έξοδα ταξιδιού και διαμονής• έναντι του ποσού αυτού προκαταβάλλεται στον κλητευόμενο

ανάλογο μέρος από την ημεδαπή αρμόδια αρχή, με εντολή του Υπουργού Δικαιοσύνης, αμέσως

μόλις αυτός δηλώσει ότι θα προσέλθει, με τον όρο της αντικαταβολής του ποσού από τη χώρα

που τον ζητεί. Εκείνος που παίρνει την προκαταβολή και από απείθεια δεν προσέρχεται

τιμωρείται με την ποινή που προβλέπεται από τον ποινικό κώδικα για την απείθεια. Ο όρος της

παρ.2 του άρθρου 458 εφαρμόζεται και εδώ.



Άρθρο 461. - Διαβίβαση των πειστηρίων.



1. Η αίτηση ξένης αρχής για τη διαβίβαση πειστηρίων ή άλλων αντικειμένων που βρίσκονται στα

χέρια των ελληνικών δικαστικών αρχών εκτελείται με παράδοση των πειστηρίων για το σκοπό

αυτό στο Υπουργείο Εξωτερικών, αν αυτό δεν προσκρούει σε ιδιαίτερους λόγους, και με τον όρο

της άμεσης επιστροφής αυτών που διαβιβάστηκαν. Αν πρόκειται για έγγραφα, αποστέλλονται

φωτοτυπίες τους. 2. Η δικαστική αυτή συνδρομή εκτελείται με τον όρο της αμοιβαιότητας.



ΕΚΤΟ ΒΙΒΛΙΟ - ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ

ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ - Γενικοί ορισμοί.

Άρθρο 462. - Ποια είναι τα ένδικα μέσα.



Τα ένδικα μέσα που προβλέπονται στην ποινική διαδικασία κατά των βουλευμάτων και των

αποφάσεων, εκτός από όσα ορίζονται με ειδικές διατάξεις του Κώδικα, είναι : α) η έφεση και β) η

αίτηση για αναίρεση.



Άρθρο 463. - Ποιός τα ασκεί.



Ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα. Σε

κάθε όμως περίπτωση είναι απαραίτητο ο δικαιούμενος να έχει συμφέρον για την άσκηση του

ένδικου μέσου.



Άρθρο 464. - Άσκηση ένδικων μέσων από τον εισαγγελέα.



Ο εισαγγελέας εφετών και ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, σε όσες περιπτώσεις τους παρέχει ο

νόμος ένδικα μέσα, μπορούν να τα ασκήσουν, οποιαδήποτε γνώμη ή πρόταση και αν είχαν

διατυπώσει κατά τη συζήτηση ύστερα από την οποία εκδόθηκε η απόφαση ή το βούλευμα που

προσβάλλεται, είτε οι ίδιοι είτε κατώτερος εκπρόσωπος της εισαγγελικής αρχής• ο ανώτερος σε

βαθμό εισαγγελέας έχει την ίδια δυνατότητα, ακόμη και αν ο κατώτερος αποδέχτηκε την

απόφαση.



Άρθρο 465. - Άσκηση των ένδικων μέσων που παρέχονται στους διαδίκους.



1. Ο διάδικος μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο που του ανήκει, είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω

αντιπροσώπου που έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρ. 96 παρ.1. Το πληρεξούσιο ή

επικυρωμένο αντίγραφό του προσαρτάται στη σχετική έκθεση. Στις περιπτώσεις άσκησης

ένδικου μέσου κατά βουλεύματος, καθώς και κατά αποφάσεων όταν ο δικαιούμενος δεν είναι

παρών κατά την απαγγελία τους, το πληρεξούσιο μπορεί να προσκομισθεί στο γραμματέα

ενώπιον του οποίου ασκήθηκε το ένδικο μέσο, μέσα σε είκοσι ημέρες από την άσκησή του. Αν η

προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, το ένδικο μέσο κηρύσσεται απαράδεκτο κατά τις διατάξεις

του άρθρου 476 παρ.1. Το προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις των άρθρ.

341, 430 και 501 παρ. 1 εδ. τελευταίο. 2. Το ένδικο μέσο κατά της καταδικαστικής απόφασης που

παρέχεται σ' εκείνον που καταδικάστηκε μπορεί να ασκηθεί για λογαριασμό του και από το

συνήγορο που είχε παραστεί στη συζήτηση• προκειμένου για πρόσωπο που βρίσκεται σε

δικαστική απαγόρευση το ένδικο αυτό μέσο μπορεί να ασκηθεί και από το νόμιμο αντιπρόσωπό

του. Αν εκείνος που καταδικάστηκε βρίσκεται, με βάση τη μνημονευόμενη στην απόφαση

σχετική κρίση του δικαστηρίου που τον καταδίκασε, σε διανοητική κατάσταση που δεν του

επιτρέπει να αντιληφθεί το συμφέρον του και δεν έχει κηρυχθεί ακόμα σε κατάσταση

απαγόρευσης, το ένδικο μέσο μπορεί να ασκηθεί, εκτός από συνήγορο, και από ανιόντα, σύζυγο

ή κατιόντα ή συγγενή εξ αίματος σε πλάγια γραμμή έως δεύτερου βαθμού.



Άρθρο 466. - Αντίθετη δήλωση του κατηγορουμένου.



1. Το ένδικο μέσο που ασκήθηκε από συνήγορο κατά το άρθρο 465 παρ.2 ματαιώνεται με

αντίθετη δήλωση του κατηγορουμένου. Η αντίθετη δήλωση πρέπει να γίνει ενώπιον

οποιουδήποτε δικαστικού γραμματέα, οπότε συντάσσεται έκθεση, και έως την έναρξη της

συζήτησης του ένδικου μέσου• αν εκείνος που έκανε τη δήλωση είναι ανήλικος ή

απαγορευμένος, η ενέργειά του πρέπει να συνοδεύεται και με τη δήλωση του προσώπου που

ασκεί τη γονική μέριμνα ή του επιτρόπου ότι συναινεί στην αντίθετη αυτή δήλωση. Αν με την

απόφαση που έχει προσβληθεί επιβάλλεται στον κατηγορούμενο η ποινή του θανάτου, η

αντίθετη δήλωσή του είναι ανίσχυρη. 2. Όταν και ο κατηγορούμενος και ο συνήγορος ασκήσουν

το ένδικο μέσο και υπάρχει αντίθεση μεταξύ των λόγων που προβάλλονται, θα προτιμηθεί το

ένδικο μέσο που ωφελεί περισσότερο τον κατηγορούμενο. Σε κάθε άλλη περίπτωση η δήλωση

του ενός συμπληρώνει τη δήλωση του άλλου.



Άρθρο 467. - Άσκηση των ένδικων μέσων από τον αστικώς υπεύθυνο.



Όταν ο νόμος δεν προβλέπει ειδικά διαφορετική ρύθμιση, ο αστικώς υπεύθυνος που πήρε μέρος

στη συζήτηση στο ακροατήριο μπορεί να ασκήσει όλα τα ένδικα μέσα που παρέχονται στον

κατηγορούμενο όχι μόνο για το κεφάλαιο της απόφασης που αναγνωρίζει την αστική ευθύνη του,

αλλά και για εκείνο που κηρύσσει την ενοχή του κατηγορουμένου. Το δικαίωμα αυτό του αστικώς

υπεύθυνου δεν αναιρείται, αν ο κατηγορούμενος εναντιωθεί ή αν παραιτηθεί από το ένδικο μέσο

που άσκησε. Το ένδικο μέσο που άσκησε ο αστικώς υπεύθυνος επεκτείνεται και στον

κατηγορούμενο που δεν το έχει ασκήσει, δεν είναι δυνατό όμως από το γεγονός αυτό να

χειροτερεύσει η θέση του.



Άρθρο 468. - Άσκηση των ένδικων μέσων από τον πολιτικώς ενάγοντα.



1. Ο πολιτικώς ενάγων μπορεί να προσβάλει την απόφαση με το ένδικο μέσο που του χορηγεί ο

νόμος: α) αν ο κατηγορούμενος καταδικαστεί (σε οποιαδήποτε ποινή) μόνο σε ό,τι αφορά τις

απαιτήσεις του για αποζημίωση, όταν είτε του επιδικάστηκε αυτή είτε απορρίφθηκε η αγωγή του

επειδή δεν στηριζόταν στο νόμο. β) αν ο κατηγορούμενος αθωωθεί, μόνο στην περίπτωση που

έχει καταδικαστεί σε αποζημίωση και στα έξοδα (άρθρ.71) ή που η πολιτική αγωγή έχει

απορριφθεί επειδή δεν στηριζόταν στο νόμο και μόνο ως προς αυτά τα κεφάλαια. 2. Το ίδιο

δικαίωμα στην περίπτωση του άρθρου 70 έχει και ο εισαγγελέας.



Άρθρο 469. - Το ένδικο μέσο εκτείνεται και στους κατηγορουμένους που δεν το άσκησαν.



Αν στο έγκλημα συμμετείχαν περισσότεροι ή αν η ποινική ευθύνη ενός κατηγορουμένου

εξαρτάται σύμφωνα με το νόμο από την ευθύνη του άλλου, το ένδικο μέσο που ασκεί κάποιος

από τους κατηγορουμένους, ακόμη και όταν χορηγείται μόνο σ' αυτόν από το νόμο, καθώς και οι

λόγοι τους οποίους προτείνει, αν δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπό του, ωφελούν και

τους υπόλοιπους κατηγορουμένους. Στην περίπτωση της συνάφειας (άρθρ.128 και 131) ισχύει ο

ίδιος κανόνας, μόνο αν οι λόγοι που προβάλλονται με το ένδικο μέσο αφορούν παραβάσεις της

διαδικασίας και δεν αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο εκείνου που το άσκησε. Για τη

συζήτηση του ένδικου μέσου δεν είναι αναγκαία η κλήτευση των ωφελούμενων

κατηγορουμένων, οι οποίοι όμως μπορούν να εμφανισθούν και να συμμετάσχουν στη δίκη. Σε

περίπτωση που το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί για το επεκτατικό αποτέλεσμα του

ένδικου μέσου, μπορεί μετά από αίτηση αυτών ή του εισαγγελέα να επιληφθεί εκ νέου προς

συμπλήρωση της αποφάσεώς του.



Άρθρο 470. - Απαγορεύεται να χειροτερεύσει η θέση του κατηγορουμένου.



Στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που

καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα

ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται. Δεν εμποδίζεται όμως η

επιβολή παρεπόμενης ποινής, που από παραδρομή δεν επιβλήθηκε, αν και σύμφωνα με το νόμο

έπρεπε υποχρεωτικά να επιβληθεί, ή η επιβολή μέτρου ασφάλειας προβλεπόμενου από τον

ποινικό κώδικα.



Άρθρο 471. - Ανασταλτική δύναμη των ένδικων μέσων.


1. Το ένδικο μέσο που ασκήθηκε από εκείνον που έχει το σχετικό δικαίωμα εμπρόθεσμα και

νομότυπα, καθώς και η προθεσμία για την άσκηση, αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης

ή του βουλεύματος που προσβάλλονται, όταν ο νόμος δεν διατάζει διαφορετικά. Δεν

αναστέλλεται όμως η διάταξη του βουλεύματος που αφορά τη σύλληψη και την προσωρινή

κράτηση. αν το βούλευμα με σύμφωνη την πρόταση του εισαγγελέα αποφαίνεται ότι δεν πρέπει

να γίνει κατηγορία εναντίον του κατηγορουμένου, ποτέ δεν αναστέλλεται η απόλυσή του από τις

φυλακές.
2. Κατ' εξαίρεση η προθεσμία για την άσκηση του ένδικου μέσου της αναίρεσης και η αίτηση

για την αναίρεση δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης που προσβάλλεται με αυτή. Το

δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση μπορεί, μόλις ασκηθεί αναίρεση και εφόσον το ζητήσει ο

εισαγγελέας ή ο κατηγορούμενος, να αναστείλει την εκτέλεσή της ή, αν η αναίρεση ασκείται κατά

απόφασης που απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη ή ανυποστήρικτη, να αναστείλει την

εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης. Η αναστολή διατάσσεται εφόσον προβλέπεται ότι η έκτιση

της ποινής ωσότου εκδοθεί η απόφαση επί της αναίρεσης θα έχει ως συνέπεια υπέρμετρη και

ανεπανόρθωτη βλάβη για τον κατηγορούμενο ή την οικογένειά του. Δεύτερη αίτηση αναστολής

εκτέλεσης από τον κατηγορούμενο είναι απαράδεκτη αν δεν παρέλθουν δύο μήνες από την

απόρριψη της προηγούμενης για οποιονδήποτε λόγο. Δεν έχει επίσης ανασταλτική δύναμη το

ένδικο μέσο αν ο νόμος δεν το χορηγεί ρητά.
(η παρ.2 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 37 Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α 165/30.6.2003.

(σημ. Με την παρ.20 εδάφ. γ' άρθρ.2 Ν.2408/1996 είχε οριστεί ότι:" Από τη δημοσίευση του

παρόντος καταργούνται όλες οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που αποκλείουν την

ανασταλτική δύναμη της έφεσης).


Άρθρο 472. - Αμφισβήτηση της ανασταλτικής δύναμης του ένδικου μέσου.



Κάθε δισταγμός ή αμφισβήτηση για την ανασταλτική δύναμη του ένδικου μέσου κατά το άρθρο

471 λύεται αμετάκλητα από το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο που εξέδωσε την απόφαση

ή το βούλευμα που προσβάλλεται. Αν όμως ο δισταγμός ή η αμφισβήτηση ανακύψει μετά την

εισαγωγή του ένδικου μέσου για συζήτηση, λύεται από το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο

που είναι αρμόδιο να κρίνει. Σε κάθε περίπτωση ο κατηγορούμενος και ο πολιτικώς ενάγων

καλούνται πριν είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες να εκφράσουν τη γνώμη τους στο όργανο που

θα κρίνει για την αμφισβήτηση.



Άρθρο 473. - Προθεσμία για την άσκηση των ένδικων μέσων.

1. Όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση

ένδικων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν

είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης

δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η

προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της

απόφασης. το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται και για την προθεσμία άσκησης ένδικων

μέσων κατά βουλευμάτων. Για τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών η προθεσμία άσκησης ενδίκων

μέσων κατά βουλευμάτων αρχίζει από την πραγματική κοινοποίησή τους (άρθρο 165παρ. 2). Αν

δεν έχει γίνει πραγματική κοινοποίηση, η προθεσμία είναι ενός μήνα από την έκδοση του

βουλεύματος. Η προθεσμία για αίτηση αναίρεσης κατά του βουλεύματος αρχίζει από τη λήξη

της προθεσμίας έφεσης. (η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 6 του άρθρου 6 ν.

1653/1986 (ΦΕΚ Α'173). (το τέταρτο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 37

Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α 165/30.6.2003.
2. Η αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που

καταδικάστηκε και με δήλωση που περιέχει όσα ορίζονται στην παρ. 2 του επόμενου

άρθρου και επιδίδεται στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών,

η οποία αρχίζει σύμφωνα με την παρ. 1. Η δήλωση αυτή μπορεί να συμπληρώνει και την

αίτηση αναίρεσης που τυχόν ασκήθηκε σύμφωνα με το επόμενο άρθρο και που δεν περιέχει

ορισμένους λόγους.
3. Η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα

καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του

ποινικού δικαστηρίου. Η καθαρογράφηση της απόφασης πρέπει να γίνει μέσα σε δεκαπέντε

ημέρες διαφορετικά, ο πρόεδρος του δικαστηρίου έχει πειθαρχική ευθύνη. Η καταχώριση της

καθαρογραμμένης απόφασης στο ειδικό βιβλίο απαιτείται μόνο για την έναρξη της προθεσμίας

άσκησης αναίρεσης και τυχόν μη καταχώριση δεν εμποδίζει τη παραγραφή της ποινής.
(το άνω εδάφιο προστέθηκε με την παρ.4 άρθρ.20 Ν.2521/1997 ΦΕΚ Α 174/1-9-1997). (σημ. :

Κατά το άρθρο 17 του Ν. 1968/1991 (Α' 150): "Κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου

Πλημμελειοδικών, που κρίνει την αίτηση για τη χορήγηση απόλυσης υπό όρο, επιτρέπεται

έφεση από τον εισαγγελέα ή τον κατάδικο, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των

άρθρων 473 έως και 476 Κ.Π.Δ".
4. Οι παραπάνω προθεσμίες για την άσκηση ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων και αποφάσεων

αναστέλλονται κατά το χρονικό διάστημα από 1ης έως 31ης Αυγούστου. (η παρ.4 προστέθηκε με

το άρθρο 19 Ν.2721/1999 Α 112/3.6.1999






Άρθρο 474. - Έκθεση και λόγοι άσκησης του ένδικου μέσου.



1. Με την επιφύλαξη της διάταξης της παρ.2 του άρθρου 473, το ένδικο μέσο ασκείται με

δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα) ή στο

γραμματέα του ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο

εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Αν

αυτός κρατείται στη φυλακή, η δήλωση μπορεί να γίνει και σ' εκείνον που τη διευθύνει. Για τη

δήλωση συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον

αντιπρόσωπό του (άρθρο 465 παρ.1) και από εκείνον που τη δέχεται. Ο εισαγγελέας μπορεί να

δηλώσει την άσκηση του ένδικου μέσου και τηλεγραφικά, οπότε το ένδικο μέσο θεωρείται ότι

ασκήθηκε με την κατάθεση του τηλεγραφήματος. Αν η έκθεση γίνει σε άλλο γραμματέα ή στο

διευθυντή των φυλακών, αποστέλλεται αμέσως στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε

την απόφαση. 2. Στην έκθεση πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το

ένδικο μέσο.



Άρθρο 475. - Παραίτηση από ένδικο μέσο.



1. Ο διάδικος μπορεί να παραιτηθεί από το ένδικο μέσο που έχει ασκήσει. Η παραίτηση

δηλώνεται σύμφωνα με το άρθρο 474 παρ.1• μπορεί να γίνει ακόμα και στο ακροατήριο, πριν

αρχίσει η συζήτηση, με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά της συνεδρίασης. Η παραίτηση

που έγινε δεν μπορεί να ανακληθεί. 2. Ο εισαγγελέας δεν μπορεί να παραιτηθεί από το ένδικο

μέσο που έχει ασκήσει.



Άρθρο 476. - Όταν το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο.


1. Όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης

ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να

τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή του, καθώς και όταν έγινε

νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει

ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο)

που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους

διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση

της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που

άσκησε το ένδικο μέσο. Ο εισαγγελέας οφείλει να ειδοποιήσει το διάδικο που άσκησε το ένδικο

μέσο ή τον αντίκλητό του για να προσέλθει στο συμβούλιο και εκθέσει τις απόψεις του είκοσι

τέσσερις τουλάχιστον ώρες πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο (συμβούλιο).

Την ειδοποίηση ενεργεί ο γραμματέας της εισαγγελίας με οποιοδήποτε μέσο (και προφορικώς και

τηλεφωνικώς) στην αναγραφόμενη στο ένδικο μέσο διεύθυνση και σημειώνει τούτο στο φάκελο

της δικογραφίας. (η παρ.1 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ. 18 άρθρ.2 Ν.2408/1996 (Α 104).

2. Κατά της απόφασης που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο

αναίρεση.

(η παρ.2 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 38 Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).

3. Αν το ένδικο μέσο κηρυχθεί απαράδεκτο, τα αποτελέσματά του παύουν αυτοδικαίως κατά το

άρθρο 469.

(σημ.: κατά το άρθρο 17 του Ν. 1968/1991 (Α' 150): "Κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου

Πλημμελειοδικών, που κρίνει την αίτηση για τη χορήγηση απόλυσης υπό όρο, επιτρέπεται

έφεση από τον εισαγγελέα ή τον κατάδικο, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των

άρθρων 473 έως και 476 Κ.Π.Δ.



Άρθρο 477. - Σε ποιους επιτρέπεται.



Έφεση κατά του βουλεύματος επιτρέπεται στους διαδίκους και στον εισαγγελέα, στις περιπτώσεις

των επόμενων άρθρων και σε όσες άλλες ορίζει ειδικά ο νόμος.



Άρθρο 478. - Πότε επιτρέπεται στον κατηγορούμενο.


1. Το ένδικο μέσο της έφεσης επιτρέπεται στον κατηγορούμενο μόνο κατά του βουλεύματος του

συμβουλίου πλημμελειοδικών, το οποίο τον παραπέμπει στο δικαστήριο για κακούργημα. ΤΟ

δικαίωμα της έφεσης εκτείνεται σε όλα τα εγκλήματα που συρρέουν ή είναι συναφή, έστω και αν

επιτρέπεται για ένα μόνο από αυτά.

2. Όταν το βούλευμα που προσβάλλεται διατάσσει να συλληφθεί και να κρατηθεί προσωρινά ο

κατηγορούμενος, η έφεση είναι απαράδεκτη, αν ο κατηγορούμενος δεν προσκομίσει κατά την
άσκησή της βεβαίωση του διευθυντή της φυλακής ότι κρατείται σε εκτέλεση του βουλεύματος

αυτού (άρθρο 471 παρ. 1). Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται όταν η προσωρινή κράτηση του

κατηγορουμένου έχει αντικατασταθεί με περιοριστικούς όρους κατά το άρθρο 291 ή όταν η

δήλωση για την έφεση γίνεται στο διευθυντή της φυλακής (άρθρο 474 παρ. 1). Η έφεση είναι

επίσης απαράδεκτη, αν ο κατηγορούμενος που κρατείται προσωρινά αποδράσει από τη φυλακή

μετά την άσκησή της.

(σημ.: το άρθρο 478 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 39 Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α

165/30.6.2003).



Άρθρο 479. - Πότε επιτρέπεται στον εισαγγελέα.

1. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να προσβάλλει με έφεση τα βουλεύματα του

συμβουλίου πλημμελειοδικών όταν πρόκειται για κακούργημα και το συμβούλιο: α) παραπέμπει

τον κατηγορούμενο στο δικαστήριο, β) παύει προσωρινά ή οριστικά την ποινική δίωξη εναντίον

του, γ) κηρύσσει απαράδεκτη την
ποινική δίωξη ή δ) αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία. (η παρ.1 αντικαταστάθηκε ως

άνω με το άρθρο 40 Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).
2. Ο εισαγγελέας εφετών, είτε ο ίδιος είτε παραγγέλλοντας τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών,

μπορεί να προσβάλλει με έφεση οποιοδήποτε βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών μέσα

σε προθεσμία ενός μηνός από την έκδοσή του. (άρθρο 306).Η προθεσμία αυτή και η έφεση που

ασκήθηκε δεν αναστέλλουν την αποφυλάκιση του κατηγορουμένου που έχει διαταχθεί με το

προσβαλλόμενο βούλευμα. (το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο

40 Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).








Άρθρο 480. - Πότε επιτρέπεται στον πολιτικώς ενάγοντα.


Άρθρο 480.-
"1. Ο πολιτικώς ενάγων μπορεί να ασκήσει έφεση κατά των βουλευμάτων του
συμβουλίου πλημμελειοδικών, όταν πρόκειται για κακούργημα και μόνο στις
περιπτώσεις β', γ' και δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 479."

*** Η παρ.1 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 40 Ν.3160/2003,
ΦΕΚ Α 165/30.6.2003.

2. Το δικαίωμα αυτό της έφεσης το έχει ο πολιτικώς ενάγων, αν
πριν από την έκδοση του βουλεύματος δήλωσε ότι παρίσταται με την
ιδιότητά του αυτήν και δεν έχει αποβληθεί (άρθρ. 82-88).


Άρθρο 481. - Αρμόδιο δικαστήριο για την έφεση.


1. Για την "έφεση" αποφαίνεται το συμβούλιο εφετών ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα

εφετών σύμφωνα με τα άρθρα 316, 318 και 319.

(σημ.: αντί της λέξης "αίτηση" τέθηκε η λέξη "έφεση" με το άρθρο 40 Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α

165/30.6.2003).

2. Αν το βούλευμα που προσβάλλεται έχει εκδοθεί ακύρως, το συμβούλιο εφετών, αφού το

κηρύξει άκυρο, κρατεί την υπόθεση και αποφαίνεται σύμφωνα με την παρ. 1.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Αίτηση αναίρεσης.

Άρθρο 482. - Πότε επιτρέπεται στους διαδίκους.


1. Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος όταν:

α) τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα. Σε εγκλήματα που συρρέουν ή είναι

συναφή, ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει την αναίρεση για όλα, έστω και αν το ένδικο αυτό

μέσο επιτρέπεται μόνο για ένα από αυτά και β) παύει προσωρινά την ποινική δίωξη εναντίον του.

(η παρ.1 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 41 Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).

2. Η διάταξη του άρθρου 478 παρ. 2 εφαρμόζεται αναλόγως και στην αίτηση αναίρεσης του

κατηγορουμένου.

3. Αν το συμβούλιο εφετών επιλήφθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 317, κατά του βουλεύματος που

εκδίδεται από αυτό μπορεί να ασκηθεί αναίρεση μόνο στις περιπτώσεις της παρ. 1.



Άρθρο 483. - Πότε επιτρέπεται στον εισαγγελέα.


1. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος,

όταν αυτό παραπέμπει τον κατηγορούμενο για κακούργημα, όταν αποφαίνεται ότι δεν πρέπει

να γίνει κατηγορία και όταν παύει προσωρινά ή οριστικά την ποινική δίωξη ή την κηρύσσει

απαράδεκτη.

2. Το ίδιο δικαίωμα έχει και ο εισαγγελέας εφετών για τα βουλεύματα του συμβουλίου των

εφετών.

3. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος

με σχετική δήλωση στο γραμματέα του Αρείου Πάγου, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από

την παράγραφο 2 του άρθρου 479, το δεύτερο εδάφιο της οποίας εφαρμόζεται και σε αυτήν την

περίπτωση. Μετά την προθεσμία αυτή ο ίδιος εισαγγελέας μπορεί να ασκήσει αναίρεση του

βουλεύματος υπέρ του νόμου και για οποιαδήποτε παράβαση των διατάξεων που αφορούν την

προδικασία χωρίς να βλάπτονται τα δικαιώματα των διαδίκων. (η παρ.3 αντικαταστάθηκε ως άνω

με το άρθρο 41 Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).



Άρθρο 484. - Λόγοι αναίρεσης.


1. Λόγοι για να αναιρεθεί το βούλευμα είναι μόνο: α) η απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171

αριθ. 1), β) η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που

εφαρμόστηκε στο βούλευμα, γ) η παραβίαση του δεδικασμένου (άρθρο 57), (δ) η

παράλειψη αναγραφής του σχετικού άρθρου του ποινικού νόμου), δ'(ε) η έλλειψη ειδικής

αιτιολογίας που επιβάλλει το άρθρο 139, ε' στ) η παράνομη (άρθρο 476) απόρριψη της

έφεσης κατά του βουλεύματος ως απαράδεκτης και στ' (ζ) η υπέρβαση εξουσίας. Υπέρβαση

εξουσίας υπάρχει, όταν το συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και

ιδιαίτερα όταν αποφάνθηκε για υπόθεση που δεν υπάγεται στην δικαιοδοσία του ή
έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που με ρητή διάταξη του νόμου υπάγεται στην αποκλειστική

αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων ή αποφάνθηκε πέρα από την εξουσία του κατά τα

άρθρα 307, 309 και 318 ή, τέλος, παρέπεμψε σε δίκη τον κατηγορούμενο για έγκλημα για τον

οποίο δεν υποβλήθηκε νόμιμα η απαιτούμενη για την ποινική δίωξη έγκληση ή αίτηση (άρθρα

41 και 50) ή για το οποίο δεν δόθηκε η άδεια δίωξης (άρθρο 54) ή για το οποίο δεν έχει

επιτραπεί ρητά η έκδοση (άρθρο 438). (η περ. δ΄ ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ και οι περ.ε΄,στ, και ζ΄

αναριθμήθηκαν σε δ΄ ε΄ και στ αντίστοιχα με το άρθρο 42 Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).
Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί ακόμη να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος

υπέρ του νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 505 παρ. 2, και για οποιαδήποτε παράβαση των

διατάξεων που αφορούν την προδικασία.

2. Αν η αίτηση για αναίρεση είναι εμπρόθεσμη και νομότυπη, ο Αρειος Πάγος εξετάζει και

αυτεπαγγέλτως τους πιο πάνω λόγους αναίρεσης. Το άρθρο 318 εφαρμόζεται αναλόγως και στην

περίπτωση αυτή. (η παρ.2 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ και η παρ. 3, αναριθμήθηκε σε παρ.2,

αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 42 Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).


Άρθρο 485. - Συζήτηση της αναίρεσης.

1. Για την αίτηση αναίρεσης βουλεύματος αποφαίνεται το ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου,

που συνεδριάζει με τριμελή σύνθεση ως συμβούλιο, ύστερα από έγγραφη πρόταση του

οικείου εισαγγελέα. Τα άρθρα 308 παρ. 2, 309 παρ. 2, 476 παρ. 1 και 3, 513 παρ. 1 εδ. α', 515

παρ. 3 εδάφιο πρώτο, 516 έως 519, 522, 523 και 524 παρ. 1 εδάφιο πρώτο εφαρμόζονται

αναλόγως. (το δεύτερο εδάφιο της παρ.1 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 43

Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).

2. Πρόσθετοι λόγοι για αναίρεση βουλευμάτων πέρα από όσους περιλαμβάνονται στη

σχετική έκθεση δεν μπορούν να προταθούν από εκείνον που ασκεί την αναίρεση.

3. Για την αίτηση του κατηγορουμένου να εμφανιστεί προσωπικά και να ακουστεί από το

συμβούλιο της παρ. 1 αποφαίνεται το συμβούλιο το αργότερο μέσα σε τρεις ημέρες από την

υποβολή της ύστερα από
έγγραφη πρόταση του οικείου εισαγγελέα.

4. Αν η αίτηση της προηγούμενης παραγράφου γίνει δεκτή, το συμβούλιο ορίζει ρητή ημέρα,

όχι όμως πέρα από ένα οκταήμερο, για την ακρόαση εκείνου που υποβάλλει την αίτηση, στην

οποία καλούνται πριν από είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες να παραστούν και να ακουστούν

εκείνος που υπέβαλε την αίτηση και οι υπόλοιποι διάδικοι.





ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ - ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Έφεση.

Άρθρο 486. - Έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης.



1. Έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης του πταισματοδικείου, του μονομελούς και του

τριμελούς πλημμελειοδικείου και του εφετείου για πλημμέλημα (άρθρο 111 αριθ.6 και 116)

μπορούν να ασκήσουν. α) ο κατηγορούμενος, μόνο αν αθωώθηκε για έμπρακτη μετάνοια ή με

αιτιολογία που, χωρίς να είναι αναγκαίο, θίγει την υπόληψή του. β) ο πολιτικώς ενάγων και ο

μηνυτής ή εκείνος που υπέβαλε την έγκληση, αν καταδικάστηκαν σε αποζημίωση και στα έξοδα

κατά το άρθρο 71 και μόνο γι' αυτό το κεφάλαιο. και γ) ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών κατά των

αποφάσεων των πταισματοδικείων και των πλημμελειοδικείων (τριμελών και μονομελών) και του

δικαστηρίου των ανηλίκων όπου ασκεί τα καθήκοντά του, και ο εισαγγελέας εφετών κατά των

αποφάσεων του εφετείου όπου ασκεί τα καθήκοντά του (άρθρ.111 αριθ.6 και 116), και, μέσα σε

προθεσμία 10 ημερών, κατά των αποφάσεων των πλημμελειοδικείων που υπάγονται γενικά στην

περιφέρειά του. 2. Έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης του μεικτού ορκωτού δικαστηρίου της

περιφέρειας όπου ασκεί τα καθήκοντά του και του τριμελούς εφετείου για κακουργήματα μπορεί

να ασκήσει ο εισαγγελέας εφετών, εφόσον η απόφαση δεν είναι ομόφωνη και το μέλος ή τα μέλη

που μειοψήφησαν είχαν τη γνώμη ότι ο κατηγορούμενος έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος για πράξη

που τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος. 3.Η άσκηση έφεσης από τον εισαγγελέα πρέπει να

αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση (άρθρο 498), άλλως η έφεση

απορρίπτεται ως απαράδεκτη. (Όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ.19 του Ν. 2408/1996).



Άρθρο 487. - Έφεση κατά της απόφασης που κηρύσσει αναρμοδιότητα.



Στον κατηγορούμενο και στον εισαγγελέα επιτρέπεται έφεση κατά της απόφασης με την οποία το

δικαστήριο αποφάνθηκε ότι είναι καθ' ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο

δικαστήριο ή στον εισαγγελέα (άρθρο 120).



Άρθρο 488. - Έφεση εναντίον καταδικαστικής απόφασης. α) Από τον πολιτικώς ενάγοντα.


Στον πολιτικώς ενάγοντα επιτρέπεται έφεση εναντίον της καταδικαστικής απόφασης αλλά μόνο

κατά του
μέρους που απέρριψε την αγωγή του επειδή δεν στηρίζεται στο νόμο ή του επιδίκασε χρηματική

ικανοποίηση ή αποζημίωση, αν το ποσό που ζητήθηκε συνολικά, σε κάθε περίπτωση υπερβαίνει:

α) το ποσό των εκατό ευρώ, αν η έφεση προσβάλλει απόφαση του πταισματοδικείου β) το ποσό

των διακοσίων πενήντα ευρώ, αν προσβάλλει απόφαση του μονομελούς πλημμελειοδικείου ή

του μονομελούς δικαστηρίου των ανηλίκων γ) το ποσό των πεντακοσίων ευρώ, αν προσβάλλει

απόφαση του τριμελούς πλημμελειοδικείου ή του τριμελούς δικαστηρίου των ανηλίκων. (το

άρθρο 488 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 44 Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).


Άρθρο 489. - β) Από τον κατηγορούμενο και τον εισαγγελέα.


1. Εκείνος που καταδικάστηκε και ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος έχουν δικαίωμα να

ασκήσουν έφεση: α) κατά της απόφασης του πταισματοδικείου και του ειρηνοδικείου (άρθρο

116) αν με αυτήν ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε κράτηση περισσότερο από οκτώ ημέρες ή

σε πρόστιμο πάνω από τετρακόσια ευρώ ή σε αποζημίωση ή σε χρηματική ικανοποίηση προς τον

πολιτικώς ενάγοντα πάνω από εκατό ευρώ συνολικά β) κατά της απόφασης του μονομελούς

πλημμελειοδικείου αν με αυτήν καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε φυλάκιση πάνω από εξήντα

ημέρες ή σε χρηματική ποινή πάνω από χίλια ευρώ ή αν επιδικάστηκε εναντίον του οποιαδήποτε

αποζημίωση και ικανοποίηση πάνω από διακόσια πενήντα ευρώ συνολικά ή αν καταδικάστηκε σε

οποιαδήποτε ποινή που συνεπάγεται τις στερήσεις και τις ανικανότητες που ορίζονται στην

επόμενη περίπτωση (στοιχείο γ) ή ακόμα αν συνεπάγεται την έκτιση άλλης ποινής φυλάκισης

που είχε ανασταλεί και είναι μεγαλύτερη από εξήντα ημέρες ή συνεπάγεται τα ίδια

αποτελέσματα γ) κατά της απόφασης του τριμελούς πλημμελειοδικείου και της απόφασης του

εφετείου για πλημμελήματα (άρθρα 111 αρ. 7 και 116) αν με αυτή καταδικάστηκε ο

κατηγορούμενος σε ποινή φυλάκισης πάνω από τέσσερις μήνες ή σε χρηματική ποινή πάνω από

χίλια πεντακόσια ευρώ ή σε οποιαδήποτε ποινή που συνεπάγεται στέρηση των πολιτικών

δικαιωμάτων ή έκπτωση από δημόσια δημοτική
ή κοινοτική υπηρεσία ή ανικανότητα διορισμού σε αυτήν ή σε ποινή που συνεπάγεται έκτιση

άλλης ποινής τεσσάρων μηνών και πάνω που είχε ανασταλεί ή που συνεπάγεται τις παραπάνω

στερήσεις και ανικανότητες ή σε αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση προς τον πολιτικώς

ενάγοντα πάνω από πεντακόσια ευρώ συνολικά δ) κατά της απόφασης του μονομελούς ή του

τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων με την οποία καταδικάστηκε ο ανήλικος σε περιορισμό σε

σωφρονιστικό κατάστημα που το ελάχιστο όριό του είναι πάνω από ένα έτος ε) κατά της

απόφασης του μονομελούς ή του τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων με την οποία καταδικάστηκε

κατά το άρθρο 130 του Ποινικού Κώδικα σε ποινή στερητική της ελευθερίας μεγαλύτερη από

τρεις μήνες ανήλικος ο οποίος κατά την τέλεση της πράξης ήταν έφηβος, δικάστηκε όμως μετά τη

συμπλήρωση του 17ου έτους. Με την ίδια προϋπόθεση έφεση επιτρέπεται και στις περιπτώσεις

του άρθρου 131 του Ποινικού Κώδικα στ) κατά της απόφασης του μεικτού ορκωτού δικαστηρίου

και του τριμελούς εφετείου με την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε ποινή στερητική

της ελευθερίας διάρκειας τουλάχιστον δύο ετών για κακούργημα ή τουλάχιστον ενός έτους για

πλημμέλημα. (η παρ.1 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 44 Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α

165/30.6.2003).
2. Στην περίπτωση του άρθρ. 38 του Ποινικού Κώδικα το δικαίωμα για την άσκηση έφεσης

ρυθμίζεται από το μέγεθος της ποινής που προσδιορίστηκε σύμφωνα με την τρίτη παράγραφό

του.
3. Αν η στερητική της ελευθερίας ποινή μετατραπεί σε χρηματική, το δικαίωμα για άσκηση

έφεσης εξαρτάται: α) από την ποινή φυλάκισης ή κράτησης που έχει μετατραπεί σε

χρηματική ή β) από την χρηματική ποινή που την έχει αντικαταστήσει, αν εξαιτίας του ποσού

της μπορεί η απόφαση να προσβληθεί με έφεση κατά την παρ. 1 εδ. α, β' και γ' αυτού του

άρθρου.



Άρθρο 490. - γ) Ιδίως από τον εισαγγελέα.



1. Και εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 489, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να

προσβάλει με έφεση κάθε καταδικαστική απόφαση των πταισματοδικείων και των μονομελών

πλημμελειοδικείων της περιφέρειάς του• επίσης ο εισαγγελέας εφετών μπορεί να προσβάλει με

έφεση κάθε καταδικαστική απόφαση των μονομελών και τριμελών πλημμελειοδικείων και των

δικαστηρίων ανηλίκων της περιφέρειας του εφετείου, είτε υπέρ είτε εναντίον εκείνου που

καταδικάστηκε, μέσα σε δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. 2. Ο εισαγγελέας

εφετών μπορεί να προσβάλει με έφεση κάθε καταδικαστική απόφαση του μικτού ορκωτού

δικαστηρίου και του τριμελούς εφετείου της περιφέρειας του εφετείου του, είτε υπέρ είτε

εναντίον εκείνου που καταδικάστηκε, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από τη δημοσίευση της

απόφασης.



Άρθρο 491. - Η έφεση στην περίπτωση συρροής εγκλημάτων.



Στην περίπτωση συρροής εγκλημάτων που εκδικάστηκαν με την ίδια απόφαση, η δυνατότητα να

ασκηθεί έφεση εξαρτάται από τη συνολική ποινή που επιβλήθηκε, και η έφεση που ασκήθηκε

εκτείνεται σε όλα τα εγκλήματα που συρρέουν. Αν αυτά εκδικάστηκαν χωριστά, με έκδοση

περισσότερων αποφάσεων, και η συνολική ποινή καθορίστηκε πριν γίνουν όλες αμετάκλητες, για

το αν είναι δυνατή η έφεση εναντίον της απόφασης που προσδιόρισε τη συνολική ποινή

λαμβάνεται υπόψη αυτή η ποινή• αν ασκηθεί έφεση εναντίον της απόφασης που προσδιόρισε

τη συνολική ποινή, θεωρούνται ότι προσβλήθηκαν και εκείνες ακόμη από τις επιμέρους

αποφάσεις που, όπως απαγγέλθηκαν, δεν μπορούν να προσβληθούν με έφεση ή πέρασε η

προθεσμία της έφεσης, αρκεί να μην έγιναν αμετάκλητες.



Άρθρο 492. - Έφεση κατά του μέρους της απόφασης που προβλέπει την απόδοση ή τη δήμευση.



Κατά του μέρους της απόφασης που διατάσσει απόδοση των πραγμάτων που αφαιρέθηκαν και

των πειστηρίων ή δήμευση επιτρέπεται έφεση στον κατηγορούμενο, τον πολιτικώς ενάγοντα και

τον τρίτο, του οποίου τις αξιώσεις έκρινε η απόφαση (άρθρα 310 παρ.2 και 373).



Άρθρο 493. - Έφεση σε συναφή εγκλήματα.



Η έφεση εκτείνεται σε όλα τα τυχόν συναφή εγκλήματα, ακόμη και όταν επιτρέπεται για ένα μόνο

από αυτά.



Άρθρο 494. - Αντέφεση.



καταργήθηκε με το άρθρο 46 του ν. 3160/2003 για την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας (ΦΕΚ

Α165 30.6.2003)



Άρθρο 495. - Προθεσμία και διατυπώσεις της αντέφεσης.



καταργήθηκε με το άρθρο 46 του ν. 3160/2003 για την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας (ΦΕΚ

Α165 30.6.2003)



Άρθρο 496. - Αποτελέσματα της αντέφεσης.



καταργήθηκε με το άρθρο 46 του ν. 3160/2003 για την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας (ΦΕΚ

Α165 30.6.2003)









Άρθρο 497. - Ανασταλτική δύναμη της έφεσης.


1. Την ανασταλτική δύναμη κατά το άρθρο 471 την έχει μόνο η έφεση που ασκήθηκε

εμπρόθεσμα και νομότυπα και όχι η προθεσμία για την άσκησή της.
2. Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έξι μηνών και πάνω ή αν

αυτός που καταδικάστηκε βρισκόταν σε προσωρινή κράτηση ή αν η προσβαλλόμενη

απόφαση κηρύσσει το δικαστήριο αναρμόδιο και παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο μεικτό

ορκωτό, η κρίση για το αν η έφεση που ασκείται από τον κατηγορούμενο έχει το κατά το

άρθρο 471 ανασταλτικό αποτέλεσμα ανήκει στο δικαστήριο που δίκασε αυτό αποφασίζει

αμετάκλητα αμέσως ύστερα από την απαγγελία της απόφασης είτε αυτεπαγγέλτως είτε

έπειτα από δήλωση του κατηγορουμένου ότι θα ασκήσει έφεση. Στην περίπτωση αυτή το

δικαστήριο μπορεί να εξαρτήσει το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης και από την καταβολή

χρηματικής εγγύησης από εκείνον που ασκεί την έφεση η εγγύηση αυτή και η καταβολή της

ρυθμίζονται από τα άρθρα 296, 297 και 302-304, που εφαρμόζονται αναλόγως. Η διάταξη του

άρθρου 294 παρ. 1 εφαρμόζεται και σ' αυτή την περίπτωση. Η εγγύηση δίνεται για να

εξασφαλιστεί η εμφάνιση κατά τη συζήτηση της έφεσης εκείνου που την άσκησε και η

υποβολή του στην εκτέλεση της απόφασης του εφετείου. Για τις παρεπόμενες στερήσεις

δικαιωμάτων, τις εκπτώσεις και τις ανικανότητες το ανασταλτικό αποτέλεσμα επέρχεται

πάντοτε και δεν εξαρτάται από την κρίση του δικαστηρίου.
Στις περιπτώσεις αυτής της παραγράφου το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αναβάλλοντας την

εκδίκαση της έφεσης, μπορεί είτε αυτεπαγγέλτως είτε έπειτα από αίτηση του

εισαγγελέα ή του κατηγορουμένου να διατάξει ταυτοχρόνως με την αναβλητική του απόφαση

την αναστολή της εκτελέσεως της προσβαλλόμενης απόφασης με τον όρο της καταβολής

χρηματικής εγγύησης και αν ακόμη η προσβαλλόμενη απόφαση δεν χορήγησε ανασταλτικό

αποτέλεσμα στην κρινόμενη έφεση. (το τελευταίο εδάφ. της παρ.2 αντικατεστάθη ως άνω δια

του άρθρου 13 παρ.5 του Ν.1941/1991, ΦΕΚ Α 41).
3. Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται και όταν ασκήθηκε έφεση από τον εισαγγελέα

υπέρ εκείνου που καταδικάστηκε ή από τον αστικώς υπεύθυνο (άρθρ. 467).
4. Η έφεση που ασκεί ο εισαγγελέας εναντίον εκείνου που καταδικάστηκε ή κατά της

αθωωτικής απόφασης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
5. Η έφεση εναντίον καταδικαστικής απόφασης για έγκλημα που τελέστηκε στο ακροατήριο και

καταλήφθηκε επ' αυτοφώρω (άρθρ. 116) δεν έχει ανασταλτική δύναμη.
6. Η έφεση που ασκήθηκε από τον εισαγγελέα ή τον κατηγορούμενο κατά των αποφάσεων

του μεικτού ορκωτού δικαστηρίου και του τριμελούς εφετείου δεν αναστέλλει την εκτέλεση

της προσβαλλόμενης απόφασης, είτε αυτή είναι αθωωτική είτε καταδικαστική, εκτός αν έχει

επιβάλει την ποινή του θανάτου.
Μπορεί όμως το δικαστήριο να χορηγήσει ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση που θα ασκηθεί

από τον κατηγορούμενο. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η παρ. 2 του παρόντος. (το τελευταίο εδάφιο

που προστέθηκε με την παρ.11 άρθρου 3 του Ν.2145/1993 (ΦΕΚ Α 88) αντικαταστάθηκε ως άνω

με την παρ.20 άρθρ.2 εδ. γ' Ν.2408/1996 (Α 104)
(σημ.: η παρ.2 του άρθρου 14 του Ν.1649/1986 (ΦΕΚ Α 149) ορίζει ότι:"Στα άρθρα 109, 322, παρ.

3, 448 παρ.1, 486 παρ.2, 489 παρ.1 εδάφ. στ 490 παρ. 2, 497 παρ. 6, όπως έχουν αντικατασταθεί

ή προστεθεί με διατάξεις του ν. 969/1979, καθώς και σε κάθε άλλη διάταξη, όπου γίνεται λόγος

για πενταμελές εφετείο, νοείται εφεξής το τριμελές εφετείο και, όπου γίνεται λόγος για

επταμελές εφετείο, νοείται εφεξής το πενταμελές εφετείο).
(σημ.: η θανατική ποινή καταργήθηκε με το άρθρο 33 παρ.1 Ν.2172/1993 ΦΕΚ Α 207), το οποίο

ορίζει τα εξής:"Η ποινή του θανάτου καταργείται. Όπου στις κείμενες διατάξεις προβλέπεται για

ορισμένη αξιόποινη πράξη αποκλειστικώς η ποινή του θανάτου, νοείται ότι απειλείται η ποινή

της ισόβιας κάθειρξης. Αν η ποινή του θανάτου προβλέπεται διαζευκτικώς με άλλη ποινή, νοείται

ότι απειλείται μόνο η τελευταία").
7. Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε με απόφαση πρωτοβάθμιου

δικαστηρίου σε ποινή στερητική της ελευθερίας και άσκησε έφεση, η οποία όμως δεν έχει

ανασταλτική δύναμη, μπορεί να ζητηθεί, με αίτηση του ίδιου ή του εισαγγελέα, η αναστολή

της εκτελέσεως της πρωτόδικης αποφάσεως, μέχρις ότου εκδοθεί η τελεσίδικη απόφαση του

δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Η αίτηση απευθύνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και, αν

πρόκειται για το μεικτό ορκωτό εφετείο, στο πενταμελές εφετείο. Η αναστολή διατάσσεται αν

ο κατηγορούμενος δεν είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος ή ύποπτος φυγής και δεν

αποδεικνύεται ότι υπάρχει βάσιμος φόβος πως θα τελέσει νέες αξιόποινες πράξεις, εφόσον η

έκτιση της ποινής μέχρι της εκδόσεως της αποφάσεως επί της εφέσεως προβλέπεται ότι θα έχει

σαν συνέπεια υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο ή για την οικογένειά του. Στον

κατηγορούμενο μπορεί να επιβληθούν περιοριστικοί όροι, σύμφωνα με το άρθρο 282 παρ. 2 του

Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Αν η κατά το πρώτο εδάφιο αίτηση απορριφθεί, νέα αίτηση δεν

μπορεί να υποβληθεί πριν παρέλθει ένας μήνας από τη δημοσίευση της απόφασης με την οποία

απορρίφθηκε η προηγούμενη. (η παρ.7 που είχε προστεθεί με το άρθρο 26 του Ν.1868/1989 και

αντικατασταθεί με το άρθρο 13 παρ.6 Ν.1941/1991 αντικαταστάθηκε και πάλι ως άνω με την

παρ.14 άρθρ.34 Ν.2172/1993 (ΦΕΚ Α 207). (το τελευταίο εδάφιο της παρ.7 προστέθηκε με το

άρθρο 47 Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).

8. Ο κατηγορούμενος κλητεύεται, σύμφωνα με τα άρθρα 155 έως 161 και 166, στο δικαστήριο

που είναι αρμόδιο κατά την προηγούμενη παράγραφο. Αν κρατείται μακριά από την έδρα του

δικαστηρίου δεν προσάγεται σ' αυτό, μπορεί όμως να υποβάλει έγγραφο υπόμνημα ή και να

αντιπροσωπευθεί με συνήγορο που διορίζεται και με απλή επιστολή θεωρημένη από το

διευθυντή της φυλακής. (η παρ.8,που είχε αντικατασταθεί με την παρ.15 άρθρ.34 Ν.2172/1993

(ΦΕΚ Α 207) επανήλθε σε ισχύ (όπως είχε προστεθεί με το άρθρο 13 παρ.7 Ν.1941/91) δυνάμει

της παρ. 20 άρθρ.2 Ν.2408/1996 (Α 104). (σημ.: με την παρ.20 εδάφ. γ' άρθρ.2 Ν.2408/1996

ορίζεται ότι: " Από τη δημοσίευση του παρόντος καταργούνται όλες οι διατάξεις του Κώδικα

Ποινικής Δικονομίας που αποκλείουν την ανασταλτική δύναμη της έφεσης.

Άρθρο 498. - Διατυπώσεις της έφεσης.



Για την έφεση συντάσσεται στον αρμόδιο υπάλληλο κατά το άρθρο 474 παρ.1 έκθεση, η οποία

περιέχει και τους λόγους της έφεσης σύμφωνα με την παρ.2 του ίδιου άρθρου. Ο διάδικος που

ασκεί την έφεση οφείλει στην έκθεση αυτή να διορίσει αντίκλητο έναν από τους δικηγόρους που

υπηρετούν στην έδρα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή που δικάζει σε δεύτερο

βαθμό• στον αντίκλητο αυτόν μπορούν να γίνονται οι επιδόσεις οι οποίες αφορούν το διάδικο

που τον διόρισε, εκτός από την κλήση για τη συζήτηση της έφεσης. Ο διάδικος αυτός οφείλει

επίσης στην ίδια έκθεση να δηλώσει την κατοικία του, ορίζοντας ακριβώς τη διεύθυνσή του

(πόλη, χωριό, οδό, αριθμό) και να δηλώνει κάθε μεταβολή της μέσα σε πέντε ημέρες στον

εισαγγελέα εφετών. Αν δεν διοριστεί αντίκλητος ή αν δεν δηλωθεί με ακρίβεια η κατοικία ή κάθε

μεταβολή της, η απόφαση εκτελείται αμέσως με τη φροντίδα του αρμόδιου εισαγγελέα ή του

δημόσιου κατηγόρου.



Άρθρο 499. - Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της έφεσης.



Στα άρθρα 111 αρ.7 και 8, 112 αρ.3, 113 παρ.1 στοιχ. γ' και 114 αρ.2 ορίζεται το δικαστήριο που

είναι αρμόδιο να κρίνει την έφεση. Στην περίπτωση έφεσης κατά της απόφασης του εφετείου

(άρθρο 489 στοιχ.γ') αρμόδιο να δικάσει είναι το ίδιο εφετείο, στο οποίο όμως δεν επιτρέπεται να

συμμετέχουν οι δικαστές που δίκασαν σε πρώτο βαθμό. Αν δεν είναι δυνατή η διαφορετική αυτή

σύνθεση, σύμφωνα με τη γραπτή βεβαίωση του προέδρου, ο εισαγγελέας παραπέμπει την

υπόθεση στο πλησιέστερο εφετείο. Πλησιέστερο εφετείο των Εφετείων Κερκύρας, Ιωαννίνων και

Ναυπλίου θεωρείται το Εφετείο Πατρών, των Εφετείων Κρήτης, Αιγαίου και Δωδεκανήσου το

Εφετείο Αθηνών των Εφετείων Θράκης και Λάρισας το Εφετείο Θεσ/νίκης και του Εφετείου

Πατρών το Εφετείο Ναυπλίου. Το μικτό ορκωτό εφετείο εκδικάζει τις εφέσεις κατά των

αποφάσεων του μικτού ορκωτού δικαστηρίου. Το πενταμελές εφετείο εκδικάζει τις εφέσεις κατά

των αποφάσεων του τριμελούς εφετείου.



Άρθρο 500. - Προπαρασκευαστική διαδικασία.



Ο γραμματέας (άρθρο 474) οφείλει να στείλει στον αρμόδιο εισαγγελέα το πολύ μέσα σε τρεις (3)

ημέρες την έκθεση για την έφεση και την αντέφεση μαζί με τα υπόλοιπα έγγραφα, σύμφωνα με

το άρθρο 499• διαφορετικά τιμωρείται πειθαρχικά. Αν ο κατηγορούμενος κρατείται σε άλλο

μέρος, ο εισαγγελέας διατάσσει τη μεταφορά του στις φυλακές της έδρας του δευτεροβάθμιου

δικαστηρίου. Κατόπιν κλητεύει εμπρόθεσμα (άρθρ.166) εκείνον που ασκεί την έφεση και όλους

τους άλλους διαδίκους που παραστάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, τον παθόντα, το μηνυτή και, αν

η έφεση δεν στρέφεται κατά της απόφασης πταισματοδικείου, δύο τουλάχιστον μάρτυρες, τους

πιο σημαντικούς από εκείνους που εξετάστηκαν στην πρωτόδικη δίκη• μπορεί επίσης να

κλητεύσει νέους μάρτυρες που δεν εξετάστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Η διάταξη του

άρθρου 327 εφαρμόζεται και σ' αυτή την περίπτωση. Επίσης εφαρμόζονται και οι διατάξεις των

άρθρων 321, 325, 326 και 328. Όταν ο κατηγορούμενος κρατείται με βάση την εκκαλούμενη

απόφαση, ο ορισμός δικασίμου για την εκδίκαση της έφεσης γίνεται κατ' απόλυτη

προτεραιότητα. (Όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ.21 του Ν. 2408/1996).